Στο χαμηλότερο επίπεδο από το 2012 το ενδιαφέρον των πολιτών. Σε τηλεοπτικό ντιμπέιτ συμφώνησαν οι δύο υποψήφιοι. Σχεδόν ισόπαλη παραμένει η κούρσα, με ελαφρύ προβάδισμα του πρώην προέδρου.
Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικανοί ανυπομονούν να επανεκκινήσει η προεκλογική κούρσα στην οποία, μέχρι στιγμής, κανένας από τους δύο υποψηφίους δεν έχει σαφές προβάδισμα.
Αυτός ο στόχος έγινε σαφής την περασμένη εβδομάδα, όταν ο Τζο Μπάιντεν και ο Ντόναλντ Τραμπ, σε μια αιφνιδιαστική εξέλιξη, συμφώνησαν να ρισκάρουν και να εμφανιστούν τον επόμενο μήνα σε ένα τηλεοπτικό προεδρικό ντιμπέιτ που θα πραγματοποιηθεί νωρίτερα μέσα στην προεκλογική περίοδο από ποτέ άλλοτε.
Στόχος τους είναι να χρησιμοποιήσουν το ευρείας προβολής γεγονός για να αναδείξουν τις διαφορές των μηνυμάτων που απευθύνουν στους πολίτες – και των ιδίων ως φορέων των μηνυμάτων αυτών.
Μονομαχία χωρίς ενδιαφέρον
Για πολλούς Αμερικανούς, η αναμέτρηση μεταξύ δύο υποψηφίων, που είναι απολύτως γνώριμοι σε όλους αλλά ως επί το πλείστον δεν έχουν την αποδοχή τους, δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον.
Πολλοί έσπευσαν να συσπειρωθούν στα πολιτικά τους στρατόπεδα, λίγο-πολύ σίγουροι για το πώς θα ψηφίσουν αυτό το φθινόπωρο, παρά τη δυσαρέσκειά τους για τα δύο πρόσωπα μεταξύ των οποίων καλούνται να επιλέξουν.
Αλλά τα προεκλογικά επιτελεία ανυπομονούν να σιγουρευτούν ότι οι βασικοί υποστηρικτές τους είναι απολύτως αποφασισμένοι και δεσμευμένοι να ψηφίσουν – και προτιμούν να κινηθούν όσο το δυνατόν νωρίτερα ώστε να προσεγγίσουν το 30% που δεν έχει πειστεί ακόμα.
Ερευνα του περασμένου μήνα για λογαριασμό του NBC διαπίστωσε ότι το ενδιαφέρον για τις εκλογές βρισκόταν στο χαμηλότερο επίπεδο από το 2012. Τα ποσοστά τηλεθέασης των συνδρομητικών καναλιών με πολιτικό περιεχόμενο είναι μειωμένα, σύμφωνα με τη Nielsen.
Το CNN, το Fox News Channel και το MSNBC προσέλκυσαν εφέτος κατά μέσο όρο 2,5 εκατ. τηλεθεατές ημερησίως στη ζώνη υψηλής τηλεθέασης το διάστημα Ιανουαρίου – Απριλίου έναντι 3 εκατ. την ίδια περίοδο το 2016 και 4,7 εκατ. το 2020, την εποχή που ξεκινούσε η πανδημία της COVID-19.
Σε γενικές γραμμές, η κούρσα παραμένει εδώ και μήνες σχεδόν ισόπαλη, με τον Τραμπ να διατηρεί ένα ελαφρύ αλλά σταθερό προβάδισμα στις δημοσκοπήσεις στο σύνολο της χώρας και στις αμφίρροπες Πολιτείες.
Οι ψηφοφόροι μέχρι στιγμής φαίνεται να αδιαφορούν για τις πολιτικές εξελίξεις, όπως τα θετικά οικονομικά στοιχεία – ο ρυθμός του δομικού πληθωρισμού τον Απρίλιο ήταν ο βραδύτερος των τελευταίων τριών ετών.
Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι οι ψηφοφόροι έχουν αρνητική άποψη και για τους δύο υποψηφίους, ενώ μια έρευνα του Pew Research Center τον περασμένο μήνα έδειξε ότι περίπου οι μισοί θα αντικαθιστούσαν και τους δύο υποψηφίους για την προεδρία αν μπορούσαν.
Οι υποψήφιοι θέλουν να αντιπαρατεθούν
Ενα τηλεοπτικό ντιμπέιτ έχει τη δυνατότητα να επηρεάσει τους ψηφοφόρους και να βοηθήσει κάθε υποψήφιο να αναμορφώσει τη δημόσια εικόνα του – αν και οι αναλυτές έχουν επισημάνει ότι η όποια επίδραση, εφόσον επέρχεται τόσο καιρό πριν από την ημέρα των εκλογών, μπορεί να αποδειχθεί παροδική.
Η αξιοποίηση του ντιμπέιτ με στόχο να τονωθεί σημαντικά το ενδιαφέρον του εκλογικού σώματος «φαίνεται δύσκολη υπόθεση» δήλωσε ο Τζέι Κάμπελ, δημοσκόπος των Δημοκρατικών.
Το ντιμπέιτ του Ιουνίου, που θα φιλοξενηθεί από το CNN, θα δοκιμάσει την ικανότητα των υποψηφίων να προσεγγίσουν τους ψηφοφόρους που είναι δυσαρεστημένοι με την επιλογή των προσώπων.
«Ας ξεκαθαρίσουμε ποιο είναι το κοινό στο οποίο απευθυνόμαστε. Πρόκειται στην πραγματικότητα για τους ανθρώπους που βρίσκονται στη μέση, που δεν είναι αρκετά σίγουροι, αυτοί που στην πραγματικότητα δεν έχουν δώσει ιδιαίτερη σημασία ως τώρα» δήλωσε η Κάρεν Φίνεϊ, σύμβουλος της εκστρατείας της Χίλαρι Κλίντον το 2016.
Το επικείμενο ντιμπέιτ θα προηγηθεί των συνεδρίων των δύο κομμάτων, τον Ιούλιο και τον Αύγουστο, για να ακολουθήσει τον Σεπτέμβριο ένα δεύτερο ντιμπέιτ, το οποίο θα φιλοξενηθεί από το ABC
Η εκπρόσωπος του Μπάιντεν Λόρεν Χιτ δήλωσε ότι ο Τραμπ «συνηθίζει να κρύβεται πίσω από το θέαμα και τις μεγαλοστομίες, αλλά, με το συγκεκριμένο φορμάτ του επικείμενου ντιμπέιτ, θα αναγκαστεί επιτέλους να δώσει πραγματικές απαντήσεις σε σημαντικά ερωτήματα για την οικονομία», όπως οι φοροελαφρύνσεις για τους πλούσιους και τις επιχειρήσεις.
Ο Τραμπ θεωρεί ότι έχει πλεονέκτημα και έχει καλέσει ανοιχτά τον Μπάιντεν σε ντιμπέιτ εδώ και μήνες. Η ομάδα του πιστεύει ότι βάζοντάς τους πλάι-πλάι μπροστά στην κάμερα θα υπενθυμίσει στους ψηφοφόρους την ηλικία του Μπάιντεν – σημαντικό μειονέκτημα, κατά τους συμβούλους του Τραμπ – και ότι ο Τραμπ θα βγει κερδισμένος από την τηλεμαχία.
Ο Τραμπ θέλει επίσης να προβάλει πόσο ισχυρή ήταν η οικονομία πριν από την πανδημία της COVID-19.
«Η αντιπαράθεση είναι μια διαρκής νίκη για εμάς, είτε πρόκειται για την οικονομία που εξανεμίζει τις καταθέσεις των εργαζομένων είτε για τα διάτρητα σύνορα είτε για το χάος στο εξωτερικό – όλα αυτά στα οποία ο Μπάιντεν είναι αδύναμος και αποτυχημένος» δήλωσε ο Μπράιαν Χιουζ, από τους βασικούς συμβούλους του Τραμπ.
Πρόσφατη δημοσκόπηση του CNN ανέδειξε ένα σημαντικό πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει ο Μπάιντεν: η άποψη των ψηφοφόρων για τη θητεία του Τραμπ γίνεται όλο και πιο θετική.
Στη δημοσκόπηση αυτή, που πραγματοποιήθηκε στα μέσα Απριλίου, περίπου 55% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι θεωρούν επιτυχημένη την προεδρία Τραμπ, ενώ στο τέλος της θητείας του το 2021 το ποσοστό αυτό ήταν 41%. Την ίδια στιγμή τη θητεία του Μπάιντεν αξιολογεί ως επιτυχημένη μέχρι στιγμής μόλις το 39%.
Σε πρόσφατη ομιλία του στην Εθνική Ενωση Οπλων (NRA), ο πρώην πρόεδρος έκανε νύξη για τη δυνατότητα τρίτης θητείας στο προεδρικό αξίωμα. Η 22η τροπολογία του Συντάγματος των ΗΠΑ ορίζει ότι κανείς δεν μπορεί να εκλεγεί στο αξίωμα του προέδρου περισσότερες από δύο φορές.
«Ξέρετε, ο Ρούζβελτ ήταν πρόεδρος για σχεδόν 16 χρόνια. Υπηρέτησε τέσσερις θητείες» είπε ο Τραμπ. Η τροπολογία κυρώθηκε το 1951, έξι χρόνια μετά την προεδρία του Φράνκλιν Ρούζβελτ. «Για να δούμε, εμείς θα έχουμε πρόεδρο για δύο ή τρεις θητείες;» ρώτησε ο Τραμπ.
Τα μηνύματα δεν έχουν απήχηση
Οι δημοσκοπήσεις της «Wall Street Journal» δείχνουν ότι τα μηνύματα που κάθε στρατόπεδο θεωρεί το πλέον δυνατό της σημείο δεν έχουν, μέχρι στιγμής, απήχηση στους αναποφάσιστους.
Ενώ ο Τραμπ έχει εστιάσει σε μεγάλο βαθμό στη μετανάστευση και στην ασφάλεια των συνόρων και οι αμβλώσεις αποτέλεσαν σημαντικό θέμα για τον Μπάιντεν και την αντιπρόεδρο Κάμαλα Χάρις, η δημοσκόπηση της «WSJ» έδειξε ότι το ποσοστό εκείνων που αναφέρουν τα συγκεκριμένα θέματα ως καθοριστικά για τη στάση τους είναι πολύ μικρότερο στην ομάδα των αναποφάσιστων από όσο στο σύνολο των ψηφοφόρων.
Η οικονομία, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις της «WSJ», είναι πολύ πιο σημαντική για το κομμάτι του εκλογικού σώματος που μένει ακόμα να πειστεί – τους αναποφάσιστους, αυτούς που σκέφτονται να επιλέξουν υποψηφίους τρίτων κομμάτων ή που κλίνουν ελαφρά μόνο προς τον Τραμπ ή τον Μπάιντεν.
Πολλοί από τους ψηφοφόρους αυτούς χρειάζονται επίσης μια επιπλέον ώθηση για να πάνε στην κάλπη: μόνο το 40% θεωρεί πολύ σημαντική τη συμμετοχή στις εκλογές, έναντι 70% περίπου του συνόλου του εκλογικού σώματος.
Ο Τραμπ, που τις περισσότερες ημέρες είναι καθηλωμένος σε μια δικαστική αίθουσα της Νέας Υόρκης, έχει αφιερώσει σχετικά λίγο χρόνο στον προεκλογικό αγώνα σε σύγκριση με τον Μπάιντεν – και λιγότερο σε σχέση με τον χρόνο που αφιέρωσε ο ίδιος το 2016 και το 2020.
Το ντιμπέιτ θα πραγματοποιηθεί πιθανότατα αφού ολοκληρωθεί η δίκη του Τραμπ στη Νέα Υόρκη και ύστερα από δύο ταξίδια του Μπάιντεν στο εξωτερικό.