Η διαφοροποίηση από την προηγούμενη θητεία το 2016-2020 του Ντ., Τράμπ και τις καλές τότε σχέσεις του, -κυρίως με αναθέσεις δημοσίων έργων στις εταιρείες του- ,οφείλονταν στο γεγονός ότι η Τουρκία ήταν μια αναπτυσσόμενη χώρα τη Μέσης Ανατολής, πιστή σύμμαχος στο ΝΑΤΟ . Και όχι μιας χώρα μεγαλομανής, αυταρχική και επιθετική προς αναβίωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που έχει προκαλέσει όλες τιε γειτονικές της χώρες(από τα αραβικά κράτη, τη Συρία και το Ισραήλ έως την Ελλάδα, την Αρμενία και την Κύπρο) για λόγους ηγεμονίας και με την τακτική της να έχει στενές σχέσεις με τον Βλ. Πούτιν και την Κίνα , κόντρα στις επιλογές του ΝΑΤΟ , τη Ε.Ε. και των ΗΠΑ.
Η νευρικότητα στην Άγκυρα από τα πρόσωπα της κυβέρνησης Τραμπ οδηγεί σε σκέψεις και προτάσεις πανικού , μετά μάλιστα τα σχετικά αποκαλυπτικά -απαισιόδοξα δημοσιεύματα των διεθνών ΜΜΕ.
Σχεδόν βέβαιη η επιστροφή στο υπουργικό συμβούλιο του γαμπρού του Ερντογάν και πρώην υπουργού Οικονομικών, Μπεράτ Αλμπαϊράκ, καθώς διατηρεί εξαιρετικές σχέσεις με τον επανεκλεγέντα αμερικανό πρόεδρο και τον γαμπρό του, Τζάρεντ Κούσνερ.
Κρίσιμη παράμετρος για την Ελλάδα είναι και ο τρόπος με τον οποίο θα επιδράσει το εκλογικό αποτέλεσμα στις ΗΠΑ στην ελληνοτουρκική σχέση. Κατά το παρελθόν ήταν γνωστή η προνομιακή σχέση Τραμπ-Ερντογάν.
Εκτιμάται όμως ότι η σχέση αυτή περνά πλέον και από το Ισραήλ, υπό την εξής έννοια: Ο Ντόναλντ Τραμπ τάσσεται αναφανδόν υπέρ του, ενώ η Τουρκία έχει στραφεί σε τέτοιο βαθμό στον μουσουλμανικό κόσμο, που δύσκολα θα βρει αμερικανική υποστήριξη δίχως όρους και προϋποθέσεις.
Αναθάρρησε ή τρομοκρατήθηκε η Τουρκία με την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ; Προς το παρόν φαίνεται να τηρεί στάση αναμονής αλλά με τα μάτια καρφωμένα στις επιλογές των προσώπων που κάνει ο νεοεκλεγείς πρόεδρος για τις κρίσιμες θέσεις της αμερικανικής κυβέρνησης.
Παρόλα αυτά, η ανατίμηση της τουρκικής λίρας, αμέσως μετά τη νίκη Τραμπ, προδίδει ότι οι οικονομικοί κύκλοι στη χώρα, προς στιγμήν, όντως αναθάρρησαν διαβλέποντας προοπτικές στενότερης οικονομικής, μεταξύ άλλων, συνεργασίας με τις ΗΠΑ. Κάτι που εξάλλου άφησε να εννοηθεί και ο ίδιος ο τούρκος πρόεδρος.
«Η κυβέρνηση Τραμπ βλέπει την οικονομία ως μια από τις προτεραιότητές της. Η Τουρκία είναι μια χώρα που προσφέρει επενδυτικές ευκαιρίες με τη στρατηγική γεωγραφική της θέση και τον πληθυσμό της. Είναι δυνατόν να αναπτυχθούν νέες συνεργασίες ιδίως στους τομείς της ενέργειας, των υποδομών και της τεχνολογίας», υποστήριξε ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, αποκαλύπτοντας μέρος των προσδοκιών της Άγκυρας, η οποία συνεχίζει να αναζητά σανίδα σωτηρίας για την αναστήλωση της υπό κατάρρευση οικονομίας της.
Τέλος, ο τούρκος πρόεδρος άφησε ανοικτό και το ενδεχόμενο συνεργασίας της χώρας στον τομέα της τεχνολογίας με τον Ίλον Μασκ, ο οποίος αναλαμβάνει επικεφαλής υπηρεσίας για την κυβερνητική αποτελεσματικότητα.
Τα αγκάθια των σχέσεων Αγκυρας – Ουάσιγκτον
Τα τελευταία χρόνια, έχουν αναδειχθεί μια σειρά από «αγκάθια» στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, με κορυφαία την συνεργασία της Ουάσινγκτον με τις ένοπλες κουρδικές μονάδες (YPG) στη βόρεια Συρία τις οποίες η Άγκυρα θεωρεί «τρομοκράτες του ΡΚΚ», την προμήθεια ρωσικών αντιπυραυλικών συστημάτων S-400 από την Τουρκία και τη στάση της Άγκυρας υπέρ της Χαμάς.
Ενδεικτική της υπόγειας νευρικότητας και εγρήγορσης της Άγκυρας, εν όψει των εξελίξεων στις ΗΠΑ, είναι η ανακίνηση του ονόματος του προεδρικού γαμπρού, πρώην υπουργού Οικονομικών, Μπεράτ Αλμπαϊράκ, στα τουρκικά social media. Η επιστροφή του στο υπουργικό συμβούλιο θεωρείται σχεδόν βέβαιη, καθώς διατηρεί εξαιρετικές σχέσεις με τον επανεκλεγέντα αμερικανό πρόεδρο και τον γαμπρό του, Τζάρεντ Κούσνερ.
Στο μεταξύ, μουδιασμένη φαίνεται να άφησε την τουρκική κυβέρνηση η είδηση ότι ο 53χρονος γερουσιαστής από τη Φλόριντα, Μάρκο Ρούμπιο, έχει «κλειδώσει» για τη θέση του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ. Είναι γνωστή η δριμύτατη κριτική του κατά του «καθεστώτος Ερντογάν», οι θέσεις του για τη Γάζα και την «τρομοκρατική Χαμάς», αλλά και οι δεσμοί του με το σύστημα του υπ' αριθμόν ένα εχθρού του Ερντογάν, πανίσχυρου τούρκου ιμάμη και ηγέτη της οργάνωσης Χισμέτ, Φετουλάχ Γκιουλέν, που πέθανε πρόσφατα.
«Φιλία στην πολιτική και στο εμπόριο δεν υπάρχει»
Ένα είναι το «κλειδί» στις αναλύσεις για τον προσανατολισμό που θα πάρουν από τις 20 Ιανουαρίου, ημέρα ανάληψης των καθηκόντων του νέου προέδρου, οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις, υποστηρίζει μιλώντας στο Βήμα, ο γνωστός τούρκος αναλυτής Μουράτ Γετκίν: «το ότι η Τουρκία δεν αποτελεί επείγουσα προτεραιότητα στην λίστα Τραμπ. Αυτό συνιστά πλεονέκτημα για τον Ερντογάν».
Το εγκάρδιο τηλεφώνημα στον «φίλο» Τραμπ από τον τούρκο πρόεδρο, αμέσως μετά την νίκη του, δεν προδικάζει, ούτε αποτυπώνει κάτι αντικειμενικό, προσθέτει ο συνομιλητής μας. «Φιλία στην πολιτική και στο εμπόριο δεν υπάρχει», αναφέρει.
Η χαλάρωση ωστόσο της έντασης στη Μαύρη Θάλασσα με τυχόν διευθέτηση του Ουκρανικού «θα ήταν επωφελής για την Τουρκία» εκτιμά ο Γετκίν, θεωρώντας ωστόσο απίθανο ο Τραμπ να εγκαταλείψει προς το παρόν τη στρατιωτική συνεργασία των Αμερικανών με τις κουρδικές ομάδες που συνδέονται με το PKK στη βόρεια Συρία. Από την άλλη, δεν είναι σαφές πώς θα μπορούσε να σταματήσει το Ισραήλ τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του. Παρόλο που «δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι κάποτε ο Τραμπ έπεισε τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Μπαχρέιν να έχουν σχέσεις με το Ισραήλ μέσω των Συμφωνιών του Αβραάμ. Τα ΗΑΕ συμμετείχαν ακόμη και σε κοινές στρατιωτικές ασκήσεις με το Ισραήλ».
«Στην Τουρκία υπάρχει μια ψεύτικη ελπίδα για τον Τραμπ»
«Στην Τουρκία υπάρχει μια ψεύτικη ελπίδα για τον Τραμπ», σχολιάζει στο Βήμα ο Αλί Τιραλί, επικεφαλής του τουρκικού think tank IdeaPolitik Institute. «Ο κόσμος πιστεύει ότι ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ θα είναι μάλλον ουδέτερος ή τουλάχιστον δεν θα ασχοληθεί πολύ με τη στρατιωτική δραστηριότητα του Ισραήλ». Παρόλα αυτά, ο Τραμπ, συνεχίζει ο Τιραλί, « θα υποστηρίζει πολύ περισσότερο το Ισραήλ και τον Νετανιάχου από όσο οι Μπάιντεν και Χάρις. Με αποτέλεσμα να δούμε τελικά ένα πιο "γερακίσιο" Τελ Αβίβ».
Ο τούρκος αναλυτής δεν αναμένει «αναδίπλωση» του προέδρου Ερντογάν στο ζήτημα της Γάζας, που κάποιοι αναλυτές θεωρούν προ των πυλών αν δεχθεί αμερικανικές πιέσεις. «Η επίσημη γλώσσα του Ερντογάν και του υπουργού Εξωτερικών Χακάν Φιντάν συνεχίζει, για την ώρα, να είναι ιδιαιτέρως αντιισραηλινή. Η προσέγγιση μεταξύ Ουάσιγκτον και Άγκυρας για τη Γάζα και τον κουρδικό παράγοντα αναμένεται να παραμείνει αποκλίνουσα», λέει.
Τον διορισμό του Ρούμπιο, εκ των αρχιτεκτόνων του νόμου για τον αγωγό EastMed, που έφερε Ελλάδα και Κύπρο στο επίκεντρο της αμερικανικής στρατηγικής στην Ανατολική Μεσόγειο, ο Τιραλί τον αποκαλεί μονολεκτικά «πρόβλημα» τόσο για την Τουρκία όσο και τον ίδιο τον Ερντογάν.
Ο Σεντάτ Εργκίν, αρθρογράφος της φιλοκυβερνητικής εφημερίδας «Χουριέτ», προβλέπει στροφή του Τραμπ προς πολιτικές που διαφέρουν από την παραδοσιακή αμερικανική στάση έναντι του ΝΑΤΟ, κάτι που «θα έχει άμεσες συνέπειες για την Τουρκία». Υπάρχουν, τέλος, τούρκοι αναλυτές, που αισιοδοξούν ότι κατά τη νέα θητεία Τραμπ μπορεί να οριστικοποιηθεί η αγορά των F-16 από την Τουρκία.