Η φρικώδης υπόθεση με τον αστυνομικό της Βουλής που ερευνάται και δεν έχει εγκληματολογικό προηγούμενο θα είχε πιθανότατα αποφευχθεί ή οπωσδήποτε αποκαλυφθεί πολύ νωρίτερα αν ίσχυε από παλιότερα ο νόμος που μόλις πρόσφατα άρχισε να εφαρμόζεται, με στόχο τη μεγαλύτερη δυνατή προστασία, κυρίως των ανήλικων παιδιών, που υφίστανται ενδοοικογενειακή βία, αλλά και τη διευκόλυνση στην αποκάλυψη των σκοτεινών αυτών εγκλημάτων.
Ο νόμος που άρχισε να ισχύει μόλις τον περασμένο Μάιο και έχει καταγράψει μόνο λίγους μήνες εφαρμογής, σύμφωνα με τα πρώτα στατιστικά στοιχεία της Εισαγγελίας, αποδίδει σημαντικά αποτελέσματα, καθώς προβλέπει την υποχρέωση άμεσης (αυτό έχει μεγάλη σημασία) καταγγελίας στις Αρχές κάθε ένδειξης για ενδοοικογενειακή βία από μια σειρά προσώπων.
Ειδικότερα, ο εν λόγω νόμος, που ψηφίστηκε στο πλαίσιο των ευρύτατων αλλαγών στο ποινικό μας σύστημα από τη σημερινή πολιτική ηγεσία του υπουργείου (Γιώργος Φλωρίδης, Ιωάννης Μπούγας), προβλέπει υποχρέωση καταγγελίας από εκείνους που έρχονται σε επαφή και μπορεί να υποπέσει στην αντίληψή τους περιστατικό ενδοοικογενειακής βίας, με θύματα είτε γυναίκες είτε παιδιά ή άλλα ευάλωτα άτομα, όπως ηλικιωμένοι και άτομα με αναπηρία.
Η υποχρέωσή τους για καταγγελία στις Αρχές όταν υποψιάζονται ενδοοικογενειακή βία προβλέπεται άμεση (αμελλητί) και αν δεν καταγγείλουν τα περιστατικά έχουν ποινικές ευθύνες, δηλαδή παράβαση καθήκοντος.
Το σπουδαιότερο όμως είναι πως τα πρόσωπα αυτά που έχουν υποχρέωση να καταγγείλουν στις Αρχές, υποκαθιστώντας ουσιαστικά τα ίδια τα θύματα, που πρωτίστως, όταν πρόκειται για παιδιά, δεν μιλούν και φοβούνται, έχουν απόλυτο ακαταδίωκτο.
Ας δούμε όμως τι λέει ο ίδιος ο νόμος που ισχύει τους τελευταίους μήνες και δυστυχώς δεν είναι ακόμα γνωστός. Μάλιστα για την εφαρμογή του ο υπουργός Παιδείας Κυριάκος Πιερρακάκης ζήτησε από το υπουργείο Δικαιοσύνης πλήρη ενημέρωση για να σταλεί σχετική εγκύκλιος, πρώτα απ' όλα στους εκπαιδευτικούς (νηπιαγωγούς, δασκάλους, καθηγητές).
Σχετικά με το ακαταδίωκτο προβλέπεται ότι:
1. Οσοι καταγγέλλουν, όταν έχουν σχετικές υποψίες, περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας στις Αρχές προς διερεύνηση «δεν εγκαλούνται, δεν ενάγονται, δεν διώκονται πειθαρχικά, δεν απολύονται, ούτε υφίστανται άλλου είδους κυρώσεις ή δυσμενή μεταχείριση για το περιστατικό που ανέφεραν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, παρά μόνο εάν προέβησαν εν γνώσει τους σε αναληθή αναφορά».
2. Πέρα από το ακαταδίωκτο, όσοι καταγγείλουν περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας δεν έχουν υποχρέωση να εμφανιστούν στο ακροατήριο, αν φθάσει εκεί η υπόθεση, ούτε να εμπλακούν στις δικαστικές διαδικασίες που συνήθως είναι μακροχρόνιες, δηλαδή να πηγαινοέρχονται στα δικαστήρια ως μάρτυρες (αυτά άλλωστε λειτουργούν αποτρεπτικά για τις καταγγελίες), καθώς λαμβάνεται υπ' όψιν η αρχική τους κατάθεση και αυτή λαμβάνεται υπ' όψιν στη συνέχεια των δικαστικών διαδικασιών. που αποτρέπουν πολλούς από τις καταγγελίες.
Εκπαιδευτικοί και γιατροί στην κατηγορία των επαγγελματιών για τους οποίους προβλέπεται υποχρέωση καταγγελίας για περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας
Ποιοι όμως έχουν υποχρέωση να «μιλούν» στις διωκτικές αρχές αντί για τα ίδια τα θύματα που φοβούνται και σιωπούν; H κατηγορία των επαγγελματιών για τους οποίους προβλέπεται υποχρέωση καταγγελίας για περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας είναι μεγάλη. Ξεκινά πρωτίστως από τους εκπαιδευτικούς, νηπιαγωγούς, δασκάλους, καθηγητές, αλλά και μέλη του ειδικού εκπαιδευτικού προσωπικού ή του ειδικού βοηθητικού προσωπικού της πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, κοινωνικούς λειτουργούς, ψυχολόγους, επιμελητές, προπονητές ή γιατρούς που παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε ανήλικα. Επίσης περιλαμβάνονται οι γιατροί όλων των ειδικοτήτων που μπορεί να υποπέσει στην αντίληψή τους περιστατικό ενδοοικογενειακής βίας με θύμα γυναίκα, παιδιά η άλλα άτομα.
Τέλος έχουν προστεθεί και οι φυσικοθεραπευτές και οι φαρμακοποιοί.
Ηδη οι πρώτες καταγγελίες στις Αρχές (Αστυνομία και Εισαγγελία) για περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας έχουν αρχίσει με την εφαρμογή του νέου νόμου και μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις, όπως δηλώνουν στο «Βήμα» δικαστικές πηγές, η αποκάλυψή τους υπήρξε καθοριστικής σημασίας για τα θύματα. Η πρώτη καταγγελία άλλωστε ήταν εκείνη με θύμα την πρώην σύζυγο γνωστού ποινικολόγου, που η κακοποίησή της καταγγέλθηκε όχι από την ίδια αλλά από τον γιατρό στο οποίο κατέφυγε όταν δέχθηκε χτυπήματα από τον τότε σύζυγό της.
Επίσης πολλές καταγγελίες έχουν γίνει, σύμφωνα με εισαγγελικές πηγές, για παιδιά-θύματα ενδοοικογενειακής βίας σε όλη σχεδόν την Αττική, ενώ από το υπουργείο Δικαιοσύνης, που παρακολουθεί τις σχετικές εξελίξεις, δηλώνεται ότι σε όλη την επικράτεια οι σχετικές καταγγελίες αποδίδουν και ήδη ξεπερνούν τις 2.000, προσφέροντας άμεσα τη δυνατότητα δίωξης των δραστών και προστασίας των θυμάτων, κυρίως παιδιών, αλλά και γυναικών και άλλων (ηλικιωμένων και λοιπά).
Το γεγονός άλλωστε ότι η σκοτεινή εγκληματικότητα κακοποίησης γυναικών, παιδιών και άλλων ατόμων μέσα στην οικογένεια παραμένει αθέατη, σκληρή και διαχρονική αποτέλεσε και την αιτιολογία για τη θέσπιση του νέου νόμου, προκειμένου να ανοίξουν στόματα και να αποκαλυφθούν βαριές κακοποιήσεις. Οπως υπογραμμίζει ο υπουργός Δικαιοσύνης Γιώργος Φλωρίδης, «οι σχετικές διατάξεις έχουν αρχίσει να αποδίδουν καθώς τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας παρουσιάζουν μεγάλη αύξηση και πρέπει να αντιμετωπιστούν».
Εξετάζονται και νέες ρυθμίσεις
Προς τούτο, από το υπουργείο Δικαιοσύνης δεν αποκλείουν να προστεθούν άμεσα σε νέο νομοσχέδιο που περιλαμβάνει νέες ρυθμίσεις για αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας (παρουσιάστηκαν από «Το Βήμα» της περασμένης Κυριακής) και άλλα άμεσα και «έξυπνα» μέτρα προκειμένου να κινητοποιηθούν πολλές κατηγορίες επαγγελματιών, σε μια προσπάθεια να βγουν από την αφάνεια τα περιστατικά κακοποίησης κυρίως των ανήλικων παιδιών, καθώς κρίνεται πως η αυστηροποίηση μόνο της νομοθεσίας για την ενδοοικογενειακή βία δεν αρκεί.
Πώς θα τιμωρηθούν οι δράστες, λένε, αν δεν τους γνωρίζουμε και αν η δράση τους δεν καταγγελθεί στις Αρχές; Πάντως το τσουνάμι των περιστατικών βίας, σε πολλές περιπτώσεις ακραίας και αποτρόπαιης, μέσα στην οικογένεια προκαλεί έντονη ανησυχία και προβληματισμό όχι μόνο σε ειδικούς και αρμόδιους. Το θέμα έτσι και αλλιώς είναι πάρα πολύ σοβαρό και με διαστάσεις που δεν είναι εύκολο να προσδιοριστούν. Τα όποια μέτρα αναγκαία.
.