Άρης Αλεξανδρής
Η δεκαετία της κρίσης, πέραν της ψευδαίσθησης πως ένας πολυμορφικός εχθρός (πότε ήταν οι πολιτικοί, πότε οι δημοσιογράφοι, πότε οι επιχειρηματίες) απεργάζεται την οικονομική εξόντωση του τίμιου ελληνικού λαού, προκάλεσε και μια μανία πολιτισμικής καταδίωξης. Καθώς περιοδικά, εφημερίδες και δημοσιογραφικοί όμιλοι κατέρρεαν υπό το βάρος της ραγδαίας χρηματοπιστωτικής παρακμής, η ήδη αγανακτισμένη κοινωνία αποφάσισε πως είχε έρθει η ώρα να αποδομήσει την παρακαταθήκη των Μέσων, που κατακρημνίζονταν το ένα μετά το άλλο. Ο Τύπος λειτούργησε εν πολλοίς ως αποδιοπομπαίος τράγος και ως βαλβίδα εκτόνωσης πληγωμένων αισθημάτων.
Το γενικό consensus συγκεφαλαιώνεται σε μία διαπίστωση: τα lifestyle περιοδικά συνέβαλαν δυναμικά στην αποχαύνωση της κοινωνίας και προπαγάνδισαν τον μη βιώσιμο τρόπο ζωής που τώρα ο λαός καλείται να πληρώσει με τόκο. Αν όντως ζούσαμε «πάνω από τις δυνάμεις μας», δηλαδή, δεν φταίμε εμείς, φταίνε εκείνοι που με τα επιδεικτικά άρθρα, τις λαχταριστές φωτογραφίες και τις ελκυστικές διαφημίσεις τους μας παρέσυραν στον λάθος δρόμο. Ως πρωτεργάτης της ποπ μιντιακής κουλτούρας, ο εκδότης Αντώνης Λυμπέρης απορρόφησε μεγάλο μέρος της λαϊκής οργής όταν ο άλλοτε κραταιός όμιλός του πτώχευσε· αυτό όμως δεν ήταν αρκετό: η είδηση του θανάτου του πριν από λίγες ημέρες πυροδότησε πλήθος ειρωνικών αντιδράσεων στα ευεπίφορα στη χαιρεκακία κοινωνικά δίκτυα. Δέκα και πλέον χρόνια δεν ήταν αρκετά για να ξεπλύνουν το στίγμα του «μη ποιοτικού μιντιάρχη».
Ολα έγιναν συναινετικά
Είχαν πολλά στραβά όλες εκείνες οι πληθωρικές εκδόσεις, οι γεμάτες διαρκώς ανανεούμενες οδηγίες για έναν πολυτελή και κουλ βίο. Ταγμένες με ευλάβεια στο είδος της λάμψης που βρίσκει κανείς μόνο στην επιφάνεια, αρνούνταν να τη διαπεράσουν και να ασχοληθούν με κάτι βαθύτερο από τη ροπή μας στην κατανάλωση, αντιμετωπίζοντας έτσι τον αναγνώστη κυρίως ως καταναλωτή, στον οποίο πουλούσαν το εμπορικό τους αφήγημα άλλοτε εντέχνως και άλλοτε τσαπατσούλικα. Η ιδέα όμως πως τα περιοδικά εκδοτών όπως ο Λυμπέρης επιβλήθηκαν στον κόσμο παρά τη θέλησή του ή ξεγελώντας τον, είναι εκτός πραγματικότητας.
Αν έπρεπε να επιβληθούν και να ξεγελάσουν, τα περιοδικά αυτά δεν θα ήταν επιτυχημένα. Ο λόγος της επιτυχίας τους έγκειται στο ότι η διάδοσή τους ήταν εύκολη· στο ότι για ένα μεγάλο διάστημα κάλυψαν υπαρκτές ανάγκες ενός κοινού που τα επέλεξε ακριβώς επειδή μέχρι εκεί έφταναν οι πνευματικές του απαιτήσεις. Η εχθρική διάθεση απέναντι στον Λυμπέρη είναι στην πραγματικότητα κεκαλυμμένη οργή των αποδεκτών της δουλειάς του προς τον ίδιο τους τον εαυτό. Η κρίση ήταν μια διαδικασία αφύπνισης: τελικώς, αποδείχθηκε πως τα ακριβά ρολόγια, τα μεγάλα ταξίδια, οι φανταχτερές έξοδοι και οι ιστορίες για σελέμπριτι δεν έχουν ιδιαίτερη αξία όταν χρωστάς το σπίτι σου στην τράπεζα. Οι οψίμως αφυπνισμένοι δεν ήθελαν να αναλάβουν το κόστος της αφέλειάς τους, γι' αυτό και τα έβαλαν με όσους επένδυσαν στον ύπνο τους.
Πώς να κρίνουμε δίκαια
Ηταν όμως πράγματι τόσο κακός ο δαιμονοποιημένος «glossy» Τύπος; Η αποτίμηση κάθε πράγματος πρέπει να γίνεται μέσα από το πρίσμα της εποχής του, διαφορετικά είναι πολύ πιθανό να πέσουμε στην παγίδα του αναχρονισμού. Συχνά αναφερόμαστε υποτιμητικά στο νεοπλουτίστικο πνεύμα των lifestyle εντύπων του παρελθόντος, αλλά δεν λαμβάνουμε υπόψη ότι τις προδιαδικτυακές εποχές οι περισσότεροι μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορούσαν να γνωρίσουν τον κόσμο που σήμερα απολαμβάνουν ολημερίς σε δεκάδες apps.
Μπορεί κάποιος να δει τα «εμβληματικά» έντυπα του Αντώνη Λυμπέρη ως πύλες προς τη ματαιοδοξία και την απληστία, και να νιώσει έτσι αυτομάτως ότι πλεονεκτεί ηθικά κι αισθητικά απέναντι σε μια ολόκληρη σχολή σκέψης και έκφρασης. Εναλλακτικά, μπορεί να τα δει ως καθρέφτες μιας περιόδου με πολύ λιγότερες ευκαιρίες εξωστρέφειας συγκριτικά με σήμερα και ως μέσα που, με τα διάφορα ελαττώματά τους, έκαναν ό,τι μπορούσαν για την επίτευξη της εξωστρέφειας αυτής. Σε κάθε περίπτωση, επιβάλλεται περισσότερη μετριοπάθεια: τα χαρούμενα emoji κάτω από την είδηση θανάτου ενός ανθρώπου δεν μαρτυρούν ακριβώς πνευματική υπεροχή.