1.Την ερχόμενη Πέμπτη, την 7η Δεκεμβρίου 2023 ο Τούρκος πρόεδρος Τ. Ερντογάν θα επισκεφτεί για λίγες ώρες μόνο την Αθήνα, για να συναντηθεί επισήμως με τον Έλληνα πρωθυπουργό Κ. Μητσοτάκη. Τα ερωτήματα για τη χρησιμότητα (από ελληνικής πλευράς και υπό τις παρούσες συνθήκες) της συνάντησης αυτής παραμένουν πολλά. Και όχι μόνον παραμένουν πολλά, αλλά αυξάνονται διαρκώς, αφού η τουρκική πολιτική (και στρατιωτική) ηγεσία , πλην του Ερντογκάν προσωπικά συνεχίζουν την εθνικιστική, επιθετική γραμμή κατά της Ελλάδος, ιδιαίτερα για το Αιγαίο και τα ελληνικά νησιά....
Υπόσχεται ήρεμα νερά αλλά δεν γνωρίζει κανείς πως τα εννοεί ακριβώς, ώστε να μην ανησυχεί και να εφησυχάζουν στο Μαξίμου.. Δεν βοηθά σε αυτό ούτε η παλαιά αυταρχική-οθωμανική ρητορική κατά της Ελλάδος και του Πρωθυπουργού, ούτε και όσα δήλωσε με τρόπο άκομψο και εγωιστικό στο Βερολίνο, φέρνοντας σε δύσκολη θέση τον Καγκελάριο. Τακτική προκλητικής διεκδίκησης που είχε κρατήσει στην Αθήνα ο Τούρκος πρόεδρος τον Δεκέμβριο του 2017 στη συνάντηση του με τον τότε άφωνο πρόεδρο Παυλόπουλο.
Ήδη, με δημόσιες δηλώσεις τους οι δύο πρώην πρωθυπουργοί της Ελλάδος από τη ΝΔ (ο Κ. Καραμανλής και ο Αντ. Σαμαράς) θεωρούν λάθος για την Ελλάδα στην παρούσα χρονική συγκυρία τη συγκεκριμένη επίσημη συνάντηση του Τούρκου προέδρου με τον Έλληνα πρωθυπουργό επί ελληνικού εδάφους.
Με το γεγονός να παραμένουν ισχυρές και αναλλοίωτες όλες οι επιθετικές, εθνικιστικές, απειλητικές δηλώσεις της Άγκυρας και μετά την επίσκεψη στην Αθήνα την Πέμπτη, με συνέπεια ότι θα συνεχίσουν να γίνονται και ίσως κλιμακωθούν και πάλι.
Εάν η μεγάλη επιτυχία της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής κατά τη διαρρεύσασα τετραετία της διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας ήταν η διεθνοποίηση των προβλημάτων που δημιουργεί η Τουρκία στην Ελλάδα κατά παράβαση του Διεθνούς Δικαίου και των Διεθνών Συνθηκών και η εδραίωση στους κόλπους της Ε.Ε. της θέσης ότι οι ελληνοτουρκικές διαφορές συνιστούν εξ ορισμού ευρωτουρκικές διαφορές για ποιον λόγο η ελληνική πλευρά ενδίδει στη διαχρονική απαίτηση της Τουρκίας για διμερή διάλογο αναφορικά με τη μία και μοναδική διαφορά –την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ- την οποία η Ελλάδα αναγνωρίζει; Και, για να γίνει πιο σαφές το ερώτημα:
Η Ελλάδα εκτιμά ότι θα ωφεληθεί ή ότι θα ζημιωθεί συναινώντας στη θεώρηση των σοβαρότατων ευρωτουρκικών διαφορών ως ελληνοτουρκικών διαφορών και ενδίδοντας στη μετατροπή του ευρωτουρκικού διαλόγου σε ελληνοτουρκικό; Εντέλει, εάν στην πορεία η ελληνική πλευρά συνειδητοποιήσει ότι ο ελληνοτουρκικός διάλογος δεν μπορεί να διεξαχθεί επί τη βάσει του Διεθνούς Δικαίου και των Διεθνών Συνθηκών (αφού αυτά δεν εξυπηρετούν τις αναθεωρητικές βλέψεις της Τουρκίας), πώς θα πείσει ξανά τους Ευρωπαίους εταίρους μας να αντιμετωπίσουν ως (και) δικό τους ζήτημα όσα τώρα εμείς αποδεχόμαστε ως ελληνοτουρκική υπόθεση;
Γιατί, ενώ η τουρκική πλευρά παραμονές της επίσημης επίσκεψης του Τούρκου προέδρου στην Αθήνα «διαλαλεί» τις παράνομες και παράλογες διεκδικήσεις της εις βάρος της Ελλάδος, η ελληνική πλευρά «κλείνει τα αφτιά της», στρέφει αλλού το βλέμμα της και προσποιείται ότι δεν βλέπει και δεν ακούει; Μήπως το «θετικό κλίμα» που ορισμένοι βλέπουν στα ελληνοτουρκικά δεν είναι τίποτα περισσότερο από μία άκρως επικίνδυνη ελληνική αυταπάτη;
• Την ώρα που ο Τ. Ερντογάν διακηρύσσει ότι «βλέπει ως δική του πόλη τη Θεσσαλονίκη»,
• την ώρα που ο Χ. Φιντάν δηλώνει ότι «είναι προτεραιότητά του η τουρκική μειονότητα στη Θράκη και οι ομογενείς του στα Δωδεκάνησα»,
• την ώρα που ο ΑΓΕΝ της Τουρκίας αμφισβητεί επισήμως την ελληνική κυριαρχία σε νήσους και βραχονησίδες του Αιγαίου και θέτει ευθέως ζήτημα αποστρατιωτικοποίησης των (υπό διαρκή τουρκική απειλή) ελληνικών νήσων του Αιγαίου,
• την ώρα που το πολιτικό-στρατιωτικό κατεστημένο της Τουρκίας προβάλλει με αμείωτη αποφασιστικότητα τη θεωρία της «Γαλάζιας Πατρίδας», υπερασπίζεται σθεναρότατα το παράνομο Τουρκολιβυκό μνημόνιο και εμμένει στο casus belli για τα 12 ν.μ.,
• και την ώρα που τα ελεγχόμενα από την τουρκική κυβέρνηση ΜΜΕ της Τουρκίας «θυμούνται» ξανά τη δυνατότητα των tayfun να πλήξουν από την περιοχή της μαρτυρικής Σμύρνης στόχους έως και τα μετόπισθεν της Ελλάδος,
ορισμένοι εν Αθήναις φρονούν και διακηρύσσουν ότι «δεν μπορούμε παρά να εκμεταλλευτούμε το momentum και το θετικό κλίμα που έχει διαμορφωθεί στα ελληνοτουρκικά».
2.. Άραγε, όπως τονίζουμε στην αρχή, πώς θα αντιδράσει ο Έλληνας πρωθυπουργός, εάν ο Τούρκος πρόεδρος μετά τη συνάντησή τους προβεί εν Αθήναις σε δηλώσεις ανάλογες με εκείνες που έκανε στο Βερολίνο ενώπιον του Γερμανού καγκελαρίου Ο. Σολτς; Θα τις αφήσει αναπάντητες (με ό, τι μπορεί να συνεπάγεται κάτι τέτοιο για την προώθηση των τουρκικών θέσεων στη συνείδηση των εταίρων και των συμμάχων μας) ή θα δώσει την απαιτούμενη σκληρή απάντηση (με ό, τι μπορεί να συνεπάγεται κάτι τέτοιο για το «καλό κλίμα που υπάρχει στα ελληνοτουρκικά»);
Πρέπει να είναι σαφές στις παρασκηνιακές-προπαρασευαστικές συζητήσεις των δύο ΥΠΕΞ ότι ο Τ. Ερντογάν δεν θα έρθει στην Αθήνα για να «ρίξει νερό στο κρασί του» ούτε για να απομακρυνθεί από τις διαχρονικές θέσεις της Τουρκίας εις βάρος της χώρας μας ούτε για να τραυματίσει την εικόνα του.
2.Συνάντηση ενημέρωσης για το επικείμενο Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας Ελλάδας – Τουρκίας, με τον υπουργό Εξωτερικών, Γιώργο Γεραπετρίτη, είχε την Παρασκευή ο υπεύθυνος του Κ.Τ.Ε. Εξωτερικών του ΠΑΣΟΚ – Κινήματος Αλλαγής, Δημήτρης Μάντζος, συνοδευόμενος από τον προϊστάμενο της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του κόμματος, Χάρη Δημακαρέα.
Κατά τη συνάντηση αναγνωρίστηκε για μία ακόμα φορά η ανάγκη ύπαρξης ανοικτού διαύλου επικοινωνίας με την Τουρκία, καθώς και της διεξαγωγής διαλόγου με δεσμευτική ατζέντα και χρονοδιάγραμμα.
Εκτός διαλόγου αλυτρωτικές και αναθεωρητικές αιτιάσεις της τουρκικής πλευράς, λέει το ΠΑΣΟΚ
Ενός διαλόγου που, όμως, για το ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής πρέπει να δομείται πάνω σε δύο θεμελιώδεις προϋποθέσεις, όπως επισημάνθηκε: τον αμοιβαίο σεβασμό του διεθνούς δικαίου και την οριστική εγκατάλειψη της επιθετικής ρητορικής από την Άγκυρα.
«Ο διάλογος δεν μπορεί να αφορά σε ζητήματα εθνικής κυριαρχίας»
Κατά τη διάρκεια της συνάντησης, το ΠΑΣΟΚ επέμεινε στην πάγια εθνική θέση ότι ο διάλογος με την Τουρκία δεν μπορεί να αφορά σε ζητήματα εθνικής κυριαρχίας ή σε αλυτρωτικές και αναθεωρητικές αιτιάσεις της τουρκικής πλευράς.