Της Ουρανίας
Νάτη η καινούργια αρχηγός,
προβάλλει μες στο πλήθος,
κόκκινη τούφα στα μαλλιά,
και παθιασμένο ύφος.
Μα ναι, σαν ν' αδυνάτησε,
σαν να' χει κόψει η δόλια,
έχει πατέρα στο κλουβί,
και μάνα στην κλεισούρα
κι αρραβωνιάρη στη στενή,
που κλαίει και μαραζώνει,
για δε την βλέπει μάτια μου,
φυσάει και δεν κρυώνει!
Πώς θέτε να' βγει εκπομπή,
πως θέτε να' βγει αγώνας,
πάει κι ο Λιάκος χάθηκε,
πως θα βγει ο χειμώνας;
Είναι ο πόνος της βαρύς,
μα δεν το βάζει κάτω,
σαν γυπαετός σηκώθηκε,
σαν άσπρη περιστέρα
Μούντζες σωρό τους έριξε,
και κάμποσες ροχάλες
Αίμα, Τιμή τους φώναξε
να πέσουνε κρεμάλες!
Ήταν η κούραση πολύ,
κι ο αγώνας ήταν μέγας
Κι έκατσε η έρμη να σταθεί,
λίγο να ξαποστάσει,
μία μπριζόλα έφαγε,
εκόντεψε να σκάσει!
Μα πάλι εσηκώθηκε,
το χέρι υψωμένο,
τον σύντροφο εφώναξε
τον πολυαγαπημένο
«Αρτέμη έβγα να σου πω,
Εγέρθητι σου λέω
Τι με θωρείς καθήμενος
κοντομεσής πεσμένος;
Σαν είμαι τώρα αρχηγός
Μωρό μου, είσαι ληγμένος!»