Μια δεύτερη κατηγορία αποτελούν όσοι καταφεύγουν στην κλοπή λόγω οικονομικών προβλημάτων, οι οποίοι συχνά συνδέονται και με εξαρτήσεις. Τέλος, υπάρχουν οι κλεπτομανείς, οι οποίοι προβαίνουν σε κλοπές για την προσωπική τους ικανοποίηση, ενώ ξεχωριστή κατηγορία αποτελούν οι υπάλληλοι και συνεργάτες των σουπερμάρκετ.
Αλυσίδα με καταστήματα ανά την Ελλάδα μοιράστηκε με «Το Βήμα» στοιχεία σχετικά με το προφίλ των δραστών: «Το 84% των περιπτώσεων αντιστοιχεί σε επαγγελματικές ομάδες που μεταπωλούν κλεμμένα αγαθά με υψηλή χρηματική αξία, το 7% αποτελείται από ερασιτέχνες που το κάνουν για να ενισχύσουν το εισόδημά τους, 5% άνθρωποι που αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα, 3% ανήλικοι και 1% κλεπτομανείς».
Στην αλυσίδα Θανόπουλος, από την άλλη, οι περισσότερες κλοπές γίνονται από κατά συρροήν παραβάτες. Πρόκειται συνήθως για ηλικιωμένους πελάτες που επισκέπτονται το σουπερμάρκετ σε καθημερινή βάση, αγοράζουν κάποια προϊόντα μικρής αξίας και κλέβουν άλλα, ακριβότερα.
Στα περισσότερα σουπερμάρκετ, πάντως, υπάρχει σχετική ανοχή στο φαινόμενο, ειδικά όταν αυτές γίνονται λόγω οικονομικής δυσχέρειας. «Τις περισσότερες φορές, τις μικροκλοπές που κάνει ένας άνθρωπος που έχει ανάγκη ή ένας τοξικοεξαρτημένος τις αφήνουμε» λέει στο «Βήμα» το στέλεχος μεγάλης αλυσίδας.
Αυτός ο «κώδικας αλληλεγγύης» είναι ακόμα εντονότερος στα μικρά, συνοικιακά σουπερμάρκετ. «Δίνουμε μεγάλη έμφαση στη διαχείριση τέτοιων περιστατικών και εκπαιδεύουμε τους εργαζομένους στην προσέγγιση των ανθρώπων που κλέβουν. Συνήθως, όταν τους πιάνουμε να κλέβουν τρόφιμα, τους λέμε ότι τους κάνει δώρο το προϊόν η εταιρεία και ζητούμε να μην επαναληφθεί» σημειώνει ο Παναγιώτης Τσαγκάρης από την αλυσίδα Bazaar.