Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2024  05:12:30

Η ηγετική ομάδα της Μεταπολίτευσης του 1974. Ποιοι ήταν οι πιο στενοί συνεργάτες του Κων.Καραμανλή στην αποκατάσταση της Δημοκρατίας. Ονόματα και ρόλοι. Κύριο

Ο ρόλος του Κωνσταντίνου Καραμανλή ήταν καταλυτικός, αλλά πλαισιώθηκε από ένα επιτελείο πολύ ικανών προσώπων.

24 Ιουλίου 1974. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής χαιρετά τα πλήθη που τον υποδέχονται στο αεροδρόμιο του Ελληνικού. Το έργο αποκατάστασης της δημοκρατίας στη χώρα ήταν ιδιαιτέρως δύσκολο καθώς η χούντα δεν είχε ανατραπεί, είχε αυτοδιαλυθεί.

Λίγο μετά τις 2 τα ξημερώματα της 24ης Ιουλίου 1974 το αεροπλάνο που μετέφερε τον Κωνσταντίνο Καραμανλή από το Παρίσι στην Αθήνα προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο του Ελληνικού.
Στις 04.15 ο Καραμανλής ορκίστηκε πρωθυπουργός, έχοντας προηγουμένως λάβει διαβεβαιώσεις από τον χουντικό «πρόεδρο της Δημοκρατίας», στρατηγό Φαίδωνα Γκιζίκη και από τους αρχηγούς των επιτελείων ότι οι Ενοπλες Δυνάμεις θα πειθαρχούσαν πλήρως στη νέα κυβέρνηση. Ομως αυτές οι διαβεβαιώσεις είχαν μόνο σχετική σημασία. Στην πραγματικότητα, δεν υπήρχε αποτελεσματικός έλεγχος επί των μηχανισμών της χούντας. Η δικτατορία μεν κατέρρεε, αλλά οι άνθρωποί της εξακολουθούσαν –και θα συνέχιζαν για αρκετό διάστημα– να κρατούν στα χέρια τους κρίσιμους αρμούς της εξουσίας. Συνωμοσίες εξυφαίνονταν από αμετανόητους αξιωματικούς των Ενόπλων Δυνάμεων, ιδίως από πρόσωπα που βρίσκονταν στο περιβάλλον του τελευταίου δικτάτορα, ταξίαρχου Δημήτριου Ιωαννίδη. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Καραμανλής ορισμένες φορές επέλεγε να αλλάζει τόπο διανυκτέρευσης, καταφεύγοντας ακόμα και σε σκάφη, ακριβώς για να μειώσει τις πιθανότητες σύλληψής του σε περίπτωση που εκδηλωνόταν κάποια ανατρεπτική κίνηση.

Η κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας συγκροτήθηκε μέσα σε ένα περιβάλλον απόλυτου κενού εξουσίας.

Ομαλή μετάβαση στη δημοκρατία

Ο Καραμανλής ήξερε καλά ότι θα έπρεπε να στηριχθεί σε μια ομάδα ικανών και έμπιστων συνεργατών, οι οποίοι θα αναλάμβαναν, υπό τη δική του καθοδήγηση, να διασφαλίσουν την ομαλή και αναίμακτη μετάβαση από τη δικτατορία στη δημοκρατία. Τίποτα δεν ήταν βέβαιο ούτε προδιαγεγραμμένο. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι ο Καραμανλής φρόντισε από την πρώτη κιόλας στιγμή να τοποθετήσει στις πλέον νευραλγικές θέσεις πρόσωπα που θα μπορούσαν να εφαρμόσουν με αποφασιστικότητα και αποτελεσματικότητα την πολιτική του.

Η σύνθεση της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας ήταν απολύτως ενδεικτική των προθέσεών του. Τα κρίσιμα υπουργεία Εθνικής Αμυνας και Δημόσιας Τάξης ανέλαβαν ο Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας και ο Σόλων Γκίκας αντιστοίχως. Ο Αβέρωφ διέθετε μεγάλη πολιτική πείρα, κύρος και ικανές προσβάσεις στο στράτευμα, ώστε να μπορέσει να επιβληθεί ως ηγετική φυσιογνωμία. Ο Γκίκας, άλλοτε αρχηγός του ΓΕΣ, έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης και αντίστοιχου σεβασμού από το Σώμα των αξιωματικών. Η αποστολή των δύο ήταν καθοριστικής σημασίας για τη γενικότερη πορεία του εγχειρήματος της επανόδου στη δημοκρατική ομαλότητα. Από την επιτυχία τους εξαρτιόταν η –έστω σταδιακή– αποκατάσταση του ελέγχου επί των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας.

Με προσεκτικούς χειρισμούς, οι Αβέρωφ και Γκίκας κατόρθωσαν να διασφαλίσουν αν όχι την πλήρη νομιμοφροσύνη, οπωσδήποτε τη μη αντίδραση της συντριπτικής πλειοψηφίας των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας στο δύσκολο εγχείρημα της αποκατάστασης της δημοκρατίας. Ο Αβέρωφ δεν είχε αυταπάτες για την κατάσταση. «Η εξουσία βρίσκεται ακόμα στα χέρια των στρατιωτικών», εκμυστηρευόταν στις 26 Ιουλίου στον πρεσβευτή της Κύπρου στην Ελλάδα Νίκο Κρανιδιώτη. Καθοριστική εξέλιξη στην προσπάθεια μείωσης της επιρροής των στρατιωτικών υπήρξε η δημοσίευση στις 8 Αυγούστου νομοθετικού διατάγματος με το οποίο αποκαθίστατο ο πολιτικός έλεγχος επί του στρατεύματος. Το σημαντικότερο ήταν ότι, βάσει αυτού του διατάγματος, στον υπουργό Εθνικής Αμυνας εκχωρούνταν όλες οι εξουσίες που είχε πριν από το πραξικόπημα του 1967 και οι οποίες στη διάρκεια της δικτατορίας είχαν δοθεί στον αρχηγό Ενόπλων Δυνάμεων.

Αλλα σημαντικά χαρτοφυλάκια δόθηκαν σε στενούς συνεργάτες του Καραμανλή από το παρελθόν. Ο Κωνσταντίνος Παπακωνσταντίνου τοποθετήθηκε στο υπουργείο Δικαιοσύνης, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος στο υπουργείο Πολιτισμού και Επιστημών, ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης στο υπουργείο Απασχόλησης. Καθήκοντα υπουργού και υφυπουργού παρά τω Πρωθυπουργώ ανέλαβαν αντιστοίχως ο Γεώργιος Ράλλης και ο Τάκης Λαμπρίας. Για τη θέση του υπουργού Συντονισμού και Προγραμματισμού επελέγη ο Ξενοφών Ζολώτας, ο οποίος επίσης είχε επί μακρόν συνεργαστεί με τον Καραμανλή ως διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος. Η διοίκηση της εν λόγω τράπεζας ανατέθηκε στις αρχές Αυγούστου στον Παναγή Παπαληγούρα, διακεκριμένο υπουργό των προδικτατορικών κυβερνήσεων του Καραμανλή.
Ο υπ. Εθνικής Αμυνας Ευάγγελος Αβέρωφ. ο υπ. Δημοσίας Τάξεως Σόλων Γκίκας. Κάτω αριστερά, ο υπ. Δικαιοσύνης Κων. Παπακωνσταντίνου. Δεξιά, ο διοικητής της ΤτΕ Παν. Παπαληγούρας. Ο υπ. Δημοσίας Τάξεως Σόλων Γκίκας.

Tεράστιες προκλήσεις μέσα από συμπληγάδες

Η κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας άρχιζε την πορεία της μέσα από συμπληγάδες. Οι περιστάσεις ήταν εξαιρετικά δύσκολες. Ο Καραμανλής είχε ασφαλώς πλήρη επίγνωση της δραματικής πραγματικότητας. Αναλάμβανε να διασώσει μια χώρα που βυθιζόταν, έχοντας ανοιχτά εξωτερικά και εσωτερικά μέτωπα. Το ζητούμενο ήταν η ναυαγιαίρεση. Η κατάρρευση της χούντας δημιουργούσε φυσικά ένα κλίμα γενικευμένης ευφορίας. Ομως αυτό δεν αρκούσε για να λύσει τα κολοσσιαία προβλήματα, ούτε για να οδηγήσει την Ελλάδα σε ασφαλές λιμάνι μέσα στην καταιγίδα. Αντιθέτως, η υπερβολική αισιοδοξία κινδύνευε να καταλήξει σε αρνητικό αποτέλεσμα.
Η δικτατορία δεν είχε μονομιάς ηττηθεί. Η αποχουντοποίηση ήταν εγχείρημα μεγάλης συνθετότητας και υψηλής δυσκολίας. Μέσα στις συνθήκες πολιτικής ανωμαλίας που είχε κληροδοτήσει το πραξικόπημα του 1967 και η επτάχρονη δικτατορία, και υπό το βάρος της εθνικής καταστροφής που είχε επιφέρει το άφρον πραξικόπημα της χούντας στην Κύπρο, ήταν επιτακτική η ανάγκη για άμεσες και αποφασιστικές πρωτοβουλίες. Από την άλλη, ακριβώς αυτές οι συνθήκες αφενός επέβαλλαν προσεκτικούς χειρισμούς, αφετέρου προσδιόριζαν τις προτεραιότητες που όφειλαν να ακολουθηθούν.

Η μετάβαση από τη δικτατορία στη δημοκρατία δεν θα ήταν εύκολη υπόθεση. Ενείχε απρόβλεπτους κινδύνους. Ενα στοιχείο που καθιστούσε την ελληνική περίπτωση ξεχωριστή –αν όχι μοναδική– ήταν ότι η κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας συγκροτήθηκε μέσα σε ένα περιβάλλον απόλυτου κενού εξουσίας, το οποίο κλήθηκε εκ των πραγμάτων να καλύψει. Την ώρα που ο Καραμανλής ορκιζόταν πρωθυπουργός, δεν υπήρχε ένα κέντρο λήψης και εφαρμογής αποφάσεων που θα μπορούσε να εγγυηθεί την ομαλή αλλαγή του καθεστώτος. Η επαναδραστηριοποίηση των αμετανόητων νοσταλγών της επταετίας ή ακόμα και η διολίσθηση σε αιματηρές εμφύλιες συγκρούσεις ήταν ενδεχόμενα που στα τέλη Ιουλίου του 1974 δεν μπορούσαν να αποκλειστούν.

Η ιδιαιτερότητα της ελληνικής μετάβασης γίνεται ακόμα καλύτερα κατανοητή εάν συγκριθεί με το τι συνέβη στην Πορτογαλία και στην Ισπανία, όπου περίπου το ίδιο χρονικό διάστημα καταλύθηκαν δικτατορικά καθεστώτα που μετρούσαν δεκαετίες στην εξουσία. Στην Πορτογαλία, η Επανάσταση των Γαρυφάλλων, η οποία τον Απρίλιο του 1974 ανέτρεψε τη δικτατορία, προέκυψε ως αποτέλεσμα ενός πραξικοπήματος που οργάνωσαν και εκτέλεσαν με επιτυχία αξιωματικοί των ενόπλων δυνάμεων. Στην Ισπανία, η δημοκρατία αποκαταστάθηκε σταδιακά και με τρόπο «καθοδηγούμενο εκ των άνωθεν» μετά τον θάνατο του Φρανσίσκο Φράνκο τον Νοέμβριο του 1975. Τίποτε από αυτά δεν ίσχυε στην Ελλάδα τον Ιούλιο του 1974. Οι στρατιωτικοί παραχώρησαν την εξουσία στους πολιτικούς λόγω της κυπριακής τραγωδίας και υπό το φάσμα μιας ενδεχόμενης πολεμικής αναμέτρησης με την Τουρκία, η οποία φοβούνταν ότι θα κατέληγε σε εθνική συντριβή. Με άλλα λόγια, την παραχώρησαν σχεδόν πανικόβλητοι διότι πλέον δεν μπορούσαν να σηκώσουν το βάρος της καταστροφής που οι ίδιοι είχαν προκαλέσει. Η χούντα δεν είχε ανατραπεί. Είχε αυτοδιαλυθεί. Ηταν τέτοια η εσωτερική αποσάθρωση, που η κυβέρνηση Ανδρουτσόπουλου δεν υπέβαλε έστω τυπικά την παραίτησή της.
Ο υπ. Δικαιοσύνης Κων. Παπακωνσταντίνου. Ο διοικητής της ΤτΕ Παν. Παπαληγούρας

Αναγεννητική προσπάθεια

Με αυτά τα δεδομένα, η μετάβαση από τη δικτατορία στη δημοκρατία ήταν μια αποστολή που δεν μπορούσε να τη φέρει εις πέρας μόνο ένας άνθρωπος, όσο ικανός ή λαοφιλής κι αν ήταν. Ο Καραμανλής ήταν οπωσδήποτε ο καταλληλότερος για να τεθεί επικεφαλής της αναγεννητικής προσπάθειας. Και στη συγκυρία του καλοκαιριού του 1974 είχε την αποδοχή και την υποστήριξη της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ελλήνων, ανεξάρτητα από τις κομματικές ή ευρύτερες ιδεολογικοπολιτικές τους πεποιθήσεις. Ωστόσο, αυτά δεν αρκούσαν από μόνα τους. Γύρω από τον ηγέτη ήταν απαραίτητο να λειτουργεί αρμονικά ένα ευρύτερο επιτελείο εξίσου ικανών συνεργατών, τα μέλη του οποίου είχαν προσεκτικά επιλεγεί από τον ίδιο τον ηγέτη. Ο Αβέρωφ, ο Γκίκας, ο Ράλλης, ο Τσάτσος, ο Παπακωνσταντίνου και ο Παπαληγούρας ανήκαν στον στενό πυρήνα αυτού του καραμανλικού επιτελείου.

Σε τελική ανάλυση, η μεταπολίτευση θα ήταν το κοινό τους έργο. Ο ηγέτης θα ήταν αναμφισβήτητα ο πρωταγωνιστής. Θα έδινε την κατεύθυνση και τον τόνο. Αλλά θα χρειαζόταν τους άξιους συνεργάτες του για να προχωρήσει στην υλοποίησή του. Αλλά και αντιστρόφως, το επιτελείο δεν θα μπορούσε να είναι αποτελεσματικό δίχως την καθοδήγηση από τον ηγέτη. Κρίνοντας από τις επιλογές του ήδη από τις πρώτες ώρες μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, ήταν κάτι που ο Καραμανλής το αντιλαμβανόταν. Οσο κι αν ο Καραμανλής περιγράφεται ως μονήρης σε προσωπικό επίπεδο, σε εκείνο της πρακτικής πολιτικής δεν λειτουργούσε σαν «μοναχικός καβαλάρης». Οι διαπιστώσεις αυτές κάθε άλλο παρά αναιρούν τον αναμφίβολα καθοριστικό ρόλο του στη διαδικασία της μεταπολίτευσης. Αντιθέτως, τον υπογραμμίζουν περισσότερο και τον φωτίζουν πληρέστερα.

Προσθήκη σχολίου

Βεβαιωθείτε ότι εισάγετε τις (*) απαιτούμενες πληροφορίες, όπου ενδείκνυται. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.

Πολυμέσα

Cookies make it easier for us to provide you with our services. With the usage of our services you permit us to use cookies.
Ok Decline