Το αθσαύριστο χρονογράφημα του ποιητή Σωτήρη Σκίπη (1881-1952) πρωτοδημοσιεύθηκε τον Απρίλιο του 1933 στην εφημερίδα «Βραδυνή», τις μέρες που πέθαινε ο Καβάφης στην Αλεξάνδρεια.
Αναημοσιεύθηκε στα 1949 και σε μετάφραση του σπουδαίου Ιταλού νεοελληνιστή Filippo Maria Pontani στο περιοδικό Idea της Ρώμης. Για τους αναγνώστες της «Καθημερινής», ενενήντα και παραπάνω χρόνια αργότερα, μερικά λόγια είναι εδώ απαραίτητα.
Την Πρωτοχρονιά του 1920, ο Αμεντέο Μοντιλιάνι θα τη γιορτάσει με τρεις Ελληνες φίλους του. Τρεις εβδομάδες μετά, θα πεθάνει από φυματιώδη μηνιγγίτιδα στο Hôpital de la Charité. Οταν τον σήκωσαν, βαριά άρρωστο πια και παραληρηματικό, από το κρεβάτι για να τον μεταφέρουν στο νοσοκομείο, το πορτρέτο του Μάριου Βάρβογλη στέγνωνε ακόμη στο καβαλέτο. Είναι το τελευταίο του έργο.
Ο Μοντιλιάνι γνώρισε και συγχρωτίστηκε με αρκετούς Eλληνες (και όχι μόνον εκείνους τους φίλους της τελευταίας του Πρωτοχρονιάς) και ο λόγος βρίσκεται στην πατρίδα του, Λιβόρνο, με την ανθηρή ελληνορθόδοξη κοινότητα των εμπόρων του δέκατου ένατου αιώνα.
Εκεί, ο Μιχαήλ, γιος του Ηπειρώτη εμπόρου Παναγιώτη Πάλλη, και αδελφός της λογίας Αγγέλικας Πάλλη-Bartolomei, θα διατελέσει μέχρι και δήμαρχος σε αυτό το λιμάνι της Τοσκάνης (1868-1869).
Εκεί, ο τόσο πάρωρα χαμένος ζωγράφος, των ιερών Εβραίων ο υιός, θα ακούσει τα ελληνικά και θα δει τα, τόσο κοντινά στα ιουδαϊκά, έθιμα του ορθόδοξου Πάσχα. Αλλά περισσότερα άλλοτε και σε άλλα συμφραζόμενα.
Ο Σκίπης είναι προσεκτικός και σχεδόν ακριβής στις λεπτομέρειες του κειμένου του, και ας μην ονοματίζει, καθώς είναι αυτόπτης μάρτυρας στο Παρίσι της δεκαετίας του 1910.
«Η πρώτη του ερωμένη» είναι η Καναδέζα Simone Thiroux – θα πεθάνει ένα χρόνο μετά τον Μοντιλιάνι, στο ίδιο νοσοκομείο και από την ίδια αρρώστια, και μαζί θα έχουν ένα νόθο τέκνο. «Η αμίλητη "ερωμένη" είναι η τραγική Ζαν Εμπιτέρν, αλλά εδώ ο Σκίπης κάνει ένα μικρό λάθος: δεν αυτοκτόνησε στο σπίτι του ζευγαριού, αλλά δύο ημέρες μετά τον θάνατο του ζωγράφου στο σπίτι των δικών της.
Ο κοινός τους τάφος στο νεκροταφείο Περ Λασέζ στο Παρίσι τη μνημονεύει με μεγάλη συγκίνηση: «Compagna Devota Fino All' Estremo Sacrifizio» – σύντροφος πιστή μέχρις εσχάτων.
«Τον τελευταίο καιρό, στην ελληνική παρέα είχε προστεθεί ένας Εβραιοϊταλός ζωγράφος. Σκληρός κι ωραίος όπως ο Βύρων».
Oσο για τον αστυνομικό, τον επιφορτισμένο να περιφρουρεί τη μεταμεσονύχτια ησυχία του παρισινού άστεως, κατάγεται από την Κορσική αλλά και αυτός γνωρίζει από πασχάλια τροπάρια, αφού εκεί βρίσκεται το Καργκέζε, το ελληνόφωνο χωριό του νησιού. Και εδώ κλείνουμε αυτό το σύντομο εισαγωγικό σημείωμα και ευχόμαστε με τη σειρά μας, Καλό Πάσχα στους αναγνώστες της «Καθημερινής».
Πάσχα στο Παρίσι
Λοιπόν, και τη χρονιά αυτή μας βρήκε το Μεγαλοβδόμαδο κι ύστερα η Πασχαλιά σπουδαστές ανήσυχους στο Παρίσι. Ολη τη μέρα εξαφανισμένοι ο ένας από τον άλλο, στις σπουδές μας, στα Πανεπιστήμια, στα Ωδεία, και στις Καλλιτεχνικές Σχολές, εσμίγαμε από νωρίς το βράδυ στο Μονπαρνάς για να φάμε μαζί στα διάφορα βοεμικά μπιστρό: στου Περ-λαγκές, στης Μαντάμ Συλβί ή στης Μαντάμ Ροζαλί, που έκανε τα μακαρόνια σχεδόν όπως στην Ελλάδα, και βρίσκαμε γνήσιο κρασί κιάντι σε ψαθόπλεχτες ολόδροσες μποτίλιες. Κι ήμαστε βέβαιοι πως δε θα μείνουμε νηστικοί.
Γιατί αν ο ένας είχε αργήσει να λάβη το μηνιαίο του από τον πατέρα του, ο άλλος δεν είχε βρει να πουλήσει κανένα καινούργιο ταμπλό του κι ο τρίτος είχε χάσει το μάθημα των Ελληνικών που έδινε στον Σουηδό με τα ξανθά μαλλιά, εκεί την τελευταία στιγμή θα γινόταν έρευνα στις τσέπες και θα μαζευόντουσαν οι πενταροδεκάρες για να συμπληρώσουν το τεράστιο ποσό του ενός φράγκου και είκοσι-πέντε centimes που κόστιζε το diner του compris.
Και τώρα φαγωμένοι, ευχαριστημένοι, ήσυχοι ως αύριο το πρωΐ που θα ξανάρχιζε η φοβερή βιοπάλη, τραβούσαμε για το Closerie des Lilas, το καφενείο που γνώρισε δοξασμένες ημέρες και νύχτες με τους συντρόφους των Vers et Proses του πρίγκηπος των ποιητών Paul Fort, ποιητές και καλλιτέχνες με μαύρες πλατύγυρες ρεμπούπλικες α λα Ρέμπραντ ριχμένες επάνω στις πλούσιες κόμες τους και με γραβάτες κυματίζουσες στον άνεμο.
Στην ελληνική παρέα, από καιρό σε καιρό επροστίθετο και κανένας ξένος, γάλλος του midi, ισπανός ή ιταλός, φίλος ενός, για να γίνει γλήγορα όλων μας, ή καμιά μιντινέττα, φίλη ενός, για να γίνη γλήγορα κι αυτή... Ας φάω τη γλώσσα μου!
«Στο ξενοδοχείο που έμεινα είχα γνωρίσει την πρώτη του ερωμένη, μιά άνοστη αλήθεια, ξανθόμαλλη Καναδέζα, που είχε μαρτυρήσει όμως μαζί του».
Τον τελευταίο καιρό, στην ελληνική παρέα είχε προστεθεί ένας Εβραιοϊταλός ζωγράφος. Σκληρός κι ωραίος όπως ο Βύρων. Είχε κάτι το αγέρωχο και το περιφρονητικό στη μορφή του, που μου ήταν αποκρουστικό. Τον συνόδευε πάντα σιωπηλή, υποταχτική, μοιρολατρική, λυπημένη, ως πρόβατον στη σφαγή, μ' ένα σώμα λεπτό, φως-maigre κι ένα κεφαλάκι εικόνας Μποτιτσέλι, η ερωμένη του, όπως συνοδεύει τον άνθρωπο, κάτω από φεγγάρι, η ίδια του η σκιά.
Τον αντιπαθούσα τον Εβραιοϊταλό ζωγράφο, γιατί στο ξενοδοχείο που έμεινα είχα γνωρίσει την πρώτη του ερωμένη, μια άνοστη αλήθεια, ξανθόμαλλη Καναδέζα, που είχε μαρτυρήσει όμως μαζί του και που φθισική τώρα, εδούλευε απεγνωσμένα για να συντηρήσει το παιδί τους. Κι όμως με πόση τρυφερότητα, με πόση ερωτική λαχτάρα, με πόσο θαυμασμό δε μιλούσε για το θύτη της. Ηταν περήφανη για τον έρωτά της προς αυτόν. Τον θεωρούσε μεγάλο καλλιτέχνη. Τον επίστευε σα Θεό. Κι η άλλη, που την αντικατέστησε, τα ίδια. Ενώ ήξερε κι αυτή τι την περίμενε! Ηταν υπνωτισμένη, αφιονισμένη μαζί του.
Κι ύστερα είχε κι άλλα ελαττώματα. Επινε φοβερά. Αδειαζε ολόκληρες μποτίλιες κρασιού. Η πρώτη του δουλειά, σαν έμπαινε στο μπιστρό, ήταν να κάνει έρευνα στην κάβα του και να διαλέξει, μέσα από τη σκόνη και τις αράχνες, τα πιο πολύχρονα κρασιά, τα μποτιλιασμένα και σφραγισμένα με κίτρινα ή μαύρα κεριά επάνω απ' τους φελλούς των. Κι όταν μεθούσε πια δεν ήξερε τι έκανε. Τσακωνότουν με τους θαμώνες του μαγαζιού και τους πετούσε στα κεφάλια τους τις μποτίλιες. Το ίδιο έκανε και με τη σιωπηλή, την αμίλητη ερωμένη του, που τότε πια γινότουν τίγρις κι άρπαζε κι αυτή ό,τι έβρισκε μπροστά της και του το πετούσε στο κεφάλι. Κι ύστερα έκαναν πάλι αγάπη και βγαίναν από το μπιστρό αγκαλιασμένοι σα να μην είχε συμβεί τίποτε.
Τέτοιος επικίνδυνος τύπος δεν ήταν πολύ επιθυμητός στη συντροφιά μας, γιατί κανείς ποτέ δεν ήξερε πώς μπορούσε να τελειώσει. Η αλήθεια είναι πως για μας τους ρωμιούς αισθανότουν μια ξεχωριστή συμπάθεια και πως όλο του το μίσος στρεφότουν προς τους Γάλλους, γιατί τον επείραζαν μερικοί απ' αυτούς και πολλές φορές τον ωνόμαζαν sal métèque. Ο Εβραιοϊταλός ζωγράφος, μόλις άκουγε τη βρισιά αυτή, γινότουν θηρίο. Μπορούσε να τα βάλει αστόχαστα με σαράντα. Να τους πετάξει καρέκλες, να τους ματώσει με σπασμένα γυαλιά. Πού την έβρισκε τέτοια δύναμη; Ενας φθισικός, που κάθε πρωί εγέμιζε λεκάνες από αιμοπτύσεις;
Το θηρίο αυτό εδαμαζότουν από δυο μόνο πράγματα: από την απαγγελία στίχων του Μαλλαρμέ, ή από την αυτοσχέδια εκτέλεση ενός τροπαρίου της Μεγάλης Παρασκευής και του «Χριστός Ανέστη». Τότε το πρόσωπό του εσυσπάτο νευρικά, το χέρι του ακολουθούσε τη μελωδία κι έβγαζε από το στόμα κάτι άναρθρες, μουγγές φωνές για να εκφράσει μ' αυτές τον ακράτητο θαυμασμό του.
Κι ήταν αλήθεια εκείνη τη νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου. Νοσταλγοί της πατρίδας, καθισμένοι σ' ένα πάγκο της Avenue de l' Observatoir, τραγουδούσαμε κάτω από τις φρεσκοφύλλωτες τεράστιες καστανιές το «Αι γενεαί πάσαι» και το «Χριστός Ανέστη». Κι είταν τόσο αρμονισμένες, τόσο ταιριασμένες οι νεανικές τότε φωνές μας, κι ήταν τόσο κατανυχτική, μυστικιστική η μελωδία των κομματιών, που αργοπορημένοι φραντσέζοι διαβάτες σταματούσαν για να την ακούσουν στις γωνιές κι οι γρίλιες των ψηλών σπιτιών άνοιγαν και κεφαλάκια γυναικεία τα γέμιζαν για πολλές στιγμές σα γλάστρες με λουλούδια. Ως κι αυτός ο agent de police που εφρουρούσε εκεί για ν' απαγορεύει τα άσματα, μας επλησίαζε σχεδόν δειλά και μας έλεγε μ' ευγένεια:
Το θηρίο αυτό εδαμαζότουν από δυο μόνο πράγματα: από την απαγγελία στίχων του Μαλλαρμέ, ή από την αυτοσχέδια εκτέλεση ενός τροπαρίου της Μεγάλης Παρασκευής και του «Χριστός Ανέστη».
Κύριοι, η μελωδία του τραγουδιού είναι υπέροχη. Αλλά οφείλω να σας υπενθυμίσω πως απαγορεύεται.
Και μόλις σταματούσαμε, μας επρόσθετε συγκινημένα:
– Μου θυμίζει κάποιες δικές μας. Της μακρινής πατρίδας μου... Του αγαπημένου νησιού μου...
– Μας επιτρέπετε να ρωτήσουμε ποιο είναι το νησί σας;
Κι αυτός, βάζοντας το χέρι στο πηλίκιό του και χαιρετώντας στρατιωτικά, έλεγε περήφανα:
– Η Κορσική!
Και μόλις έστρεφε να φύγει και τα βήματά του απομακρυνόντουσαν στη σιγαλιά της νύχτας σα γνώριμοι ρυθμοί, εμείς ξαναρχίζαμε σε χαμηλότερες νότες:
– Χριστός Ανέστη εκ νεκρών...
Την ίδια χρονιά εγύρισα στην Αθήνα, μα ο νους μου επετούσε στους φίλους του Παρισιού και σ' αυτόν τον Εβραιοϊταλό ζωγράφο, που είχα ιδεί στο μεταξύ πολλά έργα του κι είχα αρχίσει να συμφιλιώνουμαι νοερώς μαζί του, γιατί ο καλλιτέχνης μέσα μου έσωσε τον άνθρωπο. Oταν μια μέρα, διαβάζοντας μια εφημερίδα του Παρισιού, βλέπω πως ο Εβραιοϊταλός ζωγράφος, ο θαυμαστής των τροπαρίων μας, έπειτα από μια δυνατή αιμόπτυσή του στο εργαστήρι του, έμεινε στον τόπο, και πως η δυστυχισμένη ερωμένη του που τον περίμενε ανήσυχη όπως πάντα ακουμπισμένη στο παράθυρο του έκτου πατώματος του apartment της, μόλις είδε να βγάζουν από το ταξί το πτώμα του, έπεσε στο δρόμο και σκοτώθηκε.
Ο Εβραιοϊταλός αυτός, ο ανήσυχος και ταραχώδης φίλος της νεότητός μας, ήταν ο Μοντιλιάνι, ένας από τους δυο τρεις θεμελιωτές της σύγχρονης τέχνης.