Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2024  08:42:23

Ο μέγας Καραγάτσης θύμα στενοκέφαλων «αριστερών –προοδευτικών-ΛΟΑΤΚΙ» ότι είναι σεξιστής συγγραφέας, πατριαρχικός, αντιφεμινιστής. Κύριο

Οι σκοταδιστές της δήθεν προόδου . φανατικοί και με λογοκριτική διάθεση σαν την παλαιά Ιερά Εξέταση.

Δύο κείμενα για τη διαμάχη που έχει ξεσπάσει τελευταία από «προοδευτικούς μισαλλόδοξους» ,που θέλουν δήθεν να διορθώσουν-μετεονομάσουν λάθη, προκαταλήψεις κλπ στα βιβλία σπουδαίων συγγραφέων Ελλήνων μια ξένων. Επίκεντρο της τελευταίας διαμάχης στην Ελλάδα η «Μεγάλη Χίμαιρα» του Μ. Καραγάτση.

1.Ποιός Μ. Καραγάτσης; Η Μεγάλη Χίμαιρα και Τι ακριβώς θέλουμε από τον Καραγάτση; (του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου)

Είναι αξιοθαύμαστη η ικανότητά μας να φέρνουμε στη δημόσια σφαίρα ζητήματα ως αν να μην είχαν θιγεί ποτέ, παγιδεύοντας ευθύς εξαρχής τον επιδιωκόμενο διάλογο στον μύθο μιας καινοφανούς αποκαθήλωσης. Η Ρένα Λούνα, ο Κώστας Σπαθαράκης και ο Νίκος Μάντης ξεκίνησαν τις προηγούμενες ημέρες να κάνουν φύλλο και φτερό τον Μ. Καραγάτση, σοκάροντας πλήθος πιστούς (έως και φανατικούς) αναγνώστες του ή εξάπτοντας το αρνητικό πνεύμα μιας γενικότερης, σταθερά ετοιμοπόλεμης καχυποψίας. Η Λούνα κατήγγειλε τον σεξισμό και τον μισογυνισμό του Καραγάτση στη Μεγάλη Χίμαιρα, ο Σπαθαράκης και ο Μάντης τού καταλόγισαν, μαζί με τα δύο προηγούμενα, λογοτεχνική ανεπάρκεια και καθυστέρηση σε μια περίοδο κατά την οποία άνθισε -άναψε και κόρωσε για την ακρίβεια- ο μοντερνισμός.

Η θέση την οποία επιφυλάσσει ο Καραγάτσης στη γυναίκα, τόσο στη Μεγάλη Χίμαιρα όσο και σε άλλα μυθιστορήματά του, έχει ελεγχθεί κατά κόρον ήδη από τους κριτικούς της εποχής του και κατ' επανάληψη σε υστερότερα δημοσιεύματα, που φτάνουν μέχρι και τις ημέρες μας (ενδεικτική βιβλιογραφία παραθέτει η Ελισάβετ Κοτζιά με κείμενό της στις σελίδες που έχει ανοίξει Ο αναγνώστης για τον Καραγάτση, στις ίδιες σελίδες και το κείμενο του Μάντη). Η Μεγάλη Χίμαιρα αποτελεί την ιστορία μιας Γαλλίδας, της Μαρίνας, που ερωτευμένη και παντρεμένη με έναν έλληνα εφοπλιστή έρχεται να εγκατασταθεί σ' ένα μικρό νησί του Αιγαίου. Η εγκατάσταση, ωστόσο, στην Ελλάδα θα αποδειχθεί μια πολύ σκοτεινή υπόθεση.

Το ελληνικό τοπίο θα μαγέψει και ταυτοχρόνως θα εγκλωβίσει την ηρωίδα με δραματικό τρόπο. Η Μαρίνα θα παρασυρθεί από τον αισθησιασμό και το πάθος της, που γρήγορα θα μετατραπούν σε ασήκωτα βαρίδια, οδηγώντας την στην αυτοκαταστροφή. Κι όλα τριγύρω της και μέσα της θα μεταμορφωθούν σε μια τυραννική χίμαιρα. Υπό αυτή την έννοια, δεν ξέρω αν το κυρίαρχο στοιχείο στη Μεγάλη Χίμαιρα, αυτό στο οποίο πρέπει να μείνει στο μάτι μας, είναι ο μισογυνισμός. «Η μοιχεία την οποία διαπράττει η Μαρίνα προδίδει την υπαρξιακή αγωνία της», έχει σημειώσει ο Άρης Μπερλής: «Αδυνατώντας να ενταχθεί στους τοπικούς κώδικες και κυριαρχημένη από τη δύναμη της μοίρας, η Μαρίνα φαντασιώνεται επί ματαίω τον μεγάλο έρωτα, υπενθυμίζοντας μέχρι ένα σημείο τη Μαντάμ Μποβαρί του Φλομπέρ».

Ο Σπαθαράκης δεν αγνοεί τον έλεγχο του Καραγάτση από την κριτική (του καιρού του και την κατοπινή), αναρωτιέται, ωστόσο, βασισμένος σε ένα ρητορικό τρυκ, αν έχουν το δικαίωμα οι σημερινοί αναγνώστες να διαβάζουν ανερυθρίαστα τον σεξισμό, τον βιολογισμό και τον κακοχωνεμένο νιτσεϊσμό του Καραγάτση.

Αφήνω στην άκρη το ογκώδες και εξαιρετικά ακανθώδες θέμα του νιτσεϊσμού στην παλαιότερη και τη νεότερη ελληνική λογοτεχνία. Εκείνο που καταλαβαίνω ο ίδιος εδώ είναι πως οι αναγνώστες θα αποκτήσουν το δικαίωμα να διαβάζουν Καραγάτση μόνο αν προηγουμένως ντραπούν βαθιά γι' αυτό – κι αν ομολογήσουν τη συνακόλουθη συντριβή τους. Δεν ξέρω αν μια τέτοια ιδέα περί αναγνωστικών δικαιωμάτων παραπέμπει στη woke culture, στην cancel culture ή σε κάποια άλλη κουλτούρα, κανείς, όμως, δεν μπορεί να θέσει κανόνες για το πότε και το πώς θα οριστεί ηθικά, ιδεολογικά, αισθητικά και πολιτικά το δικαίωμα της ανάγνωσης. Και κανένα επιπροσθέτως δικαίωμα (κι αυτή τη φορά όχι μόνο αναγνωστικό) δεν επιτρέπει να συνδυάσουμε τον βιολογισμό του Καραγάτση με πιθανούς χειρισμούς του από την άκρα δεξιά. Γιατί τότε δεν θα βγάλουμε άκρη με κανέναν και με τίποτε εις το διηνεκές.

Εκ παραλλήλου, ο Σπαθαράκης με τον Μάντη εγκαλούν τον Καραγάτση γιατί προτιμά τους απανωτούς διαλόγους και όχι τον ελεύθερο πλάγιο λόγο της νεωτερικής πεζογραφίας ή γιατί δεν κατάλαβε το παραμικρό από τη λογοτεχνική επανάσταση του Τζόις. Ας κάνουμε, λοιπόν, την παραδοχή ότι η ετικέτα του σεξισμού είναι ο σημερινός ορίζοντας ανάγνωσης του Καραγάτση, ακόμα κι αν παραγνωρίζει τους όρους του μυθιστορηματικού του τοπίου και του ιστορικού του χρόνου. Αλλά το να εγκαλείται ο Καραγάτσης επειδή δεν συμπορεύτηκε με τον μοντερνισμό σαν να μην είχε ακούσει ποτέ γι' αυτόν ή σαν μη μπορούσε να ανταποκριθεί στις επιταγές του; Ξέρουμε ήδη από τη δοκιμογραφία και την αρθρογραφία του, όπως την έχει σχολιάσει διεξοδικά η Χριστίνα Ντουνιά, πως ο Καραγάτσης πιστεύει στα ρεαλιστικά και στα νατουραλιστικά έργα. Η Ντουνιά έχει δείξει επίσης τη ρήξη του Καραγάτση με τον αλλοτινό του φίλο Νικ. Κάλας, επειδή τον θεωρούσε δέσμιο της αφαιρετικής έκφρασης του μοντερνισμού ενώ ο ίδιος έδινε μάχες υπέρ του ρεαλισμού και των δυνατοτήτων να απεικονίζει με εις βάθος και με ακρίβεια την πραγματικότητα.

Ως πεζογράφος άλλωστε, ο ίδιος είναι νατουραλιστής και οπαδός της βιολογίας: ο νατουραλισμός ως ζωώδες, τυφλό ένστικτο, ως μοιραία, δυναστευτική σεξουαλική ορμή, ως διαρκές αλκοόλ και ως μόνιμο ξενύχτι χωρίς την παραμικρή αισθηματική δικαίωση. Προσωπικά αυτός ο νατουραλισμός, που δεν αποκλείεται να λειτουργεί και ως ανάστροφη εξιδανίκευση, με ενοχλεί ιδιαιτέρως και το έχω γράψει για τον Συνταγματάρχη Λίάπκιν, όπως έχω γράψει και για τα άλυτα προβλήματα ισορροπίας τα οποία αντιμετωπίζει ο Καραγάτσης με τη λογοτεχνία του φανταστικού. Η Κοτζιά, πάλι, στο προειρημένο κείμενο, βλέπει την πεζογραφία του Καραγάτση ως δυσάρεστη θεατρική χειρονομία, ως ένα είδος λογοτεχνικού λαϊκισμού. Παρόλα αυτά, πρόκειται πάντοτε για τον συγγραφέα Καραγάτση και όχι για τις ιδεολογικές του σκιές ή για τα λογοτεχνικά του φαντάσματα.

2.Δεν είναι η πρώτη -ούτε η τελευταία φορά- που ο Μ. Καραγάτσης προκαλεί έριδες με το έργο του. Μισογύνης; Σπουδαίος; Όλα μαζί; Ένα ντιμπέιτ ανάμεσα σε καραγατσικούς και αντικαραγατσικούς.

Κοπήκαμε στα δύο. Οι καραγατσικοί και οι αντικαραγατσικοί. Όσοι ένιωσαν την ανάγκη να υπερασπιστούν το έργο του Μ. Καραγάτση κι όσοι δεν ήθελαν ούτε το όνομά του να προφέρουν λόγω των πατριαρχικών και σεξιστικών μηνυμάτων των γραπτών του.

Η αρχή έγινε με ένα άρθρο της νέας πεζογράφου Ρένας Λούνα στη Lifo, στο οποίο επιχειρείται η αποδόμηση του Μ. Καραγάτση, με επίκεντρο κυρίως το μυθιστόρημά του «Η Μεγάλη Χίμαιρα».
Για τη Λούνα ο αφηγητής Μ. Καραγάτσης διέπεται από έναν αχαλίνωτο μισογυνισμό, ιδιαίτερα στον τρόπο που περιγράφει τη σχέση της Μαρίνας -της κεντρικής ηρωίδας- με τα κυρίαρχα αρσενικά της ζωής της.
Λίγες ώρες αργότερα το feed στα social media γέμισε με τοποθετήσεις υπέρ και κατά του κειμένου, του Μ. Καραγάτση, της έκφρασης, της ελευθερίας του λόγου, της τέχνης.

Μία ακόμα αφορμή να ανοίξουμε το συρτάρι της κουλτούρας της ακύρωσης που επικρατεί στη λογοτεχνία και το οποίο, ειδικά μετά τις (δίκαιες) διεκδικήσεις του κινήματος #MeToo από το 2017 και μετά αλλά και τη δολοφονία του Αφροαμερικανού Τζορτζ Φλόιντ από λευκό αστυνομικό το 2020, μοιάζει με πυριτιδαποθήκη έτοιμη να εκραγεί παγκοσμίως.

Ποιος Μ. Καραγάτσης;

Δεν είναι η πρώτη -ούτε η τελευταία φορά- που ο Μ. Καραγάτσης προκαλεί έριδες με το έργο του. Για κάποιους αυτή η επιστροφή σε εκείνον αποδεικνύει τη μεγάλη επιτυχία του κι άρα δικαίως συγκαταλέγεται στους σημαντικότερους συγγραφείς της «Γενιάς του '30».
Ο εκδότης Κώστας Σπαθαράκης, γράφοντας στο λογοτεχνικό περιοδικό «Βλάβη», είχε αναφέρει: «Αυτή η λογοτεχνία μπορεί να παραμένει ελκυστική, δεν είναι ωστόσο χωρίς συνέπειες.

Αφήνει και στους πιο ενθουσιώδεις αναγνώστες της μια δυσάρεστη επίγευση, μια αίσθηση ηθικής και πνευματικής εξαχρείωσης που υπονομεύει την ίδια την ανάγνωση, γιατί ο πυρήνας της είναι κοινότοπος και ψεύτικος, και ο ρεαλισμός της επιφανειακός και καφενειακός. (...)
Το τίμημα που πληρώνει ο αναγνώστης του Καραγάτση για να διαβάσει ένα νεοελληνικό άρλεκιν είναι δυσανάλογα υψηλό: εγκλωβίζεται σε έναν κόσμο που είναι συγχρόνως εξοργιστικά οικείος και θεαματικά δυσάρεστος, και από τον οποίο δεν υπάρχει καμία διαφυγή».

Ο συγγραφέας Νίκος Μάντης γράφει στον «Αναγνώστη», θέλοντας να μπει βαθύτερα στη διαφαινόμενη φεμινιστική ακύρωση του Καραγάτση.
«Για να έρθω και στο προκείμενο, το πρόβλημα με τον Καραγάτση δεν είναι (μόνο) ο έκδηλος μισογυνισμός του. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι η λογοτεχνία που γράφει είναι μια λογοτεχνία κακή και ξεπερασμένη, ακόμα και για τα δεδομένα του καιρού του.

Είναι μια λογοτεχνία, η οποία, τριάντα χρόνια μετά τον Κάφκα, τον Προυστ, την Βιρτζίνια Γουλφ και τον Τζέιμς Τζόις, δεν έχει πάρει πρέφα για την θεμελιακή αμφισβήτηση στην οποία έθεσε την απόλυτη εξουσία του παντοδύναμου αφηγητή το μοντερνιστικό κίνημα, γράφοντας με την ίδια απαρασάλευτη τριτοπρόσωπη αυτοπεποίθηση του γραφιά-Θεού, επόπτη και κριτή των πάντων, με την οποία έγραφαν (οι λιγότερο λεπταίσθητοι πεζογράφοι) τον 19ο αιώνα.

Μια λογοτεχνία γεμάτη ατελείωτους διαλόγους, που υποτίθεται αρδεύονται από τον Ντοστογιέφσκι, και όπου όλοι λένε αυτά που εννοούν και εννοούν αυτά που λένε, και όπου ακόμα κι αν έχουν εσωτερικές αμφιβολίες και σκέψεις, αυτές παρατίθενται καταλεπτώς και εξίσου εκκωφαντικά, δίχως την παραμικρή υπαινικτικότητα».
Η συζήτηση (ας το πούμε ευγενικά) για τη συμβατότητα έργων του παρελθόντος με το σήμερα, όλο και φούντωνε. Οι υπερασπιστές εστίασαν στο ότι δεν μπορούμε να κρίνουμε έναν συγγραφέα με τα κριτήρια της εποχής μας κι ότι το πλαίσιο παίζει ρόλο πρωταρχικό.

Ένα ακόμα ντιμπέιτ

Για αυτούς το έργο του Μ. Καραγάτση δεν μπορεί να ιδωθεί παρά ως μέρος του καιρού του με τα σχόλια περί μισογυνισμού να χαρακτηρίζονται μέχρι και «βλάσφημα».
Ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, Δημήτρης Σωτηρόπουλος, ανέφερε μεταξύ άλλων: «Είμαι της άποψης ότι το ντημπέιτ για τον Καραγάτση δεν αφορά τον ίδιο το συγγραφέα και τα βιβλία του αλλά τα πολιτισμικά υλικά με τα οποία έχουν φτιάξει τον κόσμο τους οι διαφορετικές γενιές που τον διαβάζουν.

Εξ ου και η μεγάλη ένταση της διαφωνίας, διότι δεν αφορά την λογοτεχνική κριτική η οποία σε άλλη περίπτωση θα περιοριζόταν στο συνάφι και τις όποιες ιδιοτροπίες του, αλλά έχει να κάνει με όσα θεωρεί αξιακά κρίσιμα η κάθε γενιά.
Σε ό,τι με αφορά, ιδίως μάλιστα με δεδομένο ότι φέρω και την ιδιότητα του δασκάλου, θεωρώ σημαντικό να δημιουργούνται γέφυρες αλληλοκατανόησης των δυο αυτών κόσμων ενισχύοντας τον διαγενεακό διάλογο που είναι και κοινωνικά πολύ σημαντικός.

Η ισοπεδωτική προσέγγιση των μεγαλύτερων που αποφαίνονται ωσάν να έχουν το μονοπώλιο της γνώσης και της ορθής άποψης είναι ατελέσφορη και αντιπαραγωγική ακόμη και αν όντως η λογική της 'ακύρωσης' και ενίοτε ενός αλαζονικού και εριστικού λόγου από την πλευρά των νεότερων είναι εξίσου προβληματική. Οι νεότεροι άλλωστε πρέπει να παραδεχτούμε ότι θέτουν και σωστά ζητήματα έστω κι αν μερικές φορές τα θέτουν με λάθος τρόπο».

Μια γεύση από X

Όπως θα έλεγε και η κόρη του Μ. Καραγάτση, Μαρίνα, «δεν βγάζεις άκρη μαζί του». Και θα απαντούσε στην κρίσιμη ερώτηση: «θα επιβίωνε ο Καραγάτσης στη σημερινή Ελλάδα;»
«Νομίζω ναι. Με είχαν ρωτήσει κάτι παρόμοιο τότε που πρωτοερχόντουσαν στην Ελλάδα μετανάστες από την Αλβανία αλλά και από χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.
Είπα: Για τον Καραγάτση αυτό θα ήταν το θείο δώρο. Θα κατέβαινε κάθε μέρα στην Ομόνοια, εκεί που έχουν τα στέκια τους οι μετανάστες, θα τους έπιανε κουβέντα και από εκεί θα έβρισκε πράγματα να γράψει».

Προσθήκη σχολίου

Βεβαιωθείτε ότι εισάγετε τις (*) απαιτούμενες πληροφορίες, όπου ενδείκνυται. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.

Πολυμέσα

Cookies make it easier for us to provide you with our services. With the usage of our services you permit us to use cookies.
Ok Decline