Η φετινή τιμή διάθεσης του ελαιολάδου και το ύψος της παραγωγής αποτελούν ένα δύσκολο «γρίφο», καθώς η έλλειψη βροχοπτώσεων προκαλεί έντονο προβληματισμό. Τα τελευταία δύο χρόνια, το ελαιόλαδο γνώρισε σημαντική αύξηση στην τιμή του, η οποία υπερδιπλασιάστηκε, κυρίως εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής και της αυξημένης τιμής παραγωγής. Θα συνεχισθεί το πρόβλημα της αυξημένης τιμής.
Παρόλο που η φετινή χρονιά δείχνει καλύτερη σε σχέση με την περσινή, η παραγωγή στην Ελλάδα παραμένει ανησυχητικά χαμηλή, καθώς η έλλειψη σημαντικών βροχών έχει επηρεάσει τις προοπτικές συγκομιδής.
Πολλοί παραγωγοί τονίζουν ότι, αν δεν σημειωθούν αξιοσημείωτες βροχοπτώσεις τον επόμενο μήνα, οι αρχικές ελπίδες για μια καλή χρονιά θα μετατραπούν σε ανησυχία.
1.Τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής βιώνουν έντονα για ακόμα μια χρονιά οι ελαιοπαραγωγοί. Σύμφωνα με όσα μετέφεραν στην «Κ» καλλιεργητές, σε πολλές περιοχές της χώρας, ειδικά της νότιας Ελλάδας, η έντονη ξηρασία σε συνδυασμό με την παρατεταμένη ανομβρία, φαίνεται πως οδηγεί σε μειωμένη παραγωγή. Λίγες μόλις ημέρες πριν αρχίσει η συγκομιδή της ελιάς σε πολλά μέρη της χώρας, οι παραγωγοί αναφέρουν πως σε ορισμένες περιοχές η μείωση της παραγωγής θα αγγίξει φέτος ακόμη και το 80%.
«Η ζημιά αγγίζει το 80%»
Σύμφωνα με όσα σχολίασε στην «Κ» ο Τάκης Ντανάκας, πρόεδρος του Αγροτικού Συνεταιρισμού Μολάων – Πακίων, «η κατάσταση στον Δήμο Μονεμβασίας δεν είναι καλή. Η ανομβρία έχει καταστρέψει μεγάλο μέρος της ελαιοπαραγωγής. Εχει να βρέξει εδώ και ενάμιση μήνα. Κι αυτή η βροχή όμως ήταν ελάχιστη, το νερό δεν κρατήθηκε στη γη».
Οπως εξήγησε ο ίδιος, «υπάρχει πρόβλημα ακόμη και στα ποτιστικά είδη ελιάς, καθώς εξαιτίας της ανομβρίας, έχει μειωθεί πολύ η στάθμη του νερού στις γεωτρήσεις. Μπαίνει Νοέμβριος και συνεχίζουμε τα ποτίσματα που έπρεπε να έχουν σταματήσει εδώ και ενάμιση μήνα. Το κυριότερο πρόβλημα όμως εντοπίζεται στα ξερικά είδη ελιάς, που ποτίζονται μόνο από τη φύση. Σε αυτή την περίπτωση, η ξηρασία έχει μικρύνει όχι μόνο τον καρπό, αλλά και τα ίδια τα δέντρα. Οταν ο καρπός είναι μικρός, το λάδι που βγαίνει είναι πολύ λιγότερο. Ειδικά στη δημοτική ενότητα Κυπαρισσίου, όπου κυρίως υπάρχουν ξερικά είδη, η ζημιά είναι ολοκληρωτική. Αγγίζει ακόμη και το 80% της ελαιοπαραγωγής».
Το κυριότερο πρόβλημα εντοπίζεται στα ξερικά είδη ελιάς, όπου η ξηρασία έχει μικρύνει όχι μόνο τον καρπό, αλλά και τα ίδια τα δέντρα.
Ο ίδιος ανέφερε πως «ακόμη είναι νωρίς να κάνουμε εκτιμήσεις, όμως, τα πρώτα στοιχεία δείχνουν ότι η παραγωγή θα είναι μικρή. Θεωρητικά, αν καταφέρουμε να μαζέψουμε τον καρπό που υπάρχει στα δέντρα και δεν υπάρξουν προσβολές από άλλα φαινόμενα, τότε θα έχουμε τις ίδιες ποσότητες με πέρυσι. Ομως και πέρσι ήμασταν πολύ χαμηλά. Μπορεί κάποιοι να έλεγαν ότι φέτος θα πάει καλά η παραγωγή, όμως η ανομβρία είχε άλλα σχέδια για εμάς».
«Ελπίζουμε να βρέξει τις επόμενες ημέρες»
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και ο Μόσχος Κορασίδης, γενικός διευθυντής της Εθνικής Ενωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών (ΕΘΕΑΣ), ο οποίος δήλωσε στην «Κ» ότι «σε αρκετά σημεία της χώρας τα πράγματα δεν είναι καλά. Αρχικά, η παρατεταμένη ξηρασία ωρίμασε αρκετά νωρίτερα τη βρώσιμη ελιά. Αυτό δημιουργεί πολλά προβλήματα σε περιοχές όπως η Χαλκιδική και η Αμφισσα, καθώς οι παραγωγοί πρέπει να μαζέψουν την ελιά –ειδικά την πράσινη–, πολύ νωρίς, ώστε να μη μαυρίσει».
Σύμφωνα με τον ίδιο, τα σημαντικότερα ζητήματα εντοπίζονται κυρίως «σε περιοχές της Κρήτης, της Πελοποννήσου, της Στερεάς Ελλάδας και φυσικά στα νησιά. Η ξηρασία έχει μειώσει τον υδροφόρο ορίζοντα, με αποτέλεσμα να επηρεάζονται ακόμη και τα ποτιστικά είδη. Μέχρι σήμερα η παραγωγή που υπάρχει στα δέντρα είναι μεσαία προς καλή, όμως φτάσαμε τέλη Οκτωβρίου και υπάρχει ακόμη σημαντικό έλλειμμα νερού στις ελιές. Ως αποτέλεσμα, δεν γνωρίζουμε τι ποσοστό του καρπού θα συγκομιστεί».
Τα κυριότερα ζητήματα εντοπίζονται σε περιοχές της Κρήτης, της Πελοποννήσου, της Στερεάς Ελλάδας και φυσικά στα νησιά.
Ο ίδιος πλέον ελπίζει «να βρέξει τις επόμενες ημέρες, διαφορετικά τα προβλήματα στα ήδη στρεσαρισμένα δέντρα θα διογκωθούν». Αναφορικά με το αν πρόκειται για κάτι που μπορεί να επηρεάσει την τιμή του ελαιολάδου, ο ίδιος σχολίασε πως «προς το παρόν οι τιμές είναι αυξημένες όπως πέρυσι. Τον επόμενο μήνα που θα δούμε τον όγκο της παραγωγής, θα φανεί, αν αυτό θα αλλάξει και πόσο».
«Εχουμε φτάσει στο σημείο μηδέν»
«Η κατάσταση στην Κρήτη είναι πλέον τραγική», ανέφερε με τη σειρά του στην «Κ» ο Πρίαμος Ιερωνυμάκης, πρόεδρος της οργάνωσης αμπελουργών και ελαιουργών Κρήτης και εντεταλμένος σύμβουλος του πρωτογενή τομέα της Περιφέρειας Κρήτης. Οπως εξήγησε, «σε πολλές περιοχές στην ανατολική Κρήτη, ειδικά στους νομούς Ηρακλείου και Λασιθίου, δεν υπάρχει νερό και δεν μπορούν να ποτιστούν τα δέντρα. Ως αποτέλεσμα, εκτός από τον καρπό, ξεραίνονται και τα δέντρα. Με αυτά τα δέντρα, θα έχουμε πρόβλημα και του χρόνου, καθώς θα χρειαστεί να κοπούν, αφού πλέον δεν θα ανακάμψουν, ούτε αν βρέξει. Αύριο θα μεταβούμε με τα αρμόδια κλιμάκια σε αρκετές περιοχές, ώστε να διαπιστώσουμε την έκταση του προβλήματος».
Σε πολλές περιοχές στην ανατολική Κρήτη, ειδικά στους νομούς Ηρακλείου και Λασιθίου, δεν υπάρχει νερό και δεν μπορούν να ποτιστούν τα δέντρα. Ως αποτέλεσμα, εκτός από τον καρπό ξεραίνονται και τα δέντρα.
Σύμφωνα με τον ίδιο, «φαίνεται πως η παραγωγή θα είναι και φέτος μειωμένη στα επίπεδα της περσινής χρονιάς, που είχαμε ακαρπία. Φέτος έχουμε καρπό πάνω στα δέντρα, όμως είναι αφυδατωμένος. Είναι μια καταστροφική χρονιά για τους ελαιοπαραγωγούς».
Αναφορικά με την αιτία του προβλήματος, ο ίδιος ανέφερε πως «η Κρήτη μπορεί να είναι προνομιούχο νησί καθώς έχει φαράγγια και φυσικές λεκάνες, όμως δεν έχουν δημιουργηθεί έργα υποδομής που να συγκρατούν το νερό, με αποτέλεσμα τον χειμώνα να χύνεται στη θάλασσα. Πλέον όμως, εξαιτίας και της κλιματικής αλλαγής, έχουμε φτάσει στο σημείο μηδέν».
«Αντί να βγάλουν καρπό, πάλευαν να ζήσουν»
Αντίστοιχη κατάσταση μετέφερε στη «Κ» και ο Ανδρέας Κότσαλος, ελαιοπαραγωγός στο Αιτωλικό Μεσολογγίου, καθώς όπως ανέφερε, «πάμε για ακαρπία σε πολύ μεγάλο ποσοστό των δέντρων στην Αιτωλοακαρνανία για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά. Ειδικά τα ξερικά είδη θα καταστραφούν, δεν έχει βρέξει καθόλου».
Το πρόβλημα γίνεται ακόμη μεγαλύτερο, καθώς όπως σχολίασε, «η Αιτωλοακαρνανία παράγει περισσότερη από τη μισή ποσότητα της ελιάς Καλαμών σε πανελλαδικό επίπεδο. Την άνοιξη όμως είχαμε πολύ υψηλές θερμοκρασίες και το καλοκαίρι μόνιμα καύσωνα. Τα δέντρα αντί να βγάλουν καρπό, πάλευαν να ζήσουν».
«Εχει διαταραχθεί ο βιολογικός κύκλος του δέντρου»
Τα βασικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η καλλιέργεια της ελιάς, σύμφωνα με όσα ανέφερε στην «Κ» ο Θανάσης Μολασιώτης, αναπληρωτής καθηγητής στο τμήμα Γεωπονίας του ΑΠΘ, είναι «οι υψηλές θερμοκρασίες και η έλλειψη νερού. Τα τελευταία χρόνια έχουμε πολύ υψηλές θερμοκρασίες το φθινόπωρο και τον χειμώνα. Οταν όμως έχουμε ζεστό χειμώνα, δεν υπάρχει καλή ανθοφορία στα τέλη της άνοιξης. Επίσης, τα καλοκαίρια είδαμε παρατεταμένους καύσωνες σε πολλές ελαιοπαραγωγικές περιοχές. Ως αποτέλεσμα, η ελιά καταπονείται παρότι είναι ξηροθερμικό είδος».
Ταυτόχρονα, «έχει χαθεί η κανονικότητα των βροχοπτώσεων. Τα τελευταία χρόνια έχουμε άνυδρο φθινόπωρο και χειμώνα, γεγονός που επιτείνει τα προβλήματα στην ανθοφορία της ελιάς. Εχει διαταραχθεί ο βιολογικός κύκλος του δέντρου».
Σημαντικότερο πρόβλημα αντιμετωπίζουν σύμφωνα με τον ίδιο οι ελαιώνες στη νότια Ελλάδα, «όπου υπάρχουν κυρίως λαδοελιές. Οταν δεν βρέχει, αυτοί οι ελαιώνες είναι πολύ ευάλωτοι στην ξηρασία».
Η ελιά έχει μεγάλη προσαρμοστικότητα. Οι ποικιλίες που καλλιεργούμε, βρίσκονται στην Ελλάδα εδώ και αιώνες. Επομένως, θεωρώ πως σε βάθος ετών η ελιά θα καταφέρει να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες. Είναι σημαντικό όμως να τη βοηθήσουμε κι εμείς.
Γενικότερα όμως, «πρόκειται για ένα πρόβλημα που αντιμετωπίζει όλη η Μεσόγειος, ειδικά η Ισπανία που παράγει περίπου το μισό ελαιόλαδο παγκοσμίως. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος της αύξησης της τιμής του ελαιολάδου. Η κλιματική κρίση όμως, έχει νικητές και χαμένους. Βλέπουμε πλέον χώρες, όπως η Κροατία, που καλλιεργούν πολύ περισσότερο ελιές, γιατί δεν κάνει τόσο κρύο όσο παλαιότερα. Αντίστοιχα, στη Μεσόγειο, η καλλιέργεια έχει αρχίσει να δυσκολεύει».
Προκειμένου αυτό το φαινόμενο να περιοριστεί, ο ίδιος κρίνει πως «θα πρέπει οι καλλιεργητές να αλλάξουν τρόπο καλλιέργειας. Αλλωστε, δεν μπορούμε να τα βάλουμε με τον καιρό. Επομένως, δεν μπορούμε να καλλιεργούμε την ελιά όπως πριν από λίγα χρόνια. Θα πρέπει να εφαρμοστούν καλλιεργητικές πρακτικές που έχουν να κάνουν με την άρδευση και το κλάδεμα των δέντρων και να αφήσουμε τους ελαιώνες σε ένα πιο φυσικό οικοσύστημα».
Ο ίδιος πάντως παραμένει αισιόδοξος, καθώς «η ελιά έχει μεγάλη προσαρμοστικότητα. Οι ποικιλίες που καλλιεργούμε, βρίσκονται στην Ελλάδα εδώ και αιώνες. Επομένως, θεωρώ πως σε βάθος ετών η ελιά θα καταφέρει να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες. Είναι σημαντικό όμως να τη βοηθήσουμε κι εμείς».