Δεν χάνονται μυστηριωδώς αεροπλάνα και δεν βυθίζονται αύτανδρα πλοία διότι το μόνο -απολύτως φυσικό- φαινόμενο εδώ είναι ο άνθρωπος -εάν υποθέσω ότι το τέλος του δεν έχει επισυμβεί. Αυτός επινοεί την ιδέα (Δικαιοσύνη). Αυτός επιβάλλει την βούλησή του (Νόμος). Αυτός ο ίδιος κρίνει (Δικαστής). Αυτός σώζει ή καταστρέφει ζωές. Εξαρτάται ή εξαρτά.
Θέτει ή ερμηνεύει ως και το ισχύον Σύνταγμα ωσάν ο Κανόνας να προβλέπει κι αυτό ακόμη που ο ερμηνευτής του θεωρεί ορθότερο -de constitutione ferenta. Όλες τις φορές «μέτρον» είναι ο άνθρωπος -αν αυτό είναι άνθρωπος, αν άνθρωπος είναι το «πραγματικό», το ξένο εντός μας. Και όταν ο Νόμος συγκροτείται θεμελιωμένος στον εαυτό του ή όταν εδράζεται στη Φύση –η οποία είναι προσηλωμένη στο κακό (η Φύση καταστρέφει), ο Δικαστής οφείλει να πραγματώσει την ιδέα της Δικαιοσύνης ως εάν να υπάρχει μόνο το καλό και ο ίδιος να έκρυβε για λίγο την «φύση» του ως άνθρωπος (κακό).
Ο Δικαστής κρίνει όχι μόνο βάσει του Νόμου ή του περί δικαίου αισθήματος αλλά και αποφαίνεται ως άνθρωπος (Φύση) έχοντας όμως ως σκεπτόμενος (Πολιτισμός) την ικανότητα να «ιδεολογεί» (Καντ) αλλά και να «φυσιολογεί» (Σαντ) τόσο στην περιοχή της ανάγκης (ζούγκλα), όσο και στο βασίλειο της ελευθερίας (περιρρέουσα ατμόσφαιρα) καθοδηγούμενος από ηθικές αρχές.
Κυρίως από την βούλησή του να ξαναγεννηθεί ως απαθής Θεός αφήνοντας πίσω του την εμπάθεια του ανθρώπου. Έτσι, και την θέλησή του υποτάσσει αλλά και κρίνει πράττοντας με «τρόπο» (δικονομία), ώστε «ο γνώμονας της θέλησής του να μπορεί να ισχύει συγχρόνως και ως αρχή μιας καθολικής νομοθεσίας».
Διότι πράγματι είναι Δικαστής όποιος ενώ κρίνει κατά περίπτωση, οφείλει να αναγάγει την περίπτωση αυτή στην καθολικότητα του νόμου (ό,τι ισχύει για όλους).
Η κρίση του έτσι (θεοδικία;) τέμνει κυριολεκτικά το επίδικο. Και ο κυριούλης αυτός, αφού έχει ξεμπερδέψει με τα πολύ ανθρώπινα στοιχεία του (φιλοδοξίες, αρχομανία, ενίοτε και διαφθορά), γίνεται ο ίδιος «περίπτωση» με κεφάλαιο το «Δ» (Δικαστής), διότι οφείλει να κρίνει και τον εαυτό του ως (περι)πτώση, ενώ παραμένει ταυτόχρονα περσόνα της Δικαιοσύνης. Τον τοποθετώ σε μία από τις τρείς γωνίες ενός ιδεατού ισοσκελούς τριγώνου πάνω από την ωραία Πύλη του Κακουργοδικείου, μέσα στο οποίο ο αγιογράφος-νομοθέτης ενθέτει τον της Δίκης οφθαλμό, που συχνά δεν βλέπει τίποτα.
Εκεί, η Δικαιοσύνη, ο Νόμος και ο Δικαστής συνομολογούν ως προς
α) την ιδέα του Δικαίου,
β) την ισχύ του Νόμου,
γ) την φύση του ανθρώπου μετατρέποντας το ενυπάρχον στην ανθρώπινη φύση κακό (σε χειρότερο;).
Σ' αυτή τη συνομολογία -συνωμοσία λοιπόν, όταν δεν είναι μια δοκιμασία καθημερινή για τον Δικαστή, εμφανίζονται τα Τέμπη και ο Άδωνις. Το μάτι του Θεού γίνεται αυγά μάτια στα τσιπουράδικα απέναντι από τον Άρειο Πάγο στην Αλεξάνδρας όπου εκδικάζεται εκ νέου η υπόθεση.
Και εάν, κατά το «δέον», έχουν ληφθεί όλες οι εγγυήσεις για τη δίκαιη απόφαση, πάλι ο Δικαστής δεν θα μπορέσει να εγγυηθεί τον εαυτό του, ούτε να απαλλαγεί από τις ενορμήσεις που, μεταξύ μας, τον άγουν και τον φέρουν ώστε να κρίνει στα όρια του δικαίου, διότι απλούστατα μέσα στις ενορμήσεις αυτές σφηρυλατούνται εκτός από τα μέτρια νομικά του και άλλες, επικίνδυνες έξεις ή μυθοπλασίες ή δογματικές προκαταλήψεις ή απλώς η κατεστημένη ευήθεια. Κυρίως όμως, το γελοίο «τρεις κι εξήντα» του μισθού του ως δημοσίου λειτουργού. Οπότε μου φαίνεται δύσκολο να καταφέρει να σταθεί φρουρός στις επάλξεις μιας Ελσινόρης που γνωρίζει πως είναι σάπια.
Μπορεί κάλλιστα να τα βάλει όλα στον αυτόματο, κρυφοκοιτάζοντας κάτω από την έδρα το κινητό του. Ή, εάν δεν λουφάξει, μπορεί ακόμα και να ανταμειφθεί μετά την αφυπηρέτησή του, σαν μέλος διοικητικού συμβουλίου μεγάλης κατασκευαστικής εταιρείας.
Ενδέχεται όμως να του συμβεί το χειρότερο: το περιγράφει ο Φρόιντ για τον δικαστή πρόεδρο Σρέμπερ: Ενδέχεται να τρελαθεί. Δηλαδή, καθηλωμένος στο ναρκισσισμό της τηβένου, να εκλάβει τον εαυτό του ως συνομιλητή του Θεού. Και ερωτώ: τι θα συμβεί εάν η παράνοια που διαγιγνώσκει ο Φρόιντ στον Σρέμπερ έχει εγκατασταθεί ως κανονικότητα; Ή εάν εκείνη η έννοια των φοιτητικών μας χρόνων, η έννοια της αλλοτρίωσης, αποτελεί το τοπ της επιτυχίας και της καριέρας του; Τότε ποιος Δικαστής και ποια κυρία Αδειλίνη, «κύριε, κύριε Μαλακάση...»;
(Ο Καρυωτάκης πάντως αυτοκτόνησε.)
ΥΓ. Ο Φρόιντ, την παράνοια του Σρέμπερ μεταξύ άλλων την αποδίδει και στον υπερβολικό φόρτο εργασίας των Δικαστηρίων. Του καπιταλισμού, όχι. Διότι η εμμονή του με την έννοια της προόδου δεν του το επέτρεψε και ιδού το αποτέλεσμα στα δικαστήρια και τα χρηματιστήρια- για να το πω όσο απλούστερα γίνεται.