-Ουδέποτε το καθεστώς των δερβίσηδων και του φανατικού, ισοπεδωτικού, καθυστερημένου ισλαμισμού αποδέχθηκε την εθνική αυθεντικότητα, το κύρος και την διεθνή αναγνώριση του σπουδαίου Τούρκου συγγραφέα .
Ο Ορχάν Παμούκ δεν χρειάζεται συστάσεις. Βραβευμένος με Νομπέλ Λογοτεχνίας (2006), είναι ο διασημότερος συγγραφέας της Τουρκίας, με διεθνή καταξίωση. Αυτές τις μέρες βρίσκεται στη Γαλλία, για μία σειρά διαλέξεων στο Collège de France, με θέμα «Το παράδοξο του μυθιστοριογράφου» – μία ευκαιρία να εξετάσει και μερικά παράδοξα της χώρας του.
Στη συνέντευξη που παραχώρησε στη «Le Monde», παραμονές των εκλογών, απέφυγε τις προβλέψεις. Οχι όμως και την κριτική στον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, έναν ηγέτη που, όπως λέει, ήταν άλλοτε «συνώνυμο της οικονομικής ευημερίας και ολίγης ελευθερίας της έκφρασης», πλην όμως «κατέστρεψε τα πάντα στη διάρκεια των τεσσάρων ή πέντε τελευταίων χρόνων». Τον αξιολογεί με μεγάλη απαξίωση, ιδιαίτερα σε ότι αφορά τις πνευματικές, πολιτιστικές και πολιτικές ελευθερίες των συμπατριωτών του.
Κάποιοι διανοητές, επισημαίνει ο Παμούκ, μελετούν τον Ατατούρκ ή τον Ερντογάν μέσα από την παιδική τους ηλικία. Ο ίδιος όμως πιστεύει πρωτίστως «στην αναπόφευκτη εξέλιξη της ιστορίας. Αν δεν είχε υπάρξει ο Ερντογάν, θα είχε υπάρξει κάποιος άλλος Ερντογάν διότι, δυστυχώς, το στρατόπεδο των κοσμικών, στο οποίο και ανήκω πολιτισμικά, έκανε τόσα λάθη στο παρελθόν που η εξουσία δόθηκε σε έναν συντηρητικό λίγο ριζοσπάστη. Η πραγματική του πολιτική συνταγή ήταν «μ' εμένα θα μπορείς να φοράς τη μαντίλα σου και ταυτόχρονα να σφίξεις το χέρι της Ευρώπης», ενώ το CHP, πριν από 20 χρόνια, δεν ήταν πολύ φιλικό με την Ευρώπη».
Η μεγάλη ανατροπή
Ερωτηθείς πώς άλλαξε η χώρα του κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών, ο τούρκος συγγραφέας αναγνωρίζει πως «υπήρξε μία τεράστια οικονομική ανάπτυξη, αλλά η αλλαγή που επιτελέστηκε στη διάρκεια αυτής της περιόδου δεν ήταν ομοιογενής. Οι Τούρκοι μπόρεσαν να καταναλώνουν περισσότερο, απολαμβάνοντας μάλιστα, κατά τη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας του Ερντογάν στην εξουσία, και ελευθερίες. Ο λόγος τους δεν ήταν περιορισμένος αλλά γινόταν σεβαστός. Ωστόσο, στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, όλα αυτά ανατράπηκαν. Στο τέλος, η αλλαγή συνοψίζεται σε μηδέν».
Δύο σημεία καμπής εντοπίζει ο Ορχάν Παμούκ. Το ένα, ήταν η απόπειρα πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου του 2016, που έκανε το AKP και τον Ερντογάν «πολύ επιθετικούς», και έδωσε στον τούρκο πρόεδρο την ευκαιρία να «κλειδώσει» την ελευθερία της έκφρασης, «βάζοντας δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους στη φυλακή». Το άλλο, ήταν η αναθεώρηση του Συντάγματος, το 2017, «που είχε σκοπό να συγκεντρώσει όλες τις εξουσίες στα χέρια του. Δυστυχώς υποστηρίχθηκε αρχικά από τον τουρκικό λαό, διότι ο κόσμος του είχε εμπιστοσύνη».
Παντοδύναμος πια, ο Ερντογάν «περιθωριοποίησε τις φιλοδυτικές, ορθολογικές, μορφωμένες και συνετές φωνές. Δεν τις άκουσε (ιδιαίτερα στο οικονομικό επίπεδο), και αυτός είναι ο λόγος που, στη διάρκεια της τελευταίας πενταετίας, οι Τούρκοι φτωχοποιήθηκαν». Ο Ορχάν Παμούκ θεωρεί, εντούτοις, πως η τουρκική κοσμικότητα «κυλάει στις φλέβες της χώρας», πως «κατά βάθος, ο Ερντογάν δεν κατάφερε να την καταπνίξει». Όταν τον παρουσιάζουμε ως ένα ισχυρό πρόσωπο, επισημαίνει, «δεν είναι λόγω του Ισλάμ αλλά λόγω του απολυταρχισμού που εγκαθίδρυσε.
Δεν πρέπει να του ασκούμε κριτική λόγω του ισλαμισμού του – που είναι άλλωστε μετριοπαθής – αλλά λόγω της απολυταρχικής εκτροπής του». Στα μάτια του γνωστού τούρκου συγγραφέα, ωστόσο, ευθύνες βαρύνουν και την Ευρώπη: «Από τη μία πλευρά», λέει, «ο Ερντογάν δέχεται κριτική από τους ευρωπαίους ηγέτες για τους περιορισμούς στην ελευθερία της έκφρασης, τη φυλάκιση συγγραφέων κ.λπ. Από την άλλη, μεγάλες δυτικές χώρες όπως η Γερμανία και η Γαλλία είναι κρυφά ευχαριστημένες από αυτόν διότι κρατάει τους μετανάστες σε απόσταση».