Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Μερικά χρόνια πριν, οι επιστήμονες προειδοποιούσαν ότι εάν η μέση θερμοκρασία της Γης ανέβει κατά 2 βαθμούς Κελσίου, θα έχουμε περάσει το «σημείο χωρίς επιστροφή». Την περασμένη εβδομάδα, το ευρωπαϊκό δορυφορικό σύστημα παρατήρησης «Κοπέρνικος» κατέγραψε για πρώτη φορά στην Ιστορία θερμοκρασία η οποία ήταν κατά 2,06 βαθμούς Κελσίου μεγαλύτερη από τα προβιομηχανικά επίπεδα. Η ζωή μας, όπως την ξέραμε, αλλάζει ραγδαία.
Και επειδή «είμαστε ό,τι τρώμε», οι αλλαγές ξεκινούν με την αναγκαστική αλλαγή των διατροφικών μας συνηθειών. Τα προεόρτια ξεκίνησαν με το ελαιόλαδο, με τους παραγωγούς και άλλων προϊόντων να παραπονιούνται ότι οι σοδειές τους «δεν είναι πια όπως παλιά».
Οι καλλιέργειες χρειάζονται πλέον περισσότερα έξοδα, μεγαλύτερη προσοχή και είναι πολύ πιο επιρρεπείς στην ολοκληρωτική καταστροφή τους. Με την ξηρασία να πλήττει την αγροτική παραγωγή, καθώς το 70% του πόσιμου νερού χρησιμοποιείται στη γεωργία, και τα ζώα να υποφέρουν από τις υψηλές θερμοκρασίες, η πρόβλεψη του ΟΗΕ ότι 183 εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο έκθεσης στην πείνα ως το 2050 μοιάζει ξαφνικά πολύ πιο κοντινή...
Τι θα μας... λείψει
Στην αναμπουμπούλα, λένε, ο λύκος χαίρεται. Στην περίπτωσή μας, ο λύκος είναι όσοι επωφελούνται από την κλιματική κρίση για την αισχροκέρδεια. Η περίπτωση του ελαιολάδου, η τιμή του οποίου κάνει ιστορικό ράλι διεθνώς, είναι αρκετή για να μας το καταδείξει.
Η άνοδος της θερμοκρασίας έβαλε φωτιά στις τιμές του υγιεινότερου των ελαίων, του ελαιολάδου.
Ο συνδυασμός υψηλών θερμοκρασιών και ξηρασίας, καταστροφικών πυρκαγιών και ξαφνικών πλημμυρικών φαινομένων ταλαιπώρησαν τα ελαιόδεντρα και οδήγησαν σε μείωση της παραγωγής στις τρεις «υπερδυνάμεις» του ελαιολάδου (Ισπανία, Ιταλία, Ελλάδα), οι οποίες παράγουν το περισσότερο και με διαφορά ποιοτικότερο ελαιόλαδο στον πλανήτη.
Γεγονός το οποίο οδηγεί τις τιμές σε μια εκρηκτική άνοδο η οποία δεν έχει προηγούμενο, αφού τον περασμένο Οκτώβριο οι τιμές retail έφτασαν το ιστορικό υψηλό των 9.000 δολαρίων ανά τόνο, σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Γεωργίας των Ηνωμένων Πολιτειών, το οποίο υπολογίζει ότι η παγκόσμια παραγωγή ελαιολάδου έχει πέσει κατά 1/4 φέτος από τον μέσο όρο πενταετίας, στους 2,5 εκατομμύρια τόνους, ενώ η ζήτηση από αναπτυσσόμενες και τεράστιες αγορές (Κίνα, αραβικές χώρες κ.ά.) ανεβαίνει με εκρηκτικούς ρυθμούς.
Η μειωμένη παραγωγή ως συνέπεια της κλιματικής αλλαγής σε συνδυασμό και με τα φαινόμενα αισχροκέρδειας ανέβασε κατακόρυφα τις τιμές του ελαιολάδου
Και είναι μόνο η αρχή της «κρίσης του ελαιολάδου». Αναλυτές της Oil World (εξειδικευμένος forecaster του κλάδου) προβλέπουν ότι οι τιμές θα ξεπεράσουν -και μάλιστα πολύ σύντομα- το επίπεδο των 10.000 δολαρίων ανά τόνο.
Και γιατί συμβαίνει αυτό; Ο μεγαλύτερος παραγωγός του κόσμου, η Ισπανία, η οποία εν πολλοίς καθορίζει τις τιμές, αφού παρέχει περίπου τις μισές από τις ποσότητες του ελαιολάδου σε όλο τον πλανήτη κάθε χρόνο, αντιμετωπίζει δραματική μείωση παραγωγής.
Οι Ισπανοί παραγωγοί αναμένουν ότι οι φετινές ποσότητες παραγωγής δεν θα φτάσουν καν το 48% της προηγούμενης χρονιάς (η οποία ήταν επίσης πολύ κακή), με τη σεζόν 2023-2024 να είναι κατά 1/3 χαμηλότερη από τον μέσο όρο τετραετίας, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία.
Και στον δεύτερο μεγαλύτερο παραγωγό ελαιολάδου του κόσμου, την Ιταλία, τα δημοφιλέστερα τρόφιμα (ζυμαρικά, πίτσες κ.λπ.) ανέβασαν τις τιμές τους κατά 20% εν μια νυκτί, προκαλώντας πολιτικές διαμαρτυρίες και έκτακτα υπουργικά συμβούλια - ενώ η αυξημένη ζήτηση από τον κυριότερο παραγωγό έξτρα παρθένου ελαιολάδου, την Ελλάδα, έχει οδηγήσει τις τιμές σε... ανάφλεξη.
Το κρασί
«Η κλιματική αλλαγή αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο η Ευρώπη καλλιεργεί τρόφιμα», εξηγεί η επικεφαλής μιας ομοσπονδίας Ευρωπαίων ελαιοπαραγωγών Ντόροθι Αζορι, επικαλούμενη στοιχεία της Υπηρεσίας Παγκόσμιου Μετεωρολογικού Προσδιορισμού (World Weather Attribution Service), η οποία διαπίστωσε πέρυσι ότι η κλιματική αλλαγή έχει αυξήσει την πιθανότητα ξηρασίας στη Γηραιά Ηπειρο κατά τουλάχιστον 20 φορές παραπάνω, με επιπτώσεις στην παγκόσμια αλλά και τοπική επισιτιστική ασφάλεια.
Παρόμοιος εφιάλτης έχει ξημερώσει και σε άλλα προϊόντα, όπως το κρασί. Οι ειδικοί περίμεναν ότι η ελαφρά αύξηση της θερμοκρασίας -και οι ξαφνικές νεροποντές- θα ευνοούσε, γευστικά, τα πιο φημισμένα μεσογειακά κρασιά, όμως αυτό που δεν περίμεναν ήταν ότι η αύξηση της θερμοκρασίας θα ήταν τόσο μεγάλη και τόσο απότομη, όπως και ότι θα υπήρχαν τόσο δραματικές και απότομες αλλαγές στον καιρό - από ξηρασία και καύσωνες σε πλημμύρες και δυνατές νεροποντές που κρατάνε μέρες.
Με το σταφύλι και το κρασί να είναι ευαίσθητο στις υπερβολικές ή ελάχιστες βροχοπτώσεις, στις πολύ υψηλές ή πολύ χαμηλές θερμοκρασίες, οι συνθήκες που επικρατούν το τελευταίο έτος στην Ευρώπη χαρακτηρίζονται ως... καταστροφή.
Η Γαλλία δεν αντέχει νέο χτύπημα του καιρού στην παραγωγή κρασιού, καθώς η περσινή χρονιά ήταν η χειρότερη παραγωγή σε όρους όγκου από το 1957, φέρνοντας απώλειες ύψους 2 δισ. ευρώ από πωλήσεις. Η παραγωγή φέτος είναι τόσο άσχημη που ένα οινοποιείο στη Champagne -περιοχή που έδωσε το όνομά της στη σαμπάνια- είδε όλη του την παραγωγή να εξαϋλώνεται.
Αντί για τον μέσο όρο διάθεσης 50.000 μπουκαλιών κρασιού στην παγκόσμια αγορά, παρήγαγε το απόλυτο μηδέν (!) λόγω της ακραίας ζέστης και των έντονων βροχοπτώσεων που κατέστρεψε τα αμπέλια.
Το τρομακτικό είναι ότι η παραγωγή κρασιού δεν επηρεάζεται μόνο από τις καιρικές συνθήκες. Οι καταστροφικές πυρκαγιές, οι οποίες αποδίδονται στην κλιματική αλλαγή, από την Καλιφόρνια στην Αυστραλία, από την Αργεντινή στην Πορτογαλία και από την Προβηγκία στην Ελλάδα, έχουν κι άλλες επιπτώσεις. Ο καπνός από αυτές τις πυρκαγιές -ακόμα και αν είναι εκατοντάδες χιλιόμετρα- καταστρέφει τα αμπέλια, κάνοντας το κρασί που παράγουν ακατάλληλο για κατανάλωση.
Η Εθνική Ακαδημία Επιστημών των ΗΠΑ είχε προειδοποιήσει πέρυσι ότι αν η μέση θερμοκρασία της Γης αυξηθεί κατά 2 βαθμούς Κελσίου, τότε η οινοπαραγωγή θα είναι η πρώτη που θα πληγεί.
Με το πρώτο σκέλος να έχει ήδη έρθει στη ζωή μας, αναμένεται να δούμε εάν θα επιβεβαιωθεί και το δεύτερο σκέλος της πρόβλεψης, το οποίο ανέφερε ότι η παραγωγή κρασιού από τις περιοχές που έχουν παράδοση σε αυτό αναμένεται να συρρικνωθούν τουλάχιστον στο μισό του μέσου όρου. Σε αυτό προσθέστε και την έλλειψη νερού που οδηγεί παραγωγούς να αρχίσουν να χρησιμοποιούν ανακυκλωμένα ύδατα ή άλλες ουσίες για να δροσίζουν τα φυτά που υποφέρουν από τις υψηλές θερμοκρασίες.
Η μείωση της παραγωγής από τις παραδοσιακές δυνάμεις, όπως η Γαλλία και η Ιταλία, σημαίνει μετατόπισή της σε νέες περιοχές, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου είναι ευκολότερη πια η καλλιέργεια αμπελιών - αν και κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί την ποιότητα την οποία έχουν πετύχει οινοποιεία με εμπειρία και καλλιεργητικές μεθόδους αιώνων. Σημαίνει επίσης εκρηκτική αύξηση των τιμών, αλλά και διάθεση μικρότερων ποσοτήτων, καθώς ήδη κάποια ακριβά κρασιά πωλούνται σε μικρότερα, πλαστικά μπουκάλια για να διατηρηθεί το κόστος σε λογικά επίπεδα.
Το σιτάρι
Αν σκέφτεστε ότι «θα επιβιώσουμε χωρίς κρασί και αντικαθιστώντας το έξτρα παρθένο ελαιόλαδο με κάποιο ηλιέλαιο», ίσως να πρέπει να το ξανασκεφτείτε. Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και ο συνεχιζόμενος πόλεμος των δύο -με διαφορά- μεγαλύτερων παραγωγών σιταριού στον πλανήτη αποτέλεσε ένα σοκ για τις αγορές τροφίμων - όχι όμως το τελευταίο.
Οι μεγαλύτερες εταιρείες παραγωγής τροφίμων με βάση το σιτάρι διέβλεψαν τον κίνδυνο και επιχείρησαν να μετατοπίσουν την παραγωγή σε άλλες χώρες, όπως η Αυστραλία και κυρίως η Ινδία. Ωστόσο, όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, ο... καιρός γελάει.
Οι φετινές, υψηλότερες στην καταγεγραμμένη Ιστορία θερμοκρασίες της Γης επηρέασαν και τις περιοχές που δεν έχουν πόλεμο. Τα ακραία κύματα καύσωνα του 2023 προκάλεσαν κατάρρευση στις καλλιέργειες σιταριού στην αχανή Ινδία.
Το ίδιο συνέβη και με άλλα βασικά τρόφιμα. Η ακραία φετινή ξηρασία κατέστρεψε τους ορυζώνες στην Ινδονησία, ενώ το Μαλάουι, που είχε καταφέρει να διατηρήσει την παραγωγή του για φέτος, δέχτηκε την επίσκεψη του κυκλώνα «Φρέντι», που κυριολεκτικά διέλυσε τα χωράφια όπου καλλιεργούνταν ρύζι, καλαμπόκι και φασόλια.
Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και ο συνεχιζόμενος πόλεμος των δύο -με διαφορά- μεγαλύτερων παραγωγών σιταριού στον πλανήτη αποτέλεσε ένα σοκ με τις τιμές στις αγορές τροφίμων να απογειώνονται
Στις ΗΠΑ, η φετινή ξηρασία έχει πλήξει το 70% των καλλιεργήσιμων εκτάσεων και αναμένεται να μειώσει την παραγωγή καλαμποκιού κατά 40%-60% τουλάχιστον. Και τα χωράφια με σόγια και σιτάρια στις ΗΠΑ μειώθηκαν, με το 38% τους να πλήττεται από την ξηρασία, ενώ ό,τι είχε απομείνει επλήγη από χαλαζοπτώσεις με τις αρμόδιες Αρχές να αναμένουν μείωση της παραγωγής κατά τουλάχιστον 3% σε σχέση με πέρυσι.
Το ίδιο συμβαίνει και στη Βραζιλία, αλλά και στην Κίνα, όπου η παραγωγή της κατάλληλης για ανθρώπινη κατανάλωση ποικιλίας καλαμποκιού είναι σχεδόν αδύνατη λόγω των καυσώνων του καλοκαιριού και των συνεχιζόμενων υψηλών για την εποχή θερμοκρασιών.
Και αν το καλαμπόκι, το οποίο χρειάζεται περίπου 200 λίτρα νερού ανά κιλό για να καλλιεργηθεί υποφέρει από τη ζέστη και την ξηρασία, στο ρύζι, που χρειάζεται 2.000 λίτρα ανά κιλό, η κατάσταση είναι φρικτή.
Εδώ τα πράγματα είναι κάπως πιο περίπλοκα, καθώς οι μισοί ορυζώνες του κόσμου σε χώρες όπως η Μαλαισία επλήγησαν από την ξηρασία και δεν μεγάλωσαν ποτέ, ενώ στην Κίνα, οι ακραίες πλημμύρες έπνιξαν τις φυτείες ρυζιού, καταστρέφοντας ένα τεράστιο μέρος της παραγωγής. Κάτι που έχει άμεσα αποτελέσματα στην αγορά, αφού μόνο στην Ασία οι τιμές του ρυζιού ανέβηκαν στα υψηλότερα ποσοστά των τελευταίων 15 ετών.
Οι σύγχρονες πληγές του Φαραώ
Η κλιματική αλλαγή πλήττει και την παραγωγή βατόμουρων, μούρων και μύρτιλων (blueberries) που χρειάζονται δροσερό καιρό και υγρασία. Το «Ελ Νίνιο» και τα κύματα ζέστης έπληξαν τον μεγαλύτερο παραγωγό του κόσμου, το Περού, το οποίο καταγράφει φέτος και τον χειμώνα ρεκόρ ζέστης, προκαλώντας σοκ στην παραγωγή και αύξηση των τιμών κατά τουλάχιστον 40% από τον περασμένο Ιούλιο ως σήμερα, τάση η οποία συνεχίζεται όσο δεν μειώνεται η ζήτηση, αλλά μειώνεται η παραγωγή με εκρηκτικούς ρυθμούς.
Η κατάσταση δεν είναι καλύτερη και στα πιο συνηθισμένα για τη μεσογειακή διατροφή -και άρα το... τραπέζι μας- φρούτα.
Οι ακραίες καιρικές συνθήκες βλάπτουν την παραγωγή δέντρων που βγάζουν φέτος πολύ λιγότερα μήλα, πορτοκάλια, ροδάκινα, βερίκοκα, νεκταρίνια και πορτοκάλια. Οσες περιοχές δεν επλήγησαν από την ξηρασία που ταλαιπωρεί τα δέντρα βίωσαν καταστροφές από χαλάζι, παρατεταμένες βροχοπτώσεις και πλημμύρες.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Θεσσαλίας, όπου οι καταστροφικές πλημμύρες που προκάλεσε ο «Ντάνιελ» έπεσαν ακριβώς στην εποχή της συγκομιδής των μηλών όχι μόνο πνίγοντας τα δέντρα, αλλά και κάνοντας αδύνατη την πρόσβαση στις μηλιές για συγκομιδή - οδηγώντας τη, συχνά, στα σκουπίδια.
Τα πορτοκάλια και τα λεμόνια χρήζουν ιδιαίτερης μνείας. Οι πορτοκαλιές παγκοσμίως πλήττονται από την ακραία ζέστη και σμήνη εντόμων που ευνοούμενα από τις καιρικές συνθήκες καταστρέφουν τα φρούτα σε Αμερική, Ισπανία και Ιταλία.
Η κατάσταση είναι τόσο τραγική, που μετά τη Βραζιλία, έναν από τους μεγαλύτερους παραγωγούς πορτοκαλιών του πλανήτη, που καταγράφει μείωση κατά τουλάχιστον 60% της παραγωγής πορτοκαλιών, στις ΗΠΑ καταγράφεται φέτος η μικρότερη σοδειά από την εποχή της Μεγάλης Υφεσης (1937), όπου ήταν οικονομικά ασύμφορη σχεδόν οποιαδήποτε καλλιέργεια.
Και εδώ τα αποτελέσματα είναι αναμενόμενα: με την παγκόσμια παραγωγή να είναι φέτος ίσως η χαμηλότερη του αιώνα (!) λόγω του καιρού, ασθενειών και εντόμων που πλήττουν τα δέντρα, με τους παραγωγούς να ξεκαθαρίζουν ότι «η διάθεση και ζήτηση του προϊόντος σε μια εποχή τόσο μειωμένης σοδειάς θα προκαλέσει έντονα ανοδικές πιέσεις στις τιμές» - κάτι που αναμένεται να γίνει από τον επόμενο μήνα.
Αλλά δεν είναι μόνο η Γη που υποφέρει. Το ίδιο συμβαίνει και με το ζωικό κεφάλαιο. Λόγω της ακραίας ζέστης και της ξηρασίας, φέτος στις ΗΠΑ τα βοοειδή δεν γεννούν, με αποτέλεσμα να καταμετρώνται οι χαμηλότεροι αριθμοί κεφαλών από την έναρξη καταγραφών (το 1971). Κάτι παρεμφερές συμβαίνει και στον υπόλοιπο πλανήτη, με τις αγελάδες να παράγουν -λόγω των υψηλών θερμοκρασιών- λιγότερο γάλα καθώς οι οργανισμοί κατακρατούν τα υγρά για να διατηρηθούν στη ζωή, ενώ ακόμα και οι κότες γεννούν ιστορικά χαμηλούς αριθμούς αυγών.
Η ζωική παραγωγή
Η αύξηση των τιμών σε καλαμπόκια και σόγια -από τα οποία φτιάχνονται οι ζωοτροφές- έχουν εκτοξεύσει το κόστος και των ζωικής προέλευσης δημοφιλών τροφίμων, όπως το γάλα, τα τυριά και το βοδινό κρέας, αφού η ακραία ζέστη και η υγρασία προκαλούν αδυνάτισμα ή και θάνατο στα νεογέννητα μοσχάρια.
Πέρυσι η Βραζιλία έχασε 3.000 μοσχάρια από το κρύο, φέτος είναι η σειρά των ΗΠΑ να μετρήσουν παρόμοιους ρυθμούς απωλειών, αλλά από τη ζέστη. Σε συνδυασμό με την αντίδραση των οργανισμών των αγελάδων που λόγω της ζέστης φέτος παράγουν παγκοσμίως περίπου 4 λίτρα λιγότερο γάλα ανά κεφάλι σε σχέση με πέρυσι - με τις απώλειες να υπολογίζεται ότι θα ξεπεράσουν τα 13 δισ. δολάρια στη γαλακτοβιομηχανία, η κατάσταση γίνεται εφιαλτική.
Και στα θαλασσινά, με τις υψηλές θερμοκρασίες που καταγράφονται στα νερά να προκαλούν την «εισβολή» ξένων ειδών σε θάλασσες όπως η Μεσόγειος. Αυτά τα νέα είδη, σε συνδυασμό με την κλιματική αλλαγή και την υπεραλίευση καθώς και τη μόλυνση, αδειάζουν τους ωκεανούς από τα ψάρια. Και κατά συνέπεια, από το πιάτο μας...