Πέθανε σε ηλικία 89 ετών ο Χρήστος Γιανναράς, γνωστός καθηγητής φιλοσοφίας και συγγραφέας, όπως έκανε γνωστό ο γιος του Σπύρος σε ανάρτησή του.
Τους τελευταίους μήνες είχε αποσυρθεί στο σπίτι του στη Νέα Σμύρη, απέχοντας από κάθε δημόσια δραστηριότητα (διαλέξεις. αρθρογραφία κλπ) πάντα με πολύπλευρα ενδιαφέροντα.
Ποιος ήταν ο Χρήστος Γιανναράς
Ο Χρήστος Γιανναράς (γενν. Αθήνα, 10 Απριλίου 1935) ήταν καθηγητής φιλοσοφίας και συγγραφέας. Σπούδασε θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Βόννης και του Παρισιού (Σορβόνη).
Διετέλεσε διδάκτωρ φιλοσοφίας της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Σορβόνης και της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Επίσης, ήταν επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου του Βελιγραδίου, του St. Vladimir's Orthodox Seminary της Νέας Υόρκης, του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και της Σχολής του Τιμίου Σταυρού της Βοστώνης. Διετέλεσε διευθυντής του περιοδικού Σύνορο, που εξέδωσε δώδεκα τεύχη από το 1964 ως το 1967.
Από το 1982 μέχρι το 2002 υπήρξε τακτικός καθηγητής της φιλοσοφίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Πολιτικών και Κοινωνικών Επιστημών της Αθήνας, αρχικά στο τότε ενιαίο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σπουδών και μετά στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών. Δίδαξε φιλοσοφική ορολογία, και μέθοδο, πολιτική φιλοσοφία και πολιτιστική διπλωματία. Επίσης δίδαξε ως επισκέπτης καθηγητής στα πανεπιστήμια Παρισιού, Γενεύης, Λωζάννης και Κρήτης.
Επέδειξε πλούσιο συγγραφικό έργο με θεματολογία που σχετίζεται με την έρευνα των διαφορών ανάμεσα στην ελληνική και στην δυτικοευρωπαϊκή φιλοσοφία και ορθόδοξη χριστιανική παράδοση. Το βιβλίο του Η ελευθερία του ήθους θεωρείται ότι όρισε τον πυρήνα αυτού που αργότερα ονομάστηκε «νεορθοδοξία» και έχει χαρακτηριστεί «ο Μάης του '68 στην Ορθόδοξη θεολογία και ηθική». Πολλά από τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε 10 τουλάχιστον ευρωπαϊκές γλώσσες.
Ο Χρήστος Γιανναράς υπήρξε υπότροφος του γερμανικού Ιδρύματος Υποτροφιών «Alexander von Humboldt Stiftung», ενώ ήταν εκλεγμένο μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Συγγραφέων, καθώς επίσης και της Διεθνούς Ακαδημίας Ανθρωπιστικών Επιστημών (Academie International des Sciences Humaines) (Βρυξέλλες).
Παρέμβαινε και συνεχίζει να παρεμβαίνει στην κοινωνική και πολιτική επικαιρότητα μέσω τακτικής αρθρογραφίας στις εφημερίδες, Το Βήμα, παλαιότερα, επί 13 χρόνια, και από το 1993 μέχρι σήμερα στην Καθημερινή, με παράλληλες τηλεοπτικές εμφανίσεις.
Πηγή: wikipedia.org
-ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΚΑΘΕ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗΣ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΤΟΥ
Κάποτε, αν συνεχίσει να υπάρχει το ανθρώπινο είδος στον πλανήτη γη, οι νουνεχείς και γνωστικοί από τους ανθρώπους θα χαμογελούν, συγκαταβατικά και με οίκτο, για τον εκπεσμό της νοημοσύνης μας σήμερα. Μοιάζουν καθολικευμένα, σε πλανητική σχεδόν κλίμακα, τα φαινόμενα συλλογικής α-νοησίας και θριαμβικής παράνοιας – οι παραμικρές αντιγνωμίες, ασυμφωνίες ή ανικανοποίητες βουλιμικές ορέξεις, ακόμα και οι διαστροφές ζωτικών λειτουργιών του ανθρώπινου οργανισμού, θέλουν να κατασφαλίζονται σαν, νομικώς θωρακισμένα, «ατομικά δικαιώματα».
Ποιο Δίκαιο, με ποια αυθεντία, επενδυμένο σε ποια εξουσία, μπορεί να εξασφαλίσει το κύρος πανανθρώπινης παραδοχής; Σήμερα, η λέξη «δικαίωμα» παραπέμπει, αποκλειστικά και μόνο, στη νομική (με συμβατικές διατάξεις) αναγνώριση και προστασία ενεργημάτων του ατόμου, όπως και πεποιθήσεων, απόψεων, γνωμών, προτάσεων οργάνωσης του συλλογικού βίου – στο σύνολο των νόμων, κανόνων, θεσμών, που επιτρέπουν σε μια συλλογικότητα να λειτουργεί.
Ο άνθρωπος, από τη φύση του και προκειμένου για την αναπαραγωγή του, διακρίνεται (βιολογικά και ψυχολογικά) σε θηλυκές και αρσενικές υποστάσεις – υποστασιάζεται η διαφορά, αυτή καθορίζει όχι απλώς φαινόμενες ή χαρακτηρολογικές συντεταγμένες της ατομικής ύπαρξης, αλλά τρόπους της ύπαρξης. Το «αρσενικό» ή το «θηλυκό» παραπέμπουν σε δεδομένες διαφοροποιήσεις της φύσης του ανθρώπου, προϋποθέσεις του «γίγνεσθαι» της φύσης που κορυφώνεται στην ύπαρξη ως σχέση, στην αυθυπερβατική ολοκλήρωση της ατομικής ελευθερίας.
Η λέξη που συγκεφαλαιώνει την ασυναρτησία – σύγχυση – παραλυτική αδυναμία για ανθρώπινη συνεννόηση, είναι σήμερα η λέξη «δικαίωμα». Ονομάζουμε «δικαίωμα» την κατασφάλιση που προσφέρει σε πράξεις – ενέργειες του ατομικού εγώ ένα «Δίκαιο», δηλαδή μια συμφωνημένη από την πλειονότητα των μελών της συλλογικότητας «αυθεντία». Η αυθεντία (κοινά παραδεκτή ορθότητα) δεν έχει αξιώσεις μετα-φυσικού χαρακτήρα, απλώς υπηρετεί συμβατικά τις αναγκαίες συνθήκες λειτουργίας της κοινωνίας των αναγκών.
Η «κοινωνία των αναγκών» είναι γνώρισμα ιδιαιτερότητας της ανθρώπινης συνύπαρξης, διαφοροποιεί την ανθρώπινη νοημοσύνη από την αλογία της κτηνώδους ορμής, τον ατομοκεντρισμό της αγέλης. Η αγέλη είναι προϊόν φυσικής αναγκαιότητας, ενώ η κοινωνία των σχέσεων, στην περίπτωση της ανθρώπινης συλλογικότητας, είναι προϊόν (κατόρθωμα) ελεύθερης αυθυπέρβασης και αυτοπροσφοράς.
Σίγουρα υπάρχει, ως ενστικτώδες δεδομένο, και στον άνθρωπο, η μητρική προστασία και στοργή, η πατρική προστασία και φροντίδα. Είναι η πρωτογενής καταβολή, απρόσωπη και ενορμητική, που εξασφαλίζει τη διαιώνιση των ειδών λειτουργώντας ως βιολογική αναγκαιότητα, δυνάμει αυθυπερβατική, δηλαδή μοναδική, ανόμοια, ανεπανάληπτη, άλλως προσωπική.
Στην περίπτωση του ανθρώπου και κάθε έμβιου όντος, η συνέχεια της ύπαρξης χαρίζεται με την ορεκτική (ευφρόσυνη) λειτουργία της τροφής και τη διαιώνιση του είδους – την επίσης συναρπαστικής ηδονής λειτουργία της σεξουαλικής σχέσης. Και στις δύο περιπτώσεις, τροφής και αναπαραγωγής, πρωτεύουσα είναι η ηδονή και, νομοτελειακά παρεπόμενη, η επιβίωση και η διαιώνιση. Από καταβολής του ανθρώπινου είδους μοιάζει να πρωτεύει ορμέμφυτη η δίψα της ηδονής και να ακολουθεί «παρεμπιπτόντως» η βιολογική σκοπιμότητα. Η σοφία της ερωτικής ηδονής «πείθει» ότι το κυρίως ζητούμενο στη σεξουαλική σχέση είναι, ακριβώς, η βιωματική υπέρβαση της ετερότητας, η συνεύρεση ως υπαρκτικό γεγονός υπαρκτικής ενότητας «εις σάρκα μίαν».
Είναι αποκαλυπτικό το γεγονός ότι η Εκκλησία δεν δίστασε, μέσα στους αιώνες, να εικονίσει τη σχέση του ανθρώπου με τον Θεό ως σχέση ερωτική. Η ενανθρώπηση του Θεού αποκαλύπτει τον Θεό ως «εραστήν μανικώτατον» του ανθρώπου, και ο έρως αυτός επιτρέπει να ορίζεται ο Θεός ως ο «νυμφίος» της Εκκλησίας. Αλλη γλώσσα, άλλα σημαινόμενα, αχρηστευμένο το λεξιλόγιο από τον χυδαίο ολοκληρωτισμό του ατομοκεντρισμού – πολιτισμού των ατομικών δικαιωμάτων.
Για τον Ελληνα (όσο κι αν ελαχιστοποιείται το είδος) η ελευθερία της σχέσης (αυθυπέρβαση και αυτοπροσφορά) θα παραμένει ο έρωτας, όπως τον κατάλαβε και τον έζησε η ελληνική κοινωνία – κοινότητα – ενορία. Ο εισαγόμενος πουριτανισμός «της Αριστεράς ή Δεξιάς και της προόδου» μπορεί να σωθεί σαν γνησίως κοσμοπολίτικο νόσημα μικρονοϊκής ξιπασιάς.