Ειδικότερα, από τον Απρίλιο του 2018 έως τον Ιούνιο του 2022 καταγράφηκαν 240 θάνατοι μεταξύ 2.406 χρηστών ενέσιμων ναρκωτικών που ήταν σε παρακολούθηση.
Η θνησιμότητα είναι 17 φορές μεγαλύτερη από αυτή του γενικού πληθυσμού αντίστοιχης ηλικίας και φύλου και συγχρόνως είναι η μεγαλύτερη που έχει παρατηρηθεί σε Δυτική και Κεντρική Ευρώπη, Βόρεια Αμερική και Αυστραλία, όπου κυμαίνεται από 0,8 έως 1,6 ανά 100 χρήστες ετησίως. Μιλώντας στο «Βήμα» η αναπληρώτρια καθηγήτρια Επιδημιολογίας και Ιατρικής Στατιστικής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Βάνα Σύψα εξηγεί ότι «η αστεγία, η καθυστερημένη διάγνωση των προβλημάτων υγείας, η υπερδοσολογία και η λοίμωξη HIV είναι βασικές αιτίες θανάτου των χρηστών».
Παράλληλα, παραδέχεται ότι υπάρχει υποκαταγραφή των θανάτων χρηστών ψυχοδραστικών ουσιών, αφού οι αιτίες είναι διαθέσιμες από την ΕΛΣΤΑΤ σε μεταγενέστερο χρόνο, ενώ στη Δίωξη Ναρκωτικών καταχωρούνται ως επιβεβαιωθέντες θάνατοι μόνο όταν ως αιτία θανάτου στα αποτελέσματα των ιατροδικαστικών εξετάσεων και των τοξικολογικών αναλύσεων αναφέρεται η χρήση ναρκωτικών ουσιών. Σε διαφορετική περίπτωση, όταν πιθανολογείται η κατάχρηση ουσιών ως αιτία θανάτου καταχωρούνται απλώς ως «αναφερθέντες θάνατοι» από χρήση.
Είναι ενδεικτικό ότι σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΚΤΕΠΝ από τις 521 νέες διαγνώσεις HIV το 2021, εκ των οποίων οι 423 είχαν γνωστή κατηγορία μετάδοσης, οι 86 ήταν λόγω ενέσιμης χρήσης (20% το υψηλότερο ποσοστό της τελευταίας 8ετίας). Η κοινωνιολόγος και αντιπρόεδρος του ΚΕΘΕΑ Φωτεινή Λεομπίλλα εκτιμά με τη σειρά της ότι η αυξημένη θνησιμότητα οφείλεται σε τρεις λόγους: Στη δυσκολία πρόσβασης των χρηστών στο σύστημα υγείας, στην HIV λοίμωξη και στην υπερδοσολογία. «Πρόκειται για έναν πληθυσμό που πεθαίνει επειδή δεν καταφεύγει εύκολα για διαγνωστικούς ελέγχους.
Οι χρήστες δυσκολεύονται να έχουν πρόσβαση στο σύστημα υγείας, το οποίο δεν είναι ιδιαίτερα φιλικό μαζί τους» σχολιάζει και προσθέτει: «Βασική αιτία θανάτου είναι επίσης τα λοιμώδη νοσήματα. Πολλοί χρήστες είναι θετικοί στον HIV και δεν το γνωρίζουν, ενώ ακόμα κι αν το ξέρουν δεν λαμβάνουν την αγωγή τους. Αλλοι πάλι καταλήγουν από overdose (υπερδοσολογία) εξαιτίας της έλλειψης ναλοξόνης».