Εκτός από κάποιες λιγοστές, πρόσφατες εξαιρέσεις, οι αφηγήσεις των Τούρκων ιστορικών για την Ελληνική Επανάσταση δεν απομακρύνθηκαν πολύ από εκείνες των προκατόχων τους Οθωμανών χρονικογράφων, 200 χρόνια πριν. Η έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης το 1821 είχε τότε αντιμετωπιστεί ως «αταξία», ως ένα εσωτερικό ζήτημα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αν και οι Οθωμανοί χρονικογράφοι, όπως ο Ataullah Şanizade, ο Mehmed Esad Efendi και ο Ahmed Cevdet, μας έχουν αφήσει λεπτομερή χρονικά των γεγονότων, επιχειρώντας έως ένα βαθμό να διακρίνουν το 1821 από τις προηγούμενες εξεγέρσεις, οι Τούρκοι ιστορικοί απλοποίησαν αυτή την αφήγηση κάνοντας λόγο για απείθαρχους Ελληνες που επαναστατούν κατά της οθωμανικής κυριαρχίας, πλήρως καθοδηγούμενοι από εξωτερικούς παράγοντες, κυρίως από τη Ρωσία.
Για τους Τούρκους, οι Οθωμανοί ήταν πιο δίκαιοι και ανεκτικοί προς τους μη μουσουλμάνους, άφηναν τους Ελληνες ελεύθερους να ασκούν τη θρησκεία τους και να ζουν ευτυχισμένοι υπό την οθωμανική κυριαρχία, την οποία και προτιμούσαν σε σχέση με κάποια άλλη ξένη κυριαρχία· όμως η υποδαύλιση της Ρωσίας οδήγησε τους Ελληνες στην ιδέα της ανεξαρτησίας το 1821.
Στην αφήγηση αυτή, οι Ελληνες που σπούδασαν στη Ρωσία παίζουν σημαντικό ρόλο: στη συνέχεια υπηρέτησαν στον ρωσικό στρατό και ίδρυσαν μια μυστική οργάνωση, την Εθνική Εταιρεία (είναι τόσο μεγάλη η πραγματολογική άγνοια, που οι Τούρκοι ιστορικοί μέχρι πολύ πρόσφατα συχνά μπέρδευαν τη Φιλική Εταιρεία με τη μεταγενέστερη Εθνική Εταιρεία). Υποσχόμενη την ανεξαρτησία τους, η οργάνωση αυτή εξαπάτησε σταδιακά και άλλους Ελληνες, που ήταν ώς τότε πιστοί υπήκοοι των σουλτάνων. Στην αφήγηση αυτή, οι Ελληνες, που ξαφνικά ύψωσαν τη σημαία της εξέγερσης ενώ ζούσαν ευτυχισμένοι υπό οθωμανική κυριαρχία, είναι ύπουλοι, επαναστάτες, αχάριστοι και άπιστοι. Κατόρθωσαν να συνεχίσουν την εξέγερσή τους μόνο χάρη στην υποστήριξη των ευρωπαϊκών δυνάμεων και τελικά απέκτησαν την ανεξαρτησία τους χάρη σε εκείνες. «Μας χτύπησαν από πίσω», πιστεύουν οι Τούρκοι. Βεβαίως, στη συμβατική τουρκική αφήγηση δεν αναφέρεται καμία μάχη στην οποία οι επαναστάτες να νίκησαν τους Οθωμανούς.
Στη διάδοση και τη δημοφιλία μιας τέτοιας αφήγησης, ακόμη και σήμερα, σημαντικό ρόλο έπαιξε οπωσδήποτε το ζήτημα της Κύπρου, που ξύπνησε τα παλαιότερα στερεότυπα εναντίον των Ελλήνων, αλλά και τα δύο στρατιωτικά πραξικοπήματα, του 1971 και του 1980, που ανέκοψαν την πολιτιστική και επιστημονική εξέλιξη, σε μια εποχή ριζικών αλλαγών. Τόσο οι χούντες όσο και οι κυβερνήσεις που τις διαδέχθηκαν υιοθέτησαν και προώθησαν την ιδεολογία της «ισλαμο-τουρκικής σύνθεσης», του «ισλαμο-τουρκικού» εθνικισμού, η οποία δοξάζει τον μαχητικό οθωμανικό και τουρκικό ηρωισμό απέναντι στους Ελληνες, που θεωρούνται λίγοι, αδύναμοι και πονηροί.
Ωστόσο, από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 μια νεότερη γενιά ιστορικών, που αποφοιτά κυρίως από αμερικανικά πανεπιστήμια και γράφει στα αγγλικά, κομίζει νέες ερμηνείες και εισάγει νέες προοπτικές για την κατανόηση των κοινωνικοοικονομικών και πολιτικών συνθηκών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, συμβάλλοντας σημαντικά στη μελέτη της ανάδυσης των εθνών-κρατών στα Βαλκάνια, συμπεριλαμβανομένου και του ελληνικού κράτους. Σε αντίθεση με την πλήρη αδιαφορία της συμβατικής τουρκικής αφήγησης για την Ελληνική Επανάσταση, οι Τούρκοι της επιστημονικής πρωτοπορίας του εξωτερικού μελετούν πλέον το 1821 ως καταλύτη εξελίξεων για την οθωμανική πολιτική σκέψη και ριζικών μετασχηματισμών της ίδιας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Ilıcak 2011), αναθεωρώντας τη συμβατική αντίληψη μιας αυτοκρατορίας που βρισκόταν εκτός της Εποχής των Επαναστάσεων (Karabıçak 2020). Χάρη στους νεότερους Τούρκους ιστορικούς, συχνά σε συνεργασία και με Ελληνες ιστορικούς, ξεκίνησε μια προσπάθεια να δημοσιευθούν έστω ορισμένες από τις πολλές και πλούσιες οθωμανικές πηγές για την Ελληνική Επανάσταση, κάτι που αποτελούσε επιστημονικό αίτημα ετών και στις δύο πλευρές του Αιγαίου.
Παρ' όλα αυτά, στο εσωτερικό της τουρκικής κοινωνίας σήμερα, και μάλιστα στα χρόνια της καθολικής επικράτησης του ΑΚP και του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, το κυρίαρχο πνεύμα στην προσέγγιση του οθωμανικού παρελθόντος από τους Τούρκους ιστορικούς εξακολουθεί να τελεί υπό την επίδραση μιας μονολιθικής τουρκικής εθνικιστικής αφήγησης, λόγω της πολιτικής και ιδεολογικής υποστήριξης από την κυρίαρχη πολιτική ελίτ. Επομένως, στα δημοφιλή βιβλία Ιστορίας και στα σχολικά εγχειρίδια, στα μέσα ενημέρωσης, στις εφημερίδες και στα περιοδικά, η παλαιά ιστορική αφήγηση και οι αρχικές αντιλήψεις επιμένουν. Και μολονότι τον τελευταίο καιρό έχουν γίνει προσπάθειες να αναδειχθούν οι νέες προοπτικές και οι διαφορετικές προσεγγίσεις, φαίνεται ότι η ουσιαστική αλλαγή της ιστοριογραφίας στην άλλη πλευρά του Αιγαίου θα αργήσει.
*Η κ. Ντιλέκ Οζκάν-Πανταζή είναι διδάκτωρ του ΕΚΠΑ και μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο Cyprus Institute.
*O κ. Ηλίας Κολοβός είναι καθηγητής Οθωμανικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο