Μια αποκαλυπτική,,ιδιαίτερης αξίας και ποιότητας συνέντευξη από την γνωστή δημοσιογράφο και πρόεδρο της ΕΣΗΕΑ Υποδειγματική δημοσιογραφική δουλειά,και ντοκουμέντο΄ σημαντικό..Σε έναν κατάμεστο από κόσμο Ναό, αυτόν της Αναστάσεως του Κυρίου στα Τίρανα, πραγματοποιήθηκε εχθές Σάββατο, 29 Μαρτίου, η ενθρόνιση του νέου Αρχιεπισκόπου Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας κ. Ιωάννη. Ο διάδοχος του Αρχιεπισκόπου Αναστάσιου, καλείται να κρατήσει το πηδάλιο της Εκκλησίας της Αλβανίας στα ήρεμα ύδατα που την οδήγησε ο προκάτοχος του.
«Θα συνεχίσουμε σε αυτό που μας έλεγε πάντα ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος: Εμείς θα κάνουμε μόνο αυτό που είναι καλό για την Εκκλησία, και, όταν έλεγε για την Εκκλησία, εννοούσε αυτό που είναι καλό για όλα τα μέλη της» τονίζει ο κ. Ιωάννης μέσα από την συνέντευξη του στο «Βήμα».
Αναφέρεται στην πορεία και το μέλλον της Εκκλησίας της Αλβανίας με προεξάρχοντες στόχους τη διαφύλαξη της ενότητάς της και την ενίσχυση της θρησκευτικής συνύπαρξης, ενώ για την εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ Οικουμενικού Πατριαρχείου και Πατριαρχείου Μόσχας πιστεύει ότι «αν υπάρχει καλή θέληση, όλα μπορούν να επιτευχθούν. Από τις διαιρέσεις και τις διχόνοιες όλοι είμαστε χαμένοι, κανείς δεν κερδίζει».
Η κοίμηση του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αλβανίας Αναστασίου σας άφησε μια βαριά κληρονομιά. Μπορείτε να περιγράψετε τα συναισθήματά σας ως διάδοχός του και ποιες είναι οι σκέψεις σας για το μέλλον της Εκκλησίας της Αλβανίας;
«Η εκδημία του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αναστασίου άφησε ένα μεγάλο κενό στην Εκκλησία μας. Αισθανόμασταν ασφαλείς, όταν τον είχαμε, επειδή κάθε πρόβλημα που προέκυπτε το έλυνε εκείνος. Αλλά, καταλαβαίνουμε ότι δεν μπορούσαμε να τον έχουμε σωματικά για πάντα. Παρόλο που είμαστε λυπημένοι που χάσαμε έναν πατέρα και έναν εξαιρετικό ποιμένα, έχουμε και μια μεγάλη παρηγοριά, επειδή θα έχουμε μια ισχυρή φωνή κοντά στον Θεό, που θα προσεύχεται για την Εκκλησία που αγάπησε τόσο πολύ.
Όσον αφορά το μέλλον, νομίζω ότι θα προσπαθήσουμε να συνεχίσουμε, όσο μπορούμε, το έργο του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου, καθώς και το πνεύμα που εκείνος διέδωσε μέσα στην Εκκλησία, επικεντρώνοντας σε ορισμένες κατευθύνσεις: στη διαφύλαξη της διδασκαλίας του Κυρίου, που μεταδόθηκε από τους Αποστόλους μέχρι τις μέρες μας• στην ενότητα της Εκκλησίας• στην ενίσχυση της θρησκευτικής συνύπαρξης• στη φροντίδα για όλους, -ιδιαίτερα για εκείνους που είναι φτωχοί, ασθενείς, ζουν στη μοναξιά και στο περιθώριο- και στην προώθηση του διαλόγου, τόσο του διορθόδοξου, όσο και του διαλόγου με όλους τους άλλους».
Γεννηθήκατε σε ένα μπεκτασικό περιβάλλον. Μέλη της οικογένειάς σας φυλακίστηκαν από το αθεϊστικό καθεστώς. Πότε λάβατε το κάλεσμα του Χριστιανισμού και ποιες δυσκολίες έπρεπε να ξεπεράσετε από τότε;
«Το περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσα ήταν πολύ διαφορετικό από ό,τι γίνεται αντιληπτό απ' έξω. Δεν μπορεί να κατανοηθεί χωρίς τη γνώση όλων των ιστορικών, πολιτιστικών και πολιτικών συνθηκών της χώρας μας. Οι πρόγονοί μου ήταν χριστιανοί, αλλά κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας μετατράπηκαν σε Μπεκτασή. Μια μεγάλη διάδοση του μπεκτασισμού έγινε στην εποχή του Αλή Πασά Τεπελενλή, ο οποίος ήταν και ο ίδιος Μπεκτασή, ιδιαίτερα στο Νότο της Αλβανίας, όπου βρίσκεται και η περιοχή των γονέων μου. Αλλά, η μεταστροφή δεν έγινε αμέσως και δεν είχε θρησκευτικούς λόγους. Οι κύριοι λόγοι ήταν: οι διακρίσεις, το βαρύ φορολογικό σύστημα, καθώς και η επιθυμία για διάφορα οφέλη. Δεν αποκλείονται όμως και άλλοι λόγοι, προσωπικοί ή συλλογικοί. Οι χριστιανοί, ίσως ένιωθαν πιο οικεία αποδεχόμενοι τον μπεκτασισμό, επειδή και δεν έρχονταν σε σύγκρουση με το επίσημο Ισλάμ και ταυτόχρονα μπορούσαν να διατηρήσουν πολλές από τις πρακτικές τους. Αλλά, στην εποχή και στο περιβάλλον που μεγάλωσα εγώ, δεν ασκούσαν κάποια πίστη.
Δεν ήταν ότι εγώ ασκούσα μια πίστη και μετά μεταστράφηκα. Η πρώτη μου επαφή με την πίστη συνέβη το 1974, όταν ήμουν στο τέταρτο έτος του Γυμνασίου (Λυκείου). Τυχαία έπεσε στα χέρια μου η Καινή Διαθήκη, κάτι σπάνιο εκείνη την εποχή. Όταν τη διάβασα, κάτι άλλαξε βαθιά στην ψυχή μου. Ο τρόπος που ήταν γραμμένη, τα απλά αλλά πολύ βαθιά λόγια του Κυρίου με έπεισαν για την αλήθεια της. Αυτές είναι ψυχολογικές αλήθειες. Ακόμη και όταν κάποιος σου λέει κάτι, πολλές φορές, ο τρόπος που σου το λέει σε πείθει ότι είναι αληθινό. Έτσι το Ευαγγέλιο ήταν η πρώτη μου πίστη. Τότε αποφάσισα να βαπτιστώ, κάτι που πραγματοποιήθηκε λίγο αργότερα».
Η υποψηφιότητά σας για τον αρχιεπισκοπικό θρόνο αντιμετωπίστηκε με αντιδράσεις, με το σκεπτικό ότι το ελληνικό στοιχείο της χώρας σας θα περιθωριοποιηθεί. Ποια είναι η απάντησή σας σε αυτές τις ανησυχίες;
«Δεν γνωρίζω ότι αντιμετωπίστηκε με αντιδράσεις, είναι η πρώτη φορά που το ακούω αυτό. Γι' αυτό, αυτή η ερώτηση, μου φαίνεται παράξενη, διότι μέσα στην Εκκλησία δεν υπήρξαν αντιδράσεις, μάλιστα έγινε δεκτή με μεγάλο ενθουσιασμό. Όταν λέω μέσα στην Εκκλησία, συμπεριλαμβάνονται όλα τα μέλη της: Μέλη της Ορθόδοξης Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Αλβανίας είναι όλοι οι βαπτισμένοι στην Ορθόδοξη Εκκλησία και είναι κάτοικοι της Αλβανίας, χωρίς διάκριση καταγωγής.
Πιστεύω ότι κανείς στην Εκκλησία μας δεν αισθάνεται περιθωριοποιημένος και δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας, διότι τίποτα δεν έχει αλλάξει μέσα στην Εκκλησία. Αν έχετε πληροφορίες για ανησυχίες, όποιοι και αν είναι αυτοί, με όλο το σεβασμό που έχουμε για κάθε άνθρωπο ή ομάδα ανθρώπων, νομίζω ότι δεν είναι ζήτημα μέσα στην Εκκλησία. Θα συνεχίσουμε σε αυτό που μας έλεγε πάντα ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος: Εμείς θα κάνουμε μόνο αυτό που είναι καλό για την Εκκλησία, και, όταν έλεγε για την Εκκλησία, εννοούσε αυτό που είναι καλό για όλα τα μέλη της».
Οι σχέσεις μεταξύ του Οικουμενικού Πατριαρχείου και του Πατριαρχείου της Μόσχας βρίσκονται, σήμερα, σε σημείο ρήξης κάνοντας πολλούς να μιλούν ακόμη και για σχίσμα. Κατά τη γνώμη σας, πώς μπορεί να επιλυθεί αυτή η κατάσταση και ποια στάση σκοπεύετε να κρατήσετε σχετικά με όλα αυτά;
«Πιστεύω ότι, αν υπάρχει καλή θέληση, όλα μπορούν να επιτευχθούν. Από τις διαιρέσεις και τις διχόνοιες όλοι είμαστε χαμένοι, κανείς δεν κερδίζει. Σχετικά με τη στάση μας, έχουμε μια γνωστή απόφαση της Συνόδου και δεν έχουμε τίποτα άλλο να προσθέσουμε. Όμως, η Εκκλησία μας θα είναι πάντοτε έτοιμη να δώσει την υποστήριξη και τη μικρή της συμβολή στην επίλυση αυτού του περίπλοκου ζητήματος, προς δόξαν Θεού και για το καλό ολόκληρης της Ορθόδοξης Εκκλησίας».
Η γειτονιά μας δεν παύει να βιώνει διάφορες μορφές αναταραχών που απειλούν την ειρήνη και την ευημερία των αντίστοιχων κοινωνιών. Ποια είναι η στάση της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας απέναντι σε αυτόν τον κίνδυνο και ποιες κοινές πρωτοβουλίες και προσπάθειες, αν υπάρχουν, σχεδιάζετε σε συνεργασία με τις άλλες θρησκευτικές κοινότητες της χώρας σας;
«Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας έχει προσπαθήσει για τη διατήρηση της ειρήνης και της ειρηνικής συνύπαρξης μεταξύ των διαφόρων λαών, ιδιαίτερα με τους γείτονες. Δεν έχουμε αρκεστεί μόνο στα λόγια, αλλά έχουμε κάνει σημαντικές και συνεχείς προσπάθειες για την αποφυγή συγκρούσεων, στο βαθμό που μπορούσαμε. Για τον λόγο αυτό έχει συσταθεί το Διαθρησκειακό Συμβούλιο της Αλβανίας, στο οποίο συμμετέχουν οι επικεφαλής των θρησκευτικών κοινοτήτων στη χώρα μας. Η Εκκλησία μας, υπό την καθοδήγηση του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου, ήταν ενεργή σε όλες τις πρωτοβουλίες για διάλογο και κατανόηση με όλους. Θα προσπαθήσει να αναπτύξει περαιτέρω τη συνεργασία με τις θρησκευτικές κοινότητες, τόσο εντός όσο και εκτός της χώρας. Επίσης, η Ορθόδοξη Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Αλβανίας θα συνεχίσει να είναι φιλική, και επιθυμεί να ζει ειρηνικά με όλους, ακολουθώντας τη συμβουλή του Αγίου Παύλου: «εἰ δυνατόν, τὸ ἐξ ὑμῶν μετὰ πάντων ἀνθρώπων εἰρηνεύοντες». (Ρωμ. 12:18).
«Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή μου και μου άλλαξαν πορεία»
Σεβασμιότατε, όταν σε νεαρή ηλικία αποφασίσατε να επιστρέψετε στη χώρα σας από τη Βοστώνη, όπου σπουδάσατε Θεολογία, σας πέρασε ποτέ από το μυαλό ότι μια μέρα θα βρισκόσασταν στο σημερινό αξίωμα;
«Η πρώτη μου επαφή με τον Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο ήταν το 1992. Ένας από τους καθηγητές μου, ο Μητροπολίτης Βρεσθένης και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Αμερικής Δημήτριος, καθώς ήταν στενός φίλος με τον Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο, από τα πρώτα νεανικά τους χρόνια, μου μίλησε για τη δραστηριότητά του στην Ελλάδα και την ιεραποστολή του στην Αφρική. Μέσω αυτού συνδέθηκα με τον Αρχιεπίσκοπο, στον οποίο είπα ότι, όταν τελειώσω τις σπουδές μου θα επιστρέψω στην Αλβανία. Εκείνος χάρηκε και μου έδωσε συγχαρητήρια. Εκείνη την εποχή η κατάσταση στην Αλβανία ήταν δύσκολη, αλλά σκέφτηκα ότι στην Αμερική ένας ιερέας περισσότερο ή λιγότερο θα ήταν το ίδιο, ενώ στην Αλβανία υπήρχε μεγάλη ανάγκη για κληρικούς.
Επιπλέον, ήταν η χώρα μου, η χώρα όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα και ένιωθα μια υποχρέωση. Αυτοί ήταν οι λόγοι για τους οποίους επέστρεψα. Όσον αφορά τη δεύτερη ερώτηση, είναι δύσκολο να απαντήσω, διότι πλέον πολλές απαντήσεις, ακόμη και αν είναι ειλικρινείς, έχουν γίνει τυποποιημένες και μη πιστευτές. Τις δύο πρώτες δεκαετίες μετά την επιστροφή μου ποτέ δεν μου πέρασε από το μυαλό, διότι δεν ήθελα ένα τέτοιο βάρος. Αλλά ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος επέμενε, λέγοντάς μου συχνά, ότι πρέπει να αναλάβω αυτή την ευθύνη, όμως εγώ δίσταζα για πολλούς λόγους. Μετά από μια μακρά επιμονή από την πλευρά του, πριν από περίπου δύο χρόνια, του είπα ότι, αν είναι το θέλημα του Θεού και αν η Εκκλησία με επιλέξει, δεν θα το αρνηθώ».
Ποια ήταν τα καθοριστικά γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή σας;
«Το πρώτο καθοριστικό γεγονός ήταν η συνάντηση με το Ευαγγέλιο, που άλλαξε όλη την πορεία της ζωής μου και ευχαριστώ συνεχώς στην καρδιά μου τον Θεό για αυτό το ανεκτίμητο δώρο. Αργότερα η συνάντηση και η φιλία μου με έναν μεγάλο πιστό και λόγιο, τον κ. Πέτρο Ζέϊ, ο οποίος έγινε ο ανάδοχός μου. Με αυτόν συνταξιδέψαμε στα δύσκολα χρόνια της κομμουνιστικής καταδίωξης, ως μέλη μιας μικρής υπόγειας εκκλησίας. Προσεύχομαι πάντα για την ανάπαυση της ευγενικής ψυχής του. Σημαντικά γεγονότα στη ζωή μου, ήταν επίσης, η ευκαιρία που μου δόθηκε να φύγω από την Αλβανία και να σπουδάσω στη Βοστώνη και η συνάντηση με τον Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο, ο οποίος έγινε παράδειγμα για μένα και για τον κλήρο στην Αλβανία, για το πώς πρέπει να είναι ένας ορθόδοξος κληρικός. Ευχαριστώ συνεχώς τον Θεό που γνώρισα και έζησα με αυτούς τους σπάνιους ανθρώπους».