Κόλαφος για τουλάχιστον οκτώ υψηλόβαθμους αξιωματικούς της Ελληνικής Ακτοφυλακής είναι το πόρισμα της έρευνας που διενήργησε η Ανεξάρτητη Αρχή, η οποία επισημαίνει και τα «εμπόδια» που συνάντησε από το ίδιο το Σώμα, κατά τη διερεύνηση της πολύνεκρης τραγωδίας
Mια σειρά από σοβαρές και επίμεμπτες παραλείψεων στα καθήκοντα έρευνας και διάσωσης εκ μέρους ανώτερων αξιωματικών του Λιμενικού Σώματος-Ελληνικής Ακτοφυλακής (Λ.Σ.-ΕΛ.ΑΚΤ.) συμπεραίνει ο Συνήγορος του Πολίτη (ΣτΠ), που ολοκλήρωσε την έρευνά του για το ναυάγιο της Πύλου. Παραλείψεις, που, όπως επισημαίνει στο πόρισμά της η Ανεξάρτητη Αρχή, συνιστούν σαφείς ενδείξεις για τη στοιχειοθέτηση της θανατηφόρου έκθεσης, καθώς και της έκθεσης σε κίνδυνο ζωής, υγείας και σωματικής ακεραιότητας των επιβαινόντων στο αλιευτικό Adriana, κατά το άρθρο 306 Π.Κ, κατά τη διαχείριση του περιστατικού την 13η και 14η Ιουνίου 2023.
Ο ΣτΠ «αποφάσισε να προβεί σε ιδία έρευνα, με την ειδική αρμοδιότητα του Εθνικού Μηχανισμού Διερεύνησης Περιστατικών Αυθαιρεσίας, τον Νοέμβριο του 2023, σε συνέχεια της ρητής άρνησης πειθαρχικής διερεύνησης από το Λιμενικό Σώμα, την οποία είχε ζητήσει η Αρχή στις επιστολές της από τον Ιούνιο 2023, μετά το τραγικό ναυάγιο της Πύλου».
Στο πόρισμά του που αριθμεί 148 σελίδες, «συνέβαλε η συγκέντρωση αποδεικτικού υλικού 5.000 περίπου σελίδων, στο οποίο μεταξύ άλλων, περιλαμβάνονταν έγγραφες απαντήσεις των εμπλεκομένων υπηρεσιών, δημοσιογραφικές έρευνες, 17 ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις, μία έκθεση πραγματογνωμοσύνης και μία γνωμοδότηση που ζήτησε η Αρχή, καθώς και ο φάκελος της δικογραφίας».
Η Ανεξάρτητη Αρχή καταλήγει «σε σαφείς ενδείξεις για οκτώ ανώτερους αξιωματικούς του Λ.Σ.-ΕΛ.ΑΚΤ. ως προς την εκ μέρους τους γνώση και παράβλεψη του κινδύνου για τη ζωή, την υγεία και τη σωματική ακεραιότητα των επιβαινόντων αλλοδαπών στο αλιευτικό Adriana, οι οποίοι κρίνονται ελεγκτέοι για θανατηφόρα έκθεση, καθώς και για έκθεση σε κίνδυνο της ζωής, υγείας και σωματικής ακεραιότητας των επιβαινόντων στο αλιευτικό Adriana, κατά το άρθρο 306 Π.Κ.».
Το πόρισμα της Αρχής αξιολογεί, επίσης, την καταγγελλόμενη ρυμούλκηση του αλιευτικού Adriana από το σκάφος του Λ.Σ.-ΕΛ.ΑΚΤ. που κλήθηκε να προστρέξει.
Το Πόρισμα του Συνηγόρου του Πολίτη για το Ναυάγιο της Πύλου
Τα κρατικά «εμπόδια» στην έρευνα
Ο ΣτΠ καταγγέλλει εξάλλου ότι «κρίσιμα αποδεικτικά στοιχεία δεν της γνωστοποιήθηκαν, παρά τα σχετικά αιτήματά της, ιδίως τα δεδομένα από το κινητό τηλέφωνο του πλοιάρχου Λ.Σ. του σκάφους αυτού, τα οποία διαθέτει το Ναυτοδικείο Πειραιά, και όλες οι συνομιλίες του πλοιάρχου με το Ε.Κ.Σ.Ε.Δ. του Λ.Σ.-ΕΛ.ΑΚΤ. μέχρι την ανατροπή του αλιευτικού, για τις οποίες το Λ.Σ.-ΕΛ.ΑΚΤ. ενημέρωσε, ότι δεν κατεγράφησαν ψηφιακά, παρά τις περί του αντιθέτου προβλεπόμενες διατάξεις.
Ομοίως, δεν τέθηκε υπόψη της Αρχής το καταγραφικό υλικό από τις κάμερες του σκάφους του Λ.Σ.-ΕΛ.ΑΚΤ., για το οποίο υλικό η ενημέρωση του ΛΣ-ΕΛ.ΑΚΤ. ήταν, ότι ήταν εκτός λειτουργίας, λόγω βλάβης. Η αξιολόγηση του ανωτέρω αποδεικτικού υλικού κρίνεται καθοριστική για την θεμελίωση ευθυνών για πρόκληση ναυαγίου».
Το πόρισμα της Ανεξάρτητης Αρχής διαβιβάσθηκε στον Υπουργό Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής για την εκ μέρους του άσκηση πειθαρχικής δικαιοδοσίας και στην Εισαγγελία του Ναυτοδικείου Πειραιά, για την αξιολόγηση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης των σχετικών ποινικών αδικημάτων.
Οι συγκρίσεις με το Φαρμακονήσι
Ο Συνήγορος του Πολίτη κ. Ανδρέας Ποττάκης δήλωσε ότι, «για την Ανεξάρτητη Αρχή, η διαφάνεια της διοικητικής δράσης και η απόδοση ευθυνών, όπου υπάρχουν, για το πολύνεκρο ναυάγιο της Πύλου αποτελεί στοιχειώδες δικαιοκρατικό αίτημα, άρρηκτα συνδεδεμένο με το σεβασμό στο κράτος δικαίου, όπως και η ενδελεχής διερεύνηση από τη διοίκηση, κάθε άλλου περιστατικού που συνδέεται με προσβολή του δικαιώματος στη ζωή, την υγεία και τη σωματική ακεραιότητα.
Ο ΣτΠ υπενθύμισε τις αρχές της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), το οποίο, στην υπόθεση του ναυαγίου του Φαρμακονησίου επεσήμανε ότι οι αρχές «δεν έλαβαν, στο πλαίσιο των εξουσιών τους, τα μέτρα που μπορούσαν να θεωρηθούν, ευλόγως, ικανά να αποτρέψουν τον κίνδυνο».
Το πρωταρχικό, κατά το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, ζήτημα σε μια επιχείρηση έρευνας και διάσωσης είναι αν οι προσπάθειες των αρχών «επικεντρώθηκαν επαρκώς και καταλλήλως, στη ζωή» των εμπλεκομένων προσώπων.