To ντοκιμαντέρ της κινηματογραφίστριας Ναβίνα Σουνταράμ, «Binational marriages» (1982), παρακολουθεί τη ζωή τριών Γερμανίδων που παντρεύτηκαν με άνδρες από το Ιράκ, την Πορτογαλία και τη Νιγηρία. Απειλητικά τηλεφωνήματα, κατεστραμμένα αυτοκίνητα και δημόσιες προσβολές ήταν κάποια από τα τιμήματα που καλούνταν να πληρώσουν γυναίκες που είχαν αποφασίσει να ζήσουν με τους «ξένους».
«Ο Κανιάρης μιλούσε για το μεταναστευτικό πρόβλημα σε ένα απόλυτα προσωπικό ύφος που κατόρθωσε να δημιουργήσει θόρυβο, να προσελκύσει το ενδιαφέρον του καλλιτεχνικού κόσμου», λένε οι επιμελητές.
Το φιλμ της Ινδής που ήρθε στη Γερμανία το 1964 είναι ένα από τα 200 και πλέον έργα που φιλοξενούνται στην έκθεση «There is no there there» στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Φρανκφούρτης, σε επιμέλεια της διευθύντριας Σουζάν Φέφερ και του επιμελητή Γκουρσόι Ντόγκτας από το Μόναχο. Οι γονείς του, όπως μας λέει, ήρθαν στη Γερμανία μετανάστες από τα Αδανα της Τουρκίας το '70 και εργάζονταν σε εργοστάσια μέχρι τη συνταξιοδότησή τους. «Αρχικά, δεν υπήρχε σχέδιο ένταξης των οικονομικών μεταναστών στη γερμανική κοινωνία. Αρχισα να σκέφτομαι αυτή την περίοδο μέσα από τα μάτια των καλλιτεχνών που κατέφυγαν σε Ανατολική και Δυτική Γερμανία με σκοπό να σπουδάσουν ή να δημιουργήσουν έργο. Πώς μίλησαν για τις κοινότητές τους και τις διακρίσεις που υπέστησαν. Πώς επηρέασαν την καλλιτεχνική σκηνή της χώρας που τους δέχτηκε», αναφέρει ο κ. Ντόγκτας εξηγώντας τη φιλοσοφία της έκθεσης.
Ζωγραφικά, χαρακτικά, φωτογραφίες, βίντεο, γλυπτικές εγκαταστάσεις από 30 καλλιτέχνες, με καταγωγή από την Ευρώπη, την Ασία, τη Νότια Αμερική, αφηγούνται στιγμές καθημερινότητας στα δύο «μέτωπα» της Γερμανίας, μιλούν για αποκλεισμούς αλλά και ιστορίες αλληλεγγύης, υπογραμμίζοντας παράλληλα τα μείζονα ζητήματα της εποχής, π.χ. τον εκπατρισμό και την πολιτική φίμωση σε διάφορες χώρες, όπως στην Ισπανία του Φράνκο, στην Ελλάδα της χούντας των Συνταγματαρχών ή στη Χιλή του Πινοσέτ. Ανάμεσά τους, η έκθεση προβάλλει τρεις Ελληνες καλλιτέχνες που έζησαν στη Γερμανία τη δεκαετία του '70 και παρήγαγαν έργα με πολιτικό χαρακτήρα και μηνύματα. Στο ισόγειο του μουσείου μάς υποδέχονται οι ακέφαλες φιγούρες από «Το κουτσό» (1974) του Βλάση Κανιάρη.
«Ο Κανιάρης ήταν ο πρώτος που μας ήρθε στον νου όταν αρχίσαμε να σχεδιάζουμε την έκθεση», αναφέρουν οι δύο επιμελητές. «Μιλούσε για το μεταναστευτικό πρόβλημα σε ένα απόλυτα προσωπικό ύφος που κατόρθωσε να δημιουργήσει θόρυβο, να προσελκύσει το ενδιαφέρον του καλλιτεχνικού κόσμου». Ο Κανιάρης βρέθηκε το 1973 στο Δυτικό Βερολίνο ως υπότροφος του οργανισμού DAAD και έμεινε για δύο χρόνια, ωστόσο, όπως δηλώνει ο γιος του, Αλέξης, είχε ιδιαίτερα στενή σχέση με τη Γερμανία σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. «Το Βερολίνο ήταν για εκείνον το αντίβαρο στην παρουσία των Ελλήνων στο Παρίσι. Μια πιο σοβαρή και μελετημένη παρουσία».
Γιάννης Ψυχοπαίδης, Μετανάστες, 1978.
Με τη Γερμανία είχε ιδιαίτερη σχέση και ο Αλέξης Ακριθάκης. Το 1968 παρουσίασε μια έκθεση στο Ινστιτούτο Γκαίτε στην Αθήνα και λίγους μήνες αργότερα βρέθηκε με υποτροφία του DAAD στο Βερολίνο. Η κόρη του Χλόη θυμάται πως το πρώτο του σπίτι και ατελιέ ήταν στο πολιτικά και ιστορικά φορτισμένο Bendlerblock, στην αυλή του οποίου είχαν εκτελεστεί οι Γερμανοί αξιωματικοί που είχαν εναντιωθεί στο καθεστώς του Χίτλερ. «Οι περισσότεροι από τους εικαστικούς της έκθεσης ήταν άνθρωποι που είχαν εγκαταλείψει χώρες στις οποίες δεν μπορούσαν να επιστρέψουν.
Και επίσης αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ότι πήγαν και στις δύο πλευρές της Γερμανίας –κάτι που δεν γνωρίζουν πολλοί–, δηλαδή δραπέτευσαν από απολυταρχικά ή αυστηρά κομμουνιστικά καθεστώτα και βρέθηκαν σε ακόμα πιο κλειστά περιβάλλοντα».
Αλέξης Ακριθάκης, «Βαλίτσα με κουτιά μπίρας». Ξύλο, σίδερο, κουτιά μπίρας 22×20, 1972. Ιδιωτική συλλογή © Τhe Estate of Alexis Akrithakis
Τελειώνοντας τη γερμανική σχολή και έπειτα τη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, ο Γιάννης Ψυχοπαίδης πηγαίνει στο Μόναχο με υποτροφία το 1970 για να συνεχίσει τις σπουδές του στη φημισμένη Ακαδημία του Μονάχου. Εξι χρόνια αργότερα λαμβάνει μια ακόμα υποτροφία από την πόλη του Βερολίνου και μοιράζεται το ατελιέ του με τον Κανιάρη.
«Το Βερολίνο τότε ήταν κυψέλη του διεθνούς avant-garde. H τέχνη γεννιόταν ως η έκφραση μιας κοινωνίας που βρισκόταν σε αναβρασμό, σε αναζήτηση καινούργιων ιδανικών και στη διαχείριση της σχέσης του εγχώριου με το ξένο στοιχείο», σημειώνει ο Ελληνας ζωγράφος. Για τον ίδιο είναι εξαιρετικά χρήσιμο να διαπιστώνει κανείς πώς είδαν οι Γερμανοί το υπό διαμόρφωση κοινωνικό και πολιτικό τους τοπίο μετά τον πόλεμο αλλά και πώς αποτύπωσαν οι ξένοι δημιουργοί την αγωνία των εξορισμένων, κυνηγημένων ανθρώπων που έφυγαν από τον τόπο τους αναζητώντας μια καλύτερη μοίρα σε μια άλλη χώρα.
«Ιδίως τώρα που οδεύουμε πάλι στον συντηρητισμό και βλέπουμε μια συρρίκνωση των προοδευτικών ιδεών είναι σημαντικό να βλέπουμε πόσο ανοιχτή και πρόθυμη ήταν η χώρα να σκύψει πάνω στα τραύματά της, να υποδεχθεί το νέο. Ηταν μια εποχή καλλιτεχνικής επανάστασης, υπήρχε ένας εκφραστικός πληθωρισμός. Ζώντας εκεί, την εποχή του Μπέκετ και του Μπόις, είχες μια αίσθηση κερδισμένης ελευθερίας».
«There is no there there», έως 29 Σεπτεμβρίου.
*Κεντρική φωτό. Βλάσης Κανιάρης, «Το Κουτσό», 1974, Εγκατάσταση. 6 ανθρώπινες φιγούρες, 9 βαλίτσες, ένα κλουβί, βάση από πισσόχαρτο και σχέδιο κουτσού ζωγραφισμένο με κιμωλία © Συλλογή Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης (ΕΜΣΤ), Αθήνα. [AXEL SCHNEIDER]