Τετάρτη 15 Ιανουαρίου 2025  17:35:58

Χρύσα Μαλτέζου (1941-2025): Έφυγε η σπουδαία Βυζαντινολόγος. Διεθνώς γνωστή παράλληλα με την Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ. Κύριο

Ένα κείμενο τιμής και μνήμης από την Παρασκευή Κοψιδά-Βρεττού.

Χρύσα Μαλτέζου, μια εξέχουσα οικοδέσποινα των βυζαντινών σπουδών

Προσωπικότητα διεθνούς κύρους η Χρύσα Μαλτέζου στο πεδίο της Ιστορίας, «έφυγε» μόλις στην ανατολή του νέου χρόνου, στις 10 Ιανουαρίου του 2025. Με μακρά, επίμονη, έντιμη και συστηματική ερευνητική και συγγραφική πορεία πάνω σε ένα μεγάλου εύρους ιστορικό αντικείμενο, που αφορά τον μεσαιωνικό ελληνισμό -το Βυζάντιο και όλως ιδιαιτέρως, την Ιστορία της Λατινοκρατίας και την περίοδο της Βενετοκρατίας-, πλούτισε τη σχετική γνώση και μύησε στην κριτική επεξεργασία της πρωτογενούς μαρτυρίας μεγάλα διεθνή ακροατήρια νέων επιστημόνων σε διάφορα πανεπιστήμια της Ευρώπης και της Αμερικής.

Οι σπουδές της σημαντικές: Πανεπιστήμιο Αθηνών, Πανεπιστήμιο Μεσογειακών Σπουδών της Αιξ Αν Προβάνς της Γαλλίας, Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας, Πανεπιστήμιο της Πάδοβας. Οι ακαδημαϊκοί της τίτλοι εντυπωσιακοί: διδάσκουσα στο Πανεπιστήμιο Κρήτης (1977-1982 ως Ειδική Επιστήμων, στο ίδιο Πανεπιστήμιο Καθηγήτρια Μεσαιωνικής Ιστορίας (1982-1994), Διευθύντρια του Τομέα Αρχαίας και Μεσαιωνικής Ιστορίας και Πρόεδρος του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας επίσης στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, Fellow του Dumbarton Oaks Centre for Byzantine Studies, στην Washington (1987), Καθηγήτρια Ιστορίας της περιόδου της Βενετοκρατίας στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του ΕΚΠΑ, Διευθύντρια του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας (1998) και η εκλογή της ως Ακαδημαϊκού (2012), από την Ακαδημία Αθηνών. Δραστήριο μέλος πολλών επιστημονικών φορέων, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, διοργάνωσε μεγάλον αριθμό επιστημονικών συναντήσεων, ελληνικών και διεθνών. Δίδαξε ή έδωσε διαλέξεις και πραγματοποίησε σεμιναριακά μαθήματα σε έγκυρα πανεπιστήμια της Ευρώπης και της Αμερικής (Collège de France, πανεπιστήμιο Σορβόννης, Γενεύης, Βαρκελώνης, Μαδρίτης, Μπολόνιας, Ραβέννας, Βερόνας, Τορίνου, Bερόνας, Βαρσοβίας, Μόσχας, Perth Αυστραλίας κ.λ.π.).

Ως ερευνήτρια και διευθύντρια του Κέντρου Βυζαντινών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών πραγματοποίησε σημαντικό ερευνητικό έργο σε ποικίλα ελληνικά και ιταλικά αρχεία (Μονής Αγίου Ιωάννου Θεολόγου στην Πάτμο, της Μονής Αγίας Λαύρας Καλαβρύτων, αρχεία Κέρκυρας, Κυθήρων, πατριαρχείων Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων... Για τη διάσωση και την επιστημονική αξιοποίηση του Ιστορικού Αρχείου των Κυθήρων, βραβεύτηκε το 1982 από την Ακαδημία Αθηνών. Από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο τιμήθηκε το 2003 με τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος της Τιμής, ενώ το 2007 της απονεμήθηκε το βραβείο Dante Aligheri για τη συμβολή της στη συντήρηση και προβολή των πολιτιστικών αγαθών του ελληνισμού στη Βενετία. Το 2013 εκδόθηκε προς τιμήν της αφιερωματικός τόμος από την Ακαδημία Αθηνών.

Όλα τα παραπάνω, παράλληλα με το ερευνητικό και συγγραφικό της έργο, τεκμηριώνουν τη γόνιμη παρουσία και το σημαντικό της έργο στη Βυζαντινή Ιστορία, όπου ερευνητικά θήτευσε και ο μεγάλος Λευκαδίτης ιστορικός Νίκος Σβορώνος, ακολουθώντας άλλους δρόμους και με διαφορετικά ιστορικά ερωτήματα. Σημειώνουμε ότι για τον Νίκο Σβορώνο επιμελήθηκε τη δίτομη, αφιερωματική προς τιμήν του, συναγωγή μελετών που εκδόθηκε το 1986 από το Πανεπιστήμιο Κρήτης.

Η Χρύσα Μαλτέζου έζησε τα παιδικά και εφηβικά της χρόνια στην πολυπολιτισμική Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου και τελείωσε το περίφημο Αβερώφειο Γυμνάσιο. Σε πρόσφατη συνέντευξή της (Lifo), ομολογεί τα οφειλόμενα στον τόπο που φιλοξένησε και διαμόρφωσε σε σημαντικό βαθμό το πνεύμα της αλλά και την ταυτότητα του κοσμοπολίτη, του ελεύθερου δηλαδή ανθρώπου, ο οποίος απλώνει τον κόσμο του έξω από περιχαρακώσεις τόπων, συνόρων, λαών, πολιτισμών, αποκτώντας την άνεση της προσαρμογής σε κάθε κουλτούρα. «...Η ζωή μου στην Αλεξάνδρεια, σε αυτό το σπουδαίο σταυροδρόμι συνάντησης ετερογενών πολιτισμικών παραδόσεων, μου χάρισε μια πλειάδα ανεξίτηλων εμπειριών, που συνέβαλαν στη μετέπειτα επιστημονική μου σταδιοδρομία... Ζούσαμε σε μια κοινωνία πολυεθνική και πολύγλωσση, που μας έδωσε σημαντικά εφόδια και περγαμηνές. Αναπτύξαμε μια συνείδηση ελληνική, αλλά ταυτόχρονα εντός της κοινωνίας και στο σχολείο υπήρχε ζύμωση και εξελισσόσουν σε πολίτη του κόσμου. Η ελληνικότητά μας, δηλαδή, προβαλλόταν περήφανα χωρίς να περιχαρακώνεται ανάμεσα σε τείχη, νοοτροπίες και στάσεις ελλαδικές...»

Αυτή η φυσική μέθεξη στους πολιτισμούς του κόσμου δεν διεύρυναν απλώς τον διανοητικό και πολιτισμικό της ορίζοντα. Δεν είναι που σφυρηλάτησαν την ελληνική της συνείδηση. Το κυριότερο ήταν η φυσικά προσφερόμενη βίωση της ιστορίας και η ενεργός μέθεξή της σ'αυτήν, η διαμόρφωση μιας συνείδησης ιστορικότητας, γεγονός που ερμηνεύει εν μέρει και την εμβριθή «εγκατάστασή» της στη σπουδή της ιστορίας. Δέχτηκε έτσι την αβίαστη γνωριμία της με την κουλτούρα άλλων λαών, ώστε να αποκτήσει αυτό που ο Καρτέσιος (στον Λόγο περί της μεθόδου) θεωρούσε πως προσφέρουν τα «ταξίδια» στο παρελθόν μέσω της ιστορίας αλλά και τα πραγματικά ταξίδια: να μαθαίνουμε δηλαδή κάτι για τα ήθη άλλων λαών, ώστε να κρίνουμε σωστότερα τα δικά μας...»

Το ερευνητικό και συγγραφικό της έργο -ιδιαίτερα εκτεταμένο πάνω στην ιστορία του Ελληνισμού κατά την περίοδο της λατινοκρατίας, την ανάπτυξη των σχέσεων ανάμεσα στον βυζαντινό και μεταβυζαντινό κόσμο και τη Βενετία, την εξέταση και λειτουργία θεσμών, την ανάδειξη προσωπικοτήτων-, .εγκιβωτίζεται τόσο σε πολυάριθμα βιβλία-μελέτες όσο και σε αναρίθμητα επιστημονικά άρθρα, μετά από εξαντλητική ερευνητική αρχειακή εργασία. Αναφέρουμε όλως ενδεικτικά κάποια από τα βιβλία της, γενικότερου, ενδεχομένως, αναγνωστικού ενδιαφέροντος: Η Κρήτη στη διάρκεια της περιόδου της βενετοκρατίας (1211 - 1669), Κρήτη 1988. Βενετική παρουσία στα Κύθηρα, Αθήνα 1991.

Η Βενετία των Ελλήνων, Αθήνα 1999. «Stradioti»: Οι προστάτες των συνόρων, Αθήνα 2003. Τα Κύθηρα τον καιρό που κυριαρχούσαν οι Βενετοί, Βενετία 2008. Η δική μου Βενετία ή Το χρονικό της δίωξης του Ινστιτούτου Βενετίας, Εκδόσεις Καλλιγράφος, Αθήνα 2016. Άννα Παλαιολογίνα Νοταρά- Μια τραγική μορφή ανάμεσα στον βυζαντινό και τον νέο ελληνικό κόσμο, Βενετία 2004. Χαρακτικά του Ελληνικού Ινστιτούτου Βενετίας, Βενετία 2000. Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας. Πενήντα χρόνια επιστημονικής διαδρομής 1955-2005, Αθήνα 2005. «Ύλη ιστορίας του Βενετοκρατούμενου Ελληνισμού 13ος-19ος αι.», Ηράκλειο, 2022 κ.ά.

Θα ασχοληθούμε εκτενέστερα με το τελευταίο βιβλίο της Χρύσας Μαλτέζου: «Ύλη ιστορίας του Βενετοκρατούμενου Ελληνισμού 13ος-19ος αι.», εκδοτικό γεγονός των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης (Ηράκλειο, 2022). Το έργο αφορά μια πολύ συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, που διερευνάται υπό το πρίσμα της Βενετικής κυριαρχίας στο Βυζάντιο και στον ελληνικό χώρο, εντούτοις διαστέλλεται ο ιστορικός ορίζοντας ώστε να αγκαλιάσει δύο αυτοκρατορίες και να συνδέσει, σε μια διαλεκτική αλληλεπενέργεια, την ιστορική κινητικότητα των εμπλεκομένων στη διάρκεια επτά περίπου εκατονταετιών.

Ο τίτλος δεν είναι τυχαίος. Όπως η ίδια η συγγραφέας μας πληροφορεί στον πρόλογο της έκδοσης, η «Ύλη Ιστορίας» είναι δάνειο από τον Νικηφόρο Βρυέννιο (1064-1138), τίτλος της ανολοκλήρωτης-λόγω θανάτου-, πραγματείας του για την εξιστόρηση των γεγονότων επί της βασιλείας του πεθερού του Αλεξίου Α' Κομνηνού. Η επιλογή ωστόσο του συγκεκριμένου τίτλου από τη συγγραφέα ανταποκρίνεται στη δομή και τη σύνθεση του έργου της πάνω σε ήδη εγνωσμένα-ένα τακτοποιημένο και αρτιωμένο σε σώμα σύνολο ύλης που προέρχεται από προηγούμενα κείμενά της (ακαδημαϊκές παραδόσεις στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, από κεφάλαια που δημοσιεύτηκαν στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους κ.λ.π.) και που συναρμόζονται τώρα ως Ύλη Ιστορίας με έναν παραδειγματικό τρόπο, τόσο από την άποψη της ερευνητικής εντελέχειας και συνεκτικότητας και προσέγγισης των ερευνητικών ερωτημάτων, όσο και από την άποψη της παιδαγωγούσας, διαυγούς, ακριβολόγου γραφής.

Η εξέταση της Βενετοκρατίας σε σχέση με τον Ελληνισμό, είναι ζήτημα που δεν παρουσιάζει-όπως άλλες ιστορικές περίοδοι- σαφήνεια και ενότητα, αλλά μια ρευστότητα που συνδέεται με τα διαφορετικά χρονολογικά όρια και τη διαφορετική γεωγραφική κατανομή της Βενετικής κυριαρχίας στον ελληνικό χώρο και γενικότερα στην ελληνολατινική Ανατολή. Αυτές οι διαφοροποιήσεις δημιουργούν επίσης και σύνθετα ιδεολογικά ζητήματα, όπως η διαφορετική αντίληψη της ελληνικής και ευρύτερα της δυτικής ιστοριογραφίας για τη συγκεκριμένη περίοδο και το θέμα της ενσωμάτωσης της περιόδου βενετικής κυριαρχίας στον κορμό της εθνικής συνείδησης.

Γι'αυτό τον λόγο, η ιστορικός, με την άνεσή της πάνω στο αντικείμενο της βενετοκρατίας και των προβλημάτων που δημιουργεί και γνώστης όλων των τάσεων της κλασικής και σύγχρονης βιβλιογραφίας, από το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου της (Η περίοδος της βενετοκρατίας στην Ελλάδα, σ. 19-57), θα προσδιορίσει επακριβώς και με κριτικό συντονισμό τα συναφή ζητήματα: ορισμούς και εννοιολογήσεις, χρονολογικούς και γεωγραφικούς προσδιορισμούς, απαντήσεις της σύγχρονης ιστοριογραφίας σε ιδεολογικά ζητήματα και κριτικές αποτιμήσεις τους, συνυφασμένα όλα με γεγονότα και αντίστοιχες σημασίες τους.

Οι προσεγγίσεις της κατατείνουν στην ανάδειξη της σημαντικότητας της βενετικής κυριαρχίας τόσο για τον ελληνικό κόσμο όσο και για την ίδια τη Γαληνοτάτη. Σχετικά με το πρώτο, επικαλείται-και σύμφωνα με επισημάνσεις νεότερων ιστορικών-, ως συμβατική αφετηρία του Νέου Ελληνισμού τις αρχές του 13ου αιώνα, εποχή που συμπίπτει με την έναρξη της βενετοκρατίας στον Ελληνικό χώρο.

Το γεγονός συνεπάγεται και τη συνειδητοποίηση της εθνικής ταυτότητας των Ελλήνων, οι οποίοι σύμφωνα και με τον Νίκο Σβορώνο, χρειάστηκε να εναρμονιστούν πολλές, συχνά αντιφατικές, παραδόσεις: η αρχαία ελληνική, υποταγμένη στον Λόγο, ο υπέρλογος Χριστιανισμός, η βυζαντινή αυτοκρατορική απολυταρχία. Και βέβαια οι ξένες φυλετικές και πολιτιστικές επιδράσεις-συχνά υπό την ξένη κατάκτηση. Ήδη όμως, από τον 11ο και 12ο αιώνα αναβιώνει η όλο και συχνότερη χρήση του ονόματος «Έλληνες» κατά τους τελευταίους αιώνες της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Επομένως, «μέσα απ'αυτό το πρίσμα αν εξεταστούν τα πράγματα, είναι προφανές ότι η εποχή της βενετοκρατίας αναδεικνύεται σε κατεξοχήν πεδίο μελέτης των προβλημάτων που συνδέονται με την πολιτισμική συνέχεια των Νεοελλήνων, τη γένεση και ανάπτυξη της νεοελληνικής συνείδησης, τον διάλογο εν ολίγοις των Νεοελλήνων με το ιστορικό παρελθόν τους». (σ. 27).

Σε ό,τι αφορά τη σημασία της περιόδου του Βενετοκρατούμενου Ελληνισμού, για τους ίδιους του Βενετούς: την ταύτισαν με την ιστορία του «βενετικού κράτους της θάλασσας, ενώ οι Δυτικοί αναγνώρισαν σ'αυτή την περίοδο, τη μετακίνηση-μέσω της τέταρτης σταυροφορίας-πλήθους Ευρωπαίων στην Ανατολή, όπου και εγκαταστάθηκαν ή και κυριάρχησαν στις ελληνικές χώρες. Έτσι, η ιστορικός, διευρύνοντας τη σημασία της ιστορίας της βενετοκρατίας, την αναδεικνύει σε τμήμα της γενικότερης ευρωπαϊκής ιστορίας (σ. 27).

Η χαρτογράφηση της Ύλης Ιστορίας, η δομή και η επεξεργασία των επιμέρους ενοτήτων μάς παραδίδεται από την κορυφαία ιστορικό, ως ένα γοητευτικό ταξίδι στην ελληνικότητα έξι αιώνων και ταυτόχρονα στο ανάπτυγμα εν τόπω και χρόνω της βενετικής κυριαρχίας στην ελληνική επικράτεια. και φωτίζει τις μεταμορφώσεις-κοινωνικές, οικονομικές, πολιτισμικές- των τόπων και των ανθρώπων, τις ωσμώσεις, τις αλληλεπιδράσεις, τις δημογραφικές μετακινήσεις, την εμπλοκή των θρησκευτικών δογμάτων, τις σχέσεις εξουσίας, τους θεσμούς, τα κοινωνικά κινήματα...

Ως πεπειραμένη οικοδέσποινα στο οικείο της περιβάλλον, η συγγραφέας, έχοντας εντρυφήσει συνετά και έντιμα στις πηγές της, κάποιες από τις οποίες παραθέτει ενισχύοντας ή τεκμηριώνοντας κριτικά την αφήγησή της, ξεναγεί τον κάθε αναγνώστη στους πολλαπλούς κόσμους που συναρθρώνονται γύρω από τους δύο βασικούς της άξονες: τη Βενετία και τον Ελληνικό Κόσμο. Η ίδια έχει δηλώσει τη συγκινησιακή της σχέση με την έρευνα και τα αρχεία: «Η αρχειακή έρευνα μοιάζει με την αρχαιολογία. Όπως ο αρχαιολόγος σκάβει για να βρει κάτι καινούργιο, ο αρχειακός αναζητά μια σειρά ιστορικών τεκμηρίων. Και η χαρά που σου δίνει η αρχειακή έρευνα είναι ακριβώς αυτή του αρχαιολόγου που χαίρεται όταν βγάζει κάτι μέσα από τη γη, έτσι κι ο ερευνητής των αρχείων, αισθάνεται την ίδια ικανοποίηση όταν εντοπίζει κάποιο νέο τεκμήριο στο αρχείο.

Είναι ένας καινούργιος κόσμος. Μελετάς για παράδειγμα τις διαθήκες του 14ου αιώνα και βρίσκεσαι μπροστά σε μια διαθήκη που είναι κλειστή με βουλοκέρι, κι εσύ πρέπει να την ανοίξεις. Μόνο στη σκέψη ότι ετοιμάζεσαι να σπάσεις το κερί και να ανοίξεις τη διαθήκη που είχε γραφτεί το 1310, ας πούμε, και να τη δεις εσύ για πρώτη φορά... Ε, αυτό είναι ένα σπάνιο συναίσθημα που σε καταλαμβάνει εκείνη την ώρα». (Συνέντευξη στην Αγγελική Ροβάτσου, περιοδικό Φλέα, τεύχ. 50, Απρίλης-Ιούνης 2016, σ. 14-31).

Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η εντελεχής κριτική που ασκεί στην έννοια των τεκμηρίων, αυτών που παραθέτει αυτούσια στη συγγραφή της και που μεταδίδουν το άρωμα της εποχής, ανταποκρίνονται στην παρατήρηση του Ζακ Λε Γκοφ, ότι αυτά δεν είναι αθώα και αντικειμενικά, αλλά εκφράζουν την εξουσία της κοινωνίας του παρελθόντος πάνω στη μνήμη και στο μέλλον, είναι δηλαδή το τεκμήριο ένα μνημείο (Ιστορία και μνήμη). Ενώ ταυτόχρονα διαμορφώνει έναν ιδιαίτερα γοητευτικό τρόπο αφήγησης, ώστε να κατορθώνει να υποτάξει τον επιστημονικό λόγο στην αβίαστη-σχεδόν μυθιστορική- ροή, όπου ο ερευνώμενος κόσμος της, γίνεται κόσμος προσωπικού ενδιαφέροντος του κάθε αναγνώστη.

Η Χρύσα Μαλτέζου «διέσχισε» τη ζωή νοηματοδοτώντάς την με το πλούσιο και επαχθές ερευνητικό, επιστημονικά άρτιο και συγγραφικά πλούσιο, έργο της. Τώρα ο χρόνος αφειδώλευτα προσφέρεται για τη σπουδή αυτού του τεράστιου έργου που επιτέλεσε η εξέχουσα ιστορικός, και το οποίο αφήνει πίσω της ως υπόδειγμα ερευνητικού μόχθου, αφοσίωσης στην αλήθεια, ηθικής άσκησης του εν γένει επιστημονικού έργου. Στην ακαδημαϊκή κοινότητα επαφίεται η εύκαρπη συνέχεια.

Προσθήκη σχολίου

Βεβαιωθείτε ότι εισάγετε τις (*) απαιτούμενες πληροφορίες, όπου ενδείκνυται. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.

Πολυμέσα

Cookies make it easier for us to provide you with our services. With the usage of our services you permit us to use cookies.
Ok Decline