«Δεν εξεπλάγην με το δημοσίευμα. Ηδη από τη δεκαετία του 1980 υπήρχαν κάποιες κλινικές μελέτες σε ποντίκια που συνέδεαν την ασπαρτάμη με την εμφάνιση καρκίνου της ουροδόχου κύστεως. Από τότε υπήρχε μια "σκιά" για την κατανάλωσή της και τις επιπτώσεις της στον ανθρώπινο οργανισμό. Ομως τα συμφέροντα της διεθνούς βιομηχανίας τροφίμων είναι προφανώς τεράστια και αυτό το μονοπάτι της επιστημονικής έρευνας δεν ακολουθήθηκε με ζέση, όπως θα έπρεπε.»
Ο Λεωνίδας Ντούντας, καθηγητής Παθολογίας και Ενδοκρινολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Ουλμ της Γερμανίας, επιστημονικός συνεργάτης της Μονάδας Ενδοκρινολογίας και Μεταβολισμού στο Ευγενίδειο Θεραπευτήριο του ΕΚΠΑ και γραμματέας της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Θυρεοειδούς, σχολιάζει στην «Κ» την αποκάλυψη του πρακτορείου Reuters ότι η ασπαρτάμη, ένα από τα πιο διαδεδομένα τεχνητά γλυκαντικά στον κόσμο, είναι πιθανώς ουσία καρκινογόνος και ότι αυτό αναμένεται να ανακοινώσει μέσα στον Ιούλιο ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας.
«Φαίνεται πως ήρθε η ώρα, λοιπόν, να επαναξιολογήσουμε ήδη υπάρχουσες μελέτες και να αποκτήσουμε περισσότερα ποσοτικά αλλά και ποιοτικά στοιχεία – "σκληρά" δεδομένα δηλαδή. Είναι σίγουρο ότι η προσλαμβανόμενη ποσότητα, ο χρόνος που χρησιμοποιείται, ακόμα ο τρόπος χορήγησής της είναι σημαντικές παράμετροι για την αποτίμηση των επιπτώσεων της ασπαρτάμης στην υγεία μας», συνεχίζει ο κ. Ντούντας.
«Καρκινογόνος ουσία πιθανώς» η ασπαρτάμη, θα ανακοινώσει ο ΠΟΥ
Για το αμφιλεγόμενο ρόλο της βιομηχανίας τροφίμων είχε μιλήσει πρόσφατα στην «Κ» και η Αντωνία Τριχοπούλου, ομότιμη καθηγήτρια Διατροφής και Προληπτικής Ιατρικής και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών: «Αρκετές δεκαετίες πριν, συμμετείχα σε μια επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ενωσης που θα γνωμοδοτούσε για την έγκριση ή μη των τεχνητών γλυκαντικών. Η πίεση από τη βιομηχανία τροφίμων ήταν τεράστια. Το επιχείρημά τους ήταν ότι η κατανάλωσή τους σε μικρές ποσότητες από τους ανθρώπους δεν συνδέεται με τοξικότητα, μολονότι τα σχετικά πειράματα είχαν γίνει σε ποντίκια».
Οι κλυδωνισμοί έχουν αρχίσει, λοιπόν. Αναμενόμενο, μιας και η χρήση του συγκεκριμένου συνθετικού γλυκαντικού -αποτέλεσμα της ένωσης δύο αμινοξέων, της φαινυλαλανίνης και του ασπαρτικού οξέος- είναι ευρέως διαδεδομένη. Η ασπαρτάμη, που αποδίδει περίπου 4 θερμίδες ανά γραμμάριο (όπως και η ζάχαρη), αλλά είναι 200 φορές πιο γλυκιά από τη ζάχαρη (άρα χρησιμοποιείται στο 1/200 της ισοδύναμης ποσότητας ζάχαρης), είναι παρούσα σε 6.000 και πλέον προϊόντα -από καραμέλες και γιαούρτι μέχρι επεξεργασμένα τρόφιμα, αναψυκτικά και ποτά- σε σχεδόν εκατό χώρες.
Στις ΗΠΑ έχει εξασφαλίσει την έγκριση της Αμερικανικής Υπηρεσίας Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) ήδη από το 1974, για χρήση αρχικά ως γλυκαντική ουσία σε τσίχλες, δημητριακά πρωινού και βάσεις για ορισμένα τρόφιμα (έτοιμα ροφήματα και κρέμες γλυκισμάτων, μεταξύ άλλων). Ως γλυκαντικό γενικής χρήσης εγκρίθηκε αρκετά χρόνια μετά, το 1996. Αντιστοίχως, στην Ευρώπη, συγκαταλέγεται στα έντεκα γλυκαντικά που χρησιμοποιούνται νομίμως εδώ και δεκαετίες βάσει σχετικής απόφασης της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφάλειας Τροφίμων (EFSA), η οποία, πάντως, το 2013 ζήτησε επαναξιολόγηση της ασφαλούς ή όχι χρήσης της. Το συμπέρασμα της ομάδας εργασίας που συστάθηκε ήταν ότι η ασπαρτάμη δεν προκαλεί ανησυχία αν καταναλώνεται σε ποσότητες που δεν ξεπερνούν τα 40 mg ανά κιλό σωματικού βάρους την ημέρα.
Επομένως, δεν υπήρχε απολύτως κανένας λόγος να αναθεωρηθεί το ισχύον καθεστώς και να αποσυρθεί από την αγορά. Λόγος και μάλιστα βάσιμος φαίνεται ότι προέκυψε τον Ιούνιο του 2021: τότε η EFSA διαπίστωσε την ανάγκη πρόσθετων δεδομένων για την εκ νέου αξιολόγηση της ασπαρτάμης και της νεοτάμης, μεταξύ άλλων γλυκαντικών ουσιαστικών. Δεν υπάρχει ενημέρωση για την εξέλιξη της επαναξιολόγησης.
Καλύτερα ένα γλυκό του κουταλιού παρά ένα σνακ με γλυκαντική ουσία
Αντιθέτως, μέχρι σήμερα, στην ιστοσελίδα της FDA αναφέρεται ότι η ασπαρτάμη είναι ακίνδυνη, με βάση «περισσότερες από 100 μελέτες που έχουν γίνει για τον εντοπισμό πιθανών τοξικών επιδράσεων – συμπεριλαμβανομένων μελετών που αξιολογούν τις επιδράσεις της στο αναπαραγωγικό και νευρικό σύστημα, σε καρκινογένεση και στον μεταβολισμό».
Σε κάθε περίπτωση, η αναμενόμενη ανακοίνωση του ΠΟΥ δεν αποκλείεται να ανοίξει τον ασκό του Αιόλου. Ισως δικαιώσει, έστω με μεγάλη καθυστέρηση, δύο από τους πιο παθιασμένους διώκτες της ασπαρτάμης: την Τζέιν Μπρόντι των New York Times, που το 1985 είχε γράψει ότι, σύμφωνα με πηγές της, η FDA είχε παραπλανήσει το κοινό σχετικά με την ασφάλεια της συγκεκριμένης ουσίας, και τον ρεπόρτερ του United Press International Γκρέγκορι Γκόρντον, ο οποίος είχε αναφερθεί σε «υπόγειες σχέσεις» αξιωματούχων της αμερικανικής υπηρεσίας και μεγάλων πολυεθνικών τροφίμων.
«Τελικά υπάρχει ασφαλές γλυκαντικό; Να φοβόμαστε τη στέβια ή όχι», ρωτώ τον Λεωνίδα Ντούντα. «Η στέβια είναι φυσικό προϊόν, επομένως δεν είναι τοξική όπως η ασπαρτάμη και άλλα τεχνητά γλυκαντικά», απαντά ο συνομιλητής μου. «Η στεβιόλη έχει ως έναν βαθμό αντιοξειδωτική δράση, αυτό διαπιστώνεται σε κάποιες μελέτες, αλλά εκατό τοις εκατό ασφαλή δεν μπορούμε να την χαρακτηρίσουμε. Δεν υπάρχουν επαρκή βιβλιογραφικά στοιχεία.» Τι κάνουμε, λοιπόν; «Εδέσματα και ροφήματα με μέλι ή... σκέτα. Αλλες ασφαλείς επιλογές δεν υπάρχουν, ας το συνειδητοποιήσουμε.»