Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2024  13:54:09

Πρακτορείο ειδήσεων DIASTIXO: «H θεϊκή μορφή της Μαρίας Κάλλας και ο πολυτάλαντος συγγραφέας Μιχάλης Δημητρίου που μπήκε πίσω από τη θεϊκή της εικόνα, χωρίς μικρολογία. Μαρίες υπάρχουν πολλές, Κάλλας μόνο μία». Κριτική της συγγραφέως Ανθούλας Δανιήλ. Κύριο

«Τα ανθρώπινα βάσανα είναι πάντα ίδια. Το να συμβούν όμως μερικά από αυτά και στους επιφανείς έχει τη σημασία του. Δείχνει ότι ήταν άνθρωπος με σάρκα, οστά και αίμα, που πόνεσε βαθιά».

Μέσα σε 26 κεφάλαια και 499 σελίδες, ο συγγραφέας Μιχάλης Δημητρίου μπήκε πίσω από τη θεϊκή εικόνα για να ερευνήσει το φαινόμενο Μαρία Κάλλας. Όσο για τον τίτλο στο πρώτο πρόσωπο, Δεν είμαι η Μαρία... είμαι η Κάλλας, μοιάζει να λέει: δεν με ενδιαφέρει η μικρολογία, δεν έχει σημασία τι κάνει η Μαρία στην καθημερινή της ζωή, αλλά η Κάλλας στη δημόσια. Γιατί η Κάλλας ενδιαφέρει τον κόσμο. Μαρίες υπάρχουν πολλές. Κάλλας μία. Τα ανθρώπινα βάσανα είναι πάντα ίδια. Το να συμβούν όμως μερικά από αυτά και στους επιφανείς έχει τη σημασία του. Δείχνει ότι ήταν άνθρωπος με σάρκα, οστά και αίμα, που πόνεσε βαθιά.

Όμως, ο κόσμος θέλει γι' αυτά τα είδωλα να ξέρει τα πάντα• τις καθημερινές λεπτομέρειες. Και ο πολυτάλαντος, και με πολλές ιδιότητες, συγγραφέας νοιάζεται για το υπόστρωμα. Γιατί των μεγάλων τα βάσανα μας παρηγορούν. Ριζωμένο αυτό στην ανθρώπινη ψυχή, που ο σοφός Σοφοκλής μάς το θυμίζει στην Αντιγόνη του: «Άκουσα για τον άθλιο χαμό της κόρης του Ταντάλου στο Σίπυλο», και ο Χορός τής λέει πως της έτυχε μοίρα ισόθεη. Πάθη δηλαδή. Κι όμως, ούτε αυτό είναι παρηγοριά.

Οι κοινοί θνητοί θέλουν λεπτομέρειες, θέλουν τη Μαρία, θέλουν και την Κάλλας, και αυτές και τις δύο μαζί μάς δίνει ο συγγραφέας χωρίς να ξεχνάει τίποτα. Ως δημοσιογράφος, πέραν όλων των πολλών άλλων ιδιοτήτων του, κάνει καλό ρεπορτάζ. Πόντο πόντο, σελίδα σελίδα, η μητέρα, ο πατέρας, οι συνάδελφοι, οι δάσκαλοι, οι άντρες της ζωής της, με ποιους είχε επαφές, τι έλεγε, τι έκανε. Σαν ξεναγός μάς οδηγεί στο σπίτι της, περιγράφει τα έπιπλα, μπαίνει στην κρεβατοκάμαρα και μας δείχνει το σώμα της Μαρίας. Χωρίς λουλούδια ή άλλα ντεκόρ, με «μια περίεργη έκφραση πόνου και χαράς στο πρόσωπό της... έτοιμη λες να αναστηθεί αμέσως από τα λευκά κεντητά σεντόνια φορώντας τον χρυσό σταυρό, λεπτή, αέρινη, φιλόξενη...».

Και η αφήγηση πάει κι έρχεται, μια στο τότε μια στο τώρα. Δεν θέλησε να ερμηνεύσει τη Βασίλισσα της Νύχτας στον Μαγικό αυλό του Μότσαρτ, της ήταν απωθητική γιατί της θύμιζε τη μητέρα της, «την Ευαγγελία και την άθλια συμπεριφορά της απέναντι στην πρωτότοκη κόρη της». Μέχρι βιβλίο λίβελο έγραψε εναντίον της και αργότερα προφήτευε, σαν να ευχόταν, ότι ποτέ δεν θα παντρευόταν τον Ωνάση.

Ο πατέρας της υπήρξε πάντα απόμακρος, συγκαταβατικός, μέτριος σε όλα, αδύναμος, γλυκερός απέναντι στον Μενεγκίνι. Κατά την Ευαγγελία, συμφεροντολόγος, υποκριτής και ανεύθυνος. Ξαναπαντρεύτηκε, αρρώστησε και ζητούσε χρήματα από τη Μαρία, τα οποία δεν του αρνήθηκε, αλλά και οι δύο γονείς της μόνο χρήματα ήθελαν από αυτήν. «Το είχε το πεπρωμένο μου. Δεν είμαι τυχερή με τους γονείς μου. Δεν υπήρξα ποτέ»

Προτίμησε να πεθάνει σαν τη Νόρμα, που έπεσε στη φωτιά επειδή «κανένα χώμα δε θα ήταν ελαφρύ να τη σκεπάσει».
Ο Μενεγκίνι πλάι της, 27 χρόνια μεγαλύτερός της, προστάτης, μαικήνας... μέντορας. Τη βοήθησε κι εκείνη έγινε η Κάλλας• αναδείχτηκε ως καλλιτεχνικό φαινόμενο. Μετά τον δεσμό της όμως με τον Ωνάση, άρχισε να την κατηγορεί για τον κλονισμό του γάμου τους και για την προσβολή της τιμής του, και έκρινε ότι η ξέφρενη ζωή της θα κατέστρεφε τη φωνή της.

Οι ντουλάπες της γέμισαν φορέματα και καπέλα σε όλα τα χρώματα, αλλά εκείνης της άρεσε «το μαύρο, το απόλυτο μαύρο». «Χρώμα αριστοκρατικό, της ελίτ, επίλεκτο, εμπεριέχον, consistente. Το ασύγκριτο φόντο που αναδεικνύει όλα τα άλλα χρώματα, ακόμα και τα φωτεινά, στους πίνακες όλων των ζωγράφων. Το πιο ξεχωριστό».
Η πορεία προς την άνοδο δεν ήταν απρόσκοπτη. Οι συγγενείς χλεύαζαν τις φιλοδοξίες, οι συνάδελφοι στη Λυρική από ανταγωνισμό λασπολογούσαν, έκαναν λόγο για «δωσιλογισμό».

Ο Ωνάσης τη βρήκε μεγάλη ντίβα, έζησε μαζί της εννέα χρόνια και μετά έκανε «τη μεγάλη μπίζνα» με την Τζάκι, που του «κόστισε, βέβαια, κάπως ακριβά», όπως ο ίδιος έλεγε.

Οι φίλοι με χιούμορ συνέδεαν τις ηρωίδες της με τη ζωή της. Τον Meneghini με τον Don Giovanni, την Traviata και τον πατέρα του Alfredo με τα παιδιά του Ωνάση, τα σχόλια των ΜΜΕ με την Anna Bolena που κατηγορήθηκε άδικα από τον Ερρίκο Η', την ανταγωνίστρια Renata Tebaldi με την Αμνέριδα από την Αΐντα, τον κόσμο της Σκάλας και της Μετροπόλιταν με τον Χορό μεταμφιεσμένων, τη μητέρα της με τη Βασίλισσα της Νύχτας, τον πατέρα της με τον Ζοράστρο. Την υπομονετική Κάλλας στον Σκορπιό με τη Madama Butterfy. Και οι συσχετίσεις συνεχίζονται.

Η Κάλλας δεν τραγουδούσε τους ρόλους. Τους ερμήνευε, είχε άποψη για τον χαρακτήρα. Έτσι, στο χαοτικό στάδιο της Βερόνας το 1947 ερμήνευσε τη Gioconda του Ponchielli που καμία σχέση δεν είχε με την άλλη του Da Vinci. Ετούτη ήταν ένα πρόσωπο παθητικό, χωρίς εξέλιξη του χαρακτήρα, υποταγμένη... Αυτοκτονεί επί σκηνής για να μην υποταγεί στις ορέξεις του δόλιου χαρακτήρα Barnaba, ανάλογου με τον Scarpia της Tosca. Και εδώ συναντήθηκε η τέχνη με τη ζωή της. Κάποιοι, συνδέοντας την ηρωίδα με την Κάλλας, την κατηγορούσαν για παθητικότητα στις προδοσίες του Ωνάση. Καμία σχέση, λέει η ίδια.

Στις 30 Σεπτεμβρίου 1948 εξομολογείται: «Αν δεν υπήρχε ο Σεραφίν, εγώ δεν θα είχα τραγουδήσει ποτέ. [...] Κάποιοι δυστυχείς δεν κατάλαβαν τίποτα [...] Λείπουν πια οι άνθρωποι ικανοί να κρίνουν».
Για τη Νόρμα, μεγάλη της επιτυχία η «Casta diva», είπε: «Η Νόρμα είναι ένα πολλαπλά παραβατικό πρόσωπο [...] δεν τη ζήλεψα, δεν ταυτίστηκα μαζί της, όπως έκαναν ορισμένοι ευφάνταστοι λ.χ. για εμένα και τον Ωνάση...», αλλά ο χαρακτήρας της αρέσει γιατί: «Η Νόρμα οδηγείται σε αυτογνωσία θαυμαστή, διαθέτει σπάνιο γήινο ρεαλισμό [...] με γοητεύει η τεράστια γκάμα συναισθημάτων και παθών που τη χαρακτηρίζουν και τη δοκιμάζουν».

Προς το τέλος της ζωής της θυμάται: την επιτυχία της Μήδειας στο Ντάλας και στο Opera Royal House, την κρουαζιέρα με τη θαλαμηγό Χριστίνα, τον Τσόρτσιλ, τον Αρίστο, που εξασφάλισε στη μαύρη αγορά 37 εισιτήρια για τους καλεσμένους του... Η Τίνα, μεγάλη θαυμάστρια, επέμενε πιο πολύ από τον Αρίστο στην κρουαζιέρα, «παιχνίδια της μοίρας που μας αιφνιδίασαν όλους. Πέρασαν τα χρόνια και πώς πέρασαν».
Προτίμησε να πεθάνει σαν τη Νόρμα, που έπεσε στη φωτιά επειδή «κανένα χώμα δε θα ήταν ελαφρύ να τη σκεπάσει». Θα ήθελε οι άνθρωποι να την τιμούν, να τη θυμούνται, όπως και το ότι δεν έχει πλέον «κανένα πρόβλημα με τις ψηλές νότες στους αιώνες των αιώνων».

Δεν είμαι η Μαρία... είμαι η Κάλλας
Η πραγματική της ζωή και οι μύθοι 100 χρόνων
Μιχάλης Δημητρίου
Εκδόσεις Bell
504 σελ.
ISBN 978-960-620-948-2
Τιμή €28,80

*Η Ανθούλα Δανιήλ είναι δρ Φιλολογίας, συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας, μέλος της Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών και μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.

Προσθήκη σχολίου

Βεβαιωθείτε ότι εισάγετε τις (*) απαιτούμενες πληροφορίες, όπου ενδείκνυται. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.

Πολυμέσα

Cookies make it easier for us to provide you with our services. With the usage of our services you permit us to use cookies.
Ok Decline