Πέμπτη 4 Ιουλίου 2024  13:56:19

Οι Έλληνες της (σκληρής και όχι...) δουλειάς στον καθρέπτη : 1. Το 22,5% των Ελλήνων «χαλαροί», λένε ότι θέλουν αλλά δεν αναζητούν δουλειά.. 2. Εννέα στους 10 φοιτητές, χωρίς καμία εμπειρία δουλειάς ,ούτε τα καλοκαίρια ούτε ως ωρομίσθιοι. Κύριο

Σε αντίθεση με τις χώρες της Ευρώπης και τις ΗΠΑ όπου φοιτητές ακόμα και μαθητές αποκτούν από ενωρίς εμπειρία εργασίας .Σχεδόν ένας στους τέσσερις Έλληνες σε ηλικία εργασίας έχει «μια ανικανοποίητη ανάγκη για απασχόληση», χωρίς όμως να μπαίνει στον κόπο να ψάξει για εργασία.

1.Οι Έλληνες της εργασίας στον καθρέπτη της αλήθειας τους. Σχεδόν ένας στους τέσσερις Έλληνες σε ηλικία εργασίας έχει «μια ανικανοποίητη ανάγκη για απασχόληση», χωρίς όμως να μπαίνει στον κόπο να ψάξει για εργασία. Επιθυμεί με κάποιον τρόπο να εργαστεί, όμως είτε είναι άνεργος, είτε υποαπασχολούμενος, είτε δεν είναι άμεσα διαθέσιμος προς εργασία. Η πανδημία του κορωνοϊού και κυρίως οι πρωτόγνωρες συνθήκες που επικράτησαν τόσο σε κοινωνικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο έχουν δημιουργήσει ένα ιδιότυπο καθεστώς «χαλάρωσης» στην αγορά εργασίας. Οι ειδικοί προειδοποιούν ότι πρόκειται για ένα πρόβλημα που υπερβαίνει τα συνηθισμένα ζητήματα αντιστοίχισης προσφοράς και ζήτησης και δεξιοτήτων. Υπογραμμίζουν, δε, ότι η απελευθέρωση του εν δυνάμει εργατικού δυναμικού που έχει παγιδευτεί στην αδράνεια είναι ένα πρόβλημα σύνθετο και άμεσα συνδεδεμένο με την εκπαίδευση.

Ετσι, την ίδια στιγμή που δεκάδες χιλιάδες εργοδότες δηλώνουν πως δεν βρίσκουν άτομα με τα κατάλληλα προσόντα για εργασία, υπάρχει ένα 22,2% του εργατικού δυναμικού που σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είτε αναζητά δουλειά είτε δηλώνει πως θα ήταν διαθέσιμο να εργαστεί υπό άλλες συνθήκες, όμως με αφορμή την πανδημία του κορωνοϊού... εγκατέλειψε το εργατικό δυναμικό. Κάποιοι από αυτούς εργάζονται με μερική απασχόληση, εκφράζουν όμως την προθυμία να εργαστούν περισσότερες ώρες, κάτι που αποτελεί μια άλλη περίπτωση ανεκπλήρωτης ζήτησης για απασχόληση.

Συνολικά, σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, το 2021, ελαφρώς περισσότερα από 1 στα 7 άτομα εξέφραζαν «ανικανοποίητη ζήτηση» για απασχόληση. Η Ελλάδα μαζί με την Ισπανία και την Ιταλία είναι οι τρεις χώρες με το υψηλότερο ποσοστό, με τη χώρα μας να κατατάσσεται τρίτη, με ποσοστό 22,2%, επί ενός διευρυμένου εργατικού δυναμικού, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται εκτός από τους μισθωτούς και τους ανέργους και αυτοί που είναι διαθέσιμοι για εργασία, όχι όμως άμεσα, καθώς και αυτοί που δεν αναζητούν εργασία, πιθανότατα απογοητευμένοι από την αδυναμία τους να ενταχθούν στο εργατικό δυναμικό. Το αντίστοιχο ποσοστό της Ιταλίας είναι 22,8%, με την Ισπανία να καταλαμβάνει την αρνητική πρωτιά με 24,1%, έναντι 14% στο σύνολο της Ε.Ε. (αντιστοιχεί σε 31,2 εκατομμύρια άτομα) που αντιμετώπιζε ανεκπλήρωτη ζήτηση για απασχόληση στο τέλος του 2021.

Τα υψηλότερα ποσοστά «χαλάρωσης» στην αγορά εργασίας στην Ευρώπη έχουν η Ελλάδα, η Ισπανία και η Ιταλία.

Η ανεκπλήρωτη ζήτηση στη χώρα μας είναι υψηλή παραδοσιακά, καθώς όλα τα προηγούμενα χρόνια επηρεαζόταν κατά κύριο λόγο από την τάση της ανεργίας, η οποία άλλωστε αποτελεί και μία από τις συνιστώσες της. Έτσι, το 2013 και το 2014 η χαλάρωση ανέβηκε στο 30% και ξεπέρασε το 34%. Στη συνέχεια μειώθηκε στο 25,2 % το 2019, αυξήθηκε ξανά όταν η πανδημία COVID-19 έπληξε την αγορά εργασίας το 2020 (25,7%) και μειώθηκε το 2021 (22,2%). Σε αντίθεση, όμως, με τα προηγούμενα χρόνια, η μεταβολή της χαλάρωσης της αγοράς εργασίας που σημειώθηκε το 2020 και εν μέρει το 2021 οφειλόταν όχι στην αύξηση της ανεργίας, αφού ο δείκτης της ανεργίας ακολουθεί πτωτική πορεία στην Ελλάδα, αλλά στην αύξηση του αριθμού των ατόμων που είναι μεν διαθέσιμα για εργασία, αλλά δεν την αναζητούν. Τα μέτρα προστασίας των εργαζομένων που έλαβε η κυβέρνηση κατά τη διάρκεια των σκληρών lockdowns αλλά και η αλλαγή νοοτροπίας εξηγούν εν μέρει το φαινόμενο.

Αξίζει να σημειωθεί ότι αν και η ανεκπλήρωτη ζήτηση για απασχόληση έχει πολλές και διαφορετικές συνιστώσες, με την ανεργία να διαδραματίζει καίριο ρόλο, η αναφορά μόνο σε αυτήν δεν αρκεί στις περισσότερες χώρες. Το βάρος της ανεργίας στη συνολική χαλάρωση της αγοράς εργασίας της Ε.Ε. ήταν στο τέλος του 2021 48%, γεγονός που δείχνει ότι σε επίπεδο Ε.Ε. λιγότεροι από τους μισούς που επιθυμούν να εργαστούν είναι άνεργοι. Βέβαια, το ποσοστό αυτό ποικίλλει σημαντικά από τη μια χώρα στην άλλη. Στην Ελλάδα, το μερίδιο της ανεργίας είναι υψηλότερο από το 50%, με τη μερική απασχόληση να διαδραματίζει πολύ χαμηλότερο ποσοστό, της τάξης του 3,6%.

Στο 0,5% του διευρυμένου εγχώριου εργατικού δυναμικού βρίσκεται το προσωπικό που ψάχνει μεν για εργασία, δεν είναι όμως διαθέσιμο το αμέσως επόμενο διάστημα, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για όσους είναι διαθέσιμοι άμεσα, δεν αναζητούν όμως ενεργά απασχόληση, είναι για τη χώρα μας στο 4,1% (έναντι 3,7% στην Ε.Ε.). Σημαντικές ασυμμετρίες ωστόσο, όπως επισημαίνει και το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ, εμφανίζονται όσον αφορά τα ποσοστά υποαπασχόλησης μεταξύ συγκεκριμένων πληθυσμιακών ομάδων. Ειδικότερα όσον αφορά την απόκλιση του ποσοστού υποαπασχόλησης μεταξύ γυναικών και ανδρών, αυτή διαμορφώθηκε το 2021 στη χώρα μας στις 11,7 ποσοστιαίες μονάδες, μία μονάδα υψηλότερα έναντι του 2020 και 0,6 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα έναντι του μέσου όρου της περιόδου 2016-2019.

Η απόκλιση αυτή των 11,7 μονάδων είναι η μεγαλύτερη που παρατηρείται ανάμεσα στα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης. Με εξαίρεση την Ιταλία και την Ισπανία, που η διαφορά του ποσοστού υποαπασχόλησης μεταξύ γυναικών και ανδρών, αν και χαμηλότερη από την Ελλάδα, κυμαίνεται σε εξίσου υψηλά επίπεδα, η χώρα μας καταγράφει αποκλίσεις υπερδιπλάσιες συγκριτικά με τις περισσότερες οικονομίες της Ευρωζώνης (4,9 ποσοστιαίες μονάδες απόκλιση στο Λουξεμβούργο, 4,6 στην Ολλανδία και 4,4 στη Γαλλία).
Αντίστοιχα, αποκλίσεις και μάλιστα μεγάλες, παρατηρούνται στο ποσοστό ανεκπλήρωτης ζήτησης και μεταξύ διαφορετικών ηλικιακών ομάδων στη χώρα μας. Έτσι, το 2021 η απόκλιση μεταξύ όσων ανήκουν στην ομάδα 15-24 ετών και εκείνων 25-74 ήταν 28,4 μονάδες, κατατάσσοντας την Ελλάδα στην 4η υψηλότερη θέση στην Ευρωζώνη, με την αντίστοιχη απόκλιση στην Πορτογαλία να είναι 27,4 μονάδες, στο Βέλγιο 25,1 και στη Γερμανία 8 ποσοστιαίες μονάδες.

2.Χωρίς εμπειρία εργασίας εννέα στους δέκα φοιτητές.

Εννέα στους δέκα Έλληνες μαθητές ή φοιτητές μεταξύ 15 και 29 ετών δεν αποκτούν εργασιακή εμπειρία στη διάρκεια των σπουδών τους. Πρόκειται για μια από τις χειρότερες επιδόσεις στην Ε.Ε., σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat

Τη χαμηλή διασύνδεση της εκπαίδευσης με την απασχόληση στη χώρα μας δείχνει έρευνα της Eurostat, σύμφωνα με την οποία περισσότεροι από εννέα στους δέκα νέους, ηλικίας έως 29 ετών, που σπουδάζουν δεν έχουν καμία επαφή με την αγορά εργασίας. Βρίσκονται δηλαδή εκτός εργατικού δυναμικού της χώρας, αφού δεν είναι ούτε μισθωτοί ούτε δηλώνουν άνεργοι ώστε να αναζητούν εργασία και να είναι διαθέσιμοι για την κάλυψη κάποιας κενής θέσης. Έτσι, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας το 2021, το 6,1% των νέων ηλικίας μεταξύ 15 και 29 ετών στην Ελλάδα, που συμμετείχαν σε κάποια βαθμίδα της επίσημης εκπαίδευσης ή κατάρτισης, απασχολούνταν ταυτόχρονα.

Άλλο ένα μόλις 2,1% αναζητούσε δουλειά και ήταν διαθέσιμο να αρχίσει να εργάζεται, ήταν δηλαδή άνεργοι με βάση την επίσημη ορολογία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ωστόσο, η συντριπτική πλειονότητα αυτής της ομάδας, και συγκεκριμένα το 91,8%, ήταν εκτός εργατικού δυναμικού, δεν ήταν δηλαδή ούτε μισθωτοί ούτε άνεργοι και κατά συνέπεια δεν είχαν καμία επαφή με την αγορά εργασίας. Σε επίπεδο Ε.Ε., ένα σημαντικά υψηλό ποσοστό νέων ηλικίας έως 29 ετών που σπουδάζουν και εργάζονται εκπροσωπούν το 23,4% της συγκεκριμένης ηλικιακής ομάδας, με αποτέλεσμα, κατά μέσον όρο, το 73,4% να είναι τελείως αποκομμένο από την αγορά εργασίας. Τα στοιχεία είναι αποκαλυπτικά καθώς δείχνουν τις διαφορετικές ταχύτητες μετάβασης των νέων από την εκπαίδευση στην αγορά εργασίας, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με δεδομένο πάντα ότι προέχει και θεωρείται ως ένας από τους πλέον σημαντικούς στόχους των κρατών-μελών η παροχή καλής-ποιοτικής εκπαίδευσης στους νέους.
Ποσοστό των φοιτητών που εργάζονταν το 2021 στην Ευρώπη

Να σημειωθεί ότι σε ορισμένες χώρες οι νέοι αρχίζουν να εργάζονται, π.χ. με τη μορφή μερικής απασχόλησης, Σαββατοκύριακου ή φοιτητικής εργασίας, ενώ παράλληλα συμμετέχουν στην επίσημη εκπαίδευση. Αυτό καθορίζεται από τα εθνικά συστήματα εκπαίδευσης και κατάρτισης, καθώς και από άλλους παράγοντες, όπως τα χαρακτηριστικά της εθνικής αγοράς εργασίας και τους πολιτιστικούς παράγοντες. Συνολικά, το 2021 το 23% των νέων σπουδαστών απασχολούνταν επίσης, ενώ το 3% αναζητούσε δουλειά και ήταν διαθέσιμο να αρχίσει να εργάζεται (δηλαδή άνεργοι). Ωστόσο, το 73% ήταν εκτός εργατικού δυναμικού (ούτε μισθωτοί ούτε άνεργοι).

Ουραγός η χώρα μας στην Ευρώπη στη διασύνδεση της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας.
Στην Ολλανδία συναντάται το υψηλότερο ποσοστό μαθητών και μαθητευομένων ηλικίας 15-29 ετών που εργάζονταν ενώ βρίσκονταν ακόμη στην εκπαίδευση, ήτοι 70%, και ακολουθούν η Δανία (49%) και η Γερμανία (42%). Αντίθετα, τα χαμηλότερα ποσοστά απασχόλησης μεταξύ φοιτητών και μαθητευομένων ηλικίας 15-29 ετών βρέθηκαν στη Ρουμανία (2%), τη Σλοβακία (4%), την Ουγγαρία και τη Βουλγαρία (και οι δύο 5%). Αμέσως μετά κατατάσσεται η Ελλάδα με 6,1%.

Το υψηλότερο ποσοστό φοιτητών και μαθητευομένων ηλικίας 15-29 ετών που ήταν άνεργοι (που σημαίνει ότι αναζητούσαν δουλειά και ήταν διαθέσιμοι να αρχίσουν να εργάζονται ενώ σπουδάζουν) καταγράφηκε στη Σουηδία (14%), ακολουθούμενη από τη Φινλανδία (9%) και την Ολλανδία (7%). Από την άλλη πλευρά, λιγότερο από το 1% των μαθητών και των μαθητευομένων σε αυτή την ηλικιακή ομάδα ήταν άνεργοι στην Τσεχία, τη Ρουμανία, την Ουγγαρία και την Κροατία. Το αντίστοιχο ποσοστό στη χώρα μας ήταν 2,1%.

Και όπως επισημαίνουν παράγοντες της εγχώριας αγοράς εργασίας, η μετάβαση των νέων από το σχολείο στην εργασία αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις για την Ελλάδα, η οποία μαστίζεται και από σημαντικά υψηλά ποσοστά ανεργίας των νέων. Συνδέουν, μάλιστα, την αδυναμία διασύνδεσης της εκπαίδευσης με την εγχώρια αγορά εργασίας όχι μόνο με τον κατακερματισμό της ελληνικής αγοράς, αλλά και με τις πάγιες παθογένειες των συστημάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης, και τη χαμηλή ικανότητα της πολιτείας να παρέχει προσωποποιημένες υπηρεσίες στους νέους.

Προσθήκη σχολίου

Βεβαιωθείτε ότι εισάγετε τις (*) απαιτούμενες πληροφορίες, όπου ενδείκνυται. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.

Πολυμέσα

Cookies make it easier for us to provide you with our services. With the usage of our services you permit us to use cookies.
Ok Decline