Ενα από τα πρώτα «errata», όπως συνηθίζονται να αναφέρονται τα τυπογραφικά λάθη, εντοπίστηκε στην αυστηρή δογματική μετάφραση της Καινής Διαθήκης στα αγγλικά, του 1562. Εκεί, στο Κατά Ματθαίον κεφάλαιο 5 όπου περιέχονται οι Μακαρισμοί, αναγράφτηκε «Μακάριοι οι τοποτηρητές» και όχι «οι ειρηνοποιοί» όπως ήταν το σωστό. Σε μια μεταγενέστερη μετάφραση της Βίβλου, στην εκδοχή του Βασιλιά Ιακώβου, το 1631, παραλείφθηκε το «ου» (not) στην εντολή προς τον Μωυσή «Ου μοιχεύσεις».
Στην εκδοχή του Βασιλιά Ιακώβου, το 1823, στη Γένεση η λέξη «νεανίδα» αντικαταστάθηκε εσφαλμένα με «καμήλα» ενώ στο ίδιο βιβλίο αλλά μετάφραση του 1944 στις επιστολές του Πέτρου, αν και το σωστό είναι οι «άγιες γυναίκες που εμπιστεύονταν τον Θεό, να υποτάσσονται στους συζύγους τους», εδώ αναφέρθηκαν ως «γυναίκες κουκουβάγιες». Δεν είναι βέβαια όλα τα λάθη που εντοπίστηκαν ανά τους αιώνες στα Αγια Κείμενα ανεπαίσθητα.
Σε μια έκδοση του 1716 της Παλαιάς Διαθήκης, ο Ιερεμίας εμφανίστηκε να γράφει «αμαρτήστε περισσότερο» ενώ σε μια έκδοση του 1763, στο εδάφιο των Ψαλμών, μια λανθασμένη σύνταξη οδήγησε στη διατύπωση της φράσης «ο ανόητος είπε ότι στην καρδιά του υπάρχει ο Θεός». Ακόμα, σε αντίγραφο του 1632 της Καινής Διαθήκης του Βασιλιά Ιακώβου που κυκλοφόρησε από τον οίκο Barker and Lucas, στο εδάφιο των Δέκα Εντολών, ένα ξεχασμένο «ου», παρέτρεπε τον πιστό να μοιχεύσει.
Αρκετά λάθη περιλαμβάνονται και στα έργα του Σαίξπηρ, χωρίς ωστόσο κανένας να έχει αποπειραθεί να τα διορθώσει σε μεταγενέστερες εκδόσεις. Αν το είχε κάνει, όπως επισημαίνει ο συνάδελφός του στο θέατρο και φίλος - εχθρός του Μπεν Τζόνσον, «θα είχε σβήσει χίλια». Παρά το υψηλό του πνεύμα, ο Βάρδος είτε από έλλειψη ενδιαφέροντος είτε από πεποίθηση, ήταν συχνά ανενημέρωτος, γεγονός που συνέτεινε στη συσσώρευση λαθών στα έργα του, κάποια μάλιστα με κωμικές προεκτάσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η αναφορά του στο «Μια χειμωνιάτικη ιστορία» όπου σημειώνει ότι η Βοημία έχει ακτή ενώ στον «Ιούλιο Καίσαρα», ο Κάσσιος εμφανίζεται να χρησιμοποιεί ρολόι περίπου 14 αιώνες πριν εφευρεθεί.
Αλλά και στους «Δύο άρχοντες της Βερόνας» γράφει ότι πλέουν για το Μιλάνο, κάτι που είναι γεωγραφικά αδύνατο. Αντίστοιχα, η περιγραφή της Βενετίας στον «Εμπορο της Βενετίας» είναι εντελώς φανταστική αφού ο ίδιος δεν είχε επισκεφτεί ποτέ την πόλη.
Ο Φόκνερ
Σε συχνές γκάφες έπεφτε και ο Γουίλιαμ Φόκνερ, ο οποίος λόγω της πυκνής γραφής του ήταν δύσκολο ακόμα και για τον ίδιο να ακολουθήσει τις λεπτομέρειες της ιστορίας του. Στο «Ιερό» γράφει ότι μια σκηνή διαδραματίζεται στις 5.30 το πρωί και λίγες γραμμές πιο κάτω ισχυρίζεται πως «είναι σχεδόν επτά η ώρα». Στο βιβλίο «Go down, Moses», το σπίτι χτίστηκε το 1813 αλλά σε άλλες ιστορίες το 1807. Κατά μία περιγραφή, πρόκειται για ένα λιτό κτίσμα «δύο δωματίων, το μισό φτιαγμένο από άχυρο και το υπόλοιπο από λασπωμένα κούτσουρα» ενώ πιο κάτω, χαρακτηρίζεται ως ένα «νεοκλασικό, με κίονες κι αρχοντικό που αναβιώνει το ελληνικό στυλ».
Στο ημιτελές μυθιστόρημά του «Αμέρικα» του 1927, ο Φραντς Κάφκα περιγράφει στην αρχή του την άφιξη στην Αμερική του ευρωπαίου μετανάστη Καρλ Ρόβμαν. Μπαίνοντας ο ίδιος με το καράβι στο λιμάνι της πόλης, από την πλώρη του παρατηρεί το Αγαλμα της Ελευθερίας, περιγράφοντας πως στο βραχίονά του φέρει ένα μεγάλο σπαθί. Αραγε, ο συγγραφέας να μην είχε ταξιδέψει ποτέ στην Αμερική και να είχε δει το άγαλμα που φέρει ένα βιβλίο κι έναν πυρσό στα χέρια του ή ήταν ένα σκόπιμο σφάλμα ώστε η πολεμική αναφορά να συνδεθεί με κάτι βαθύτερο μέσα στον ήρωά του;
«Ενα ολίσθημα της γλώσσας μπορεί να είναι διασκεδαστικό» έγραφε ο Σίγκμουντ Φρόιντ στο βιβλίο του «Ψυχοπαθολογία της καθημερινής ζωής», επισημαίνοντας πως μπορεί να βοηθήσει τον γιατρό να προχωρήσει στις ψυχαναλυτικές του μεθόδους. Μόνο ως αστείο μπορεί να εκληφθεί το σφάλμα του τότε αντιπροέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών Τζορτζ Μπους σε ομιλία του, να αναφέρει πως δίπλα στον πρόεδρο Ρίγκαν «είχαμε θριάμβους. Εκανε κάποια σεξ, πισωγυρίσματα». Αντίστοιχα και ο γερουσιαστής Τζον Μακέιν το 2012, συμμετέχοντας στην καμπάνια του Μιτ Ρόμνεϊ σχολίασε: «Είμαι σίγουρος για την ηγεσία... Ο πρόεδρος Ομπάμα θα ανατρέψει αυτή τη χώρα», υποστηρίζοντας ουσιαστικά τον αντίπαλό του.