Δεν αξίζει να ασχολούμαστε ιδιαιτέρως με εκείνους που βρίζουν τον Διονύση Σαββόπουλο επειδή δήλωσε τις προάλλες πως θα επιθυμούσε αυτοδύναμη κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Οσοι δεν διακατέχονται από σύμπλεγμα κατωτερότητας ή από μια ολοκληρωτικού τύπου κομματική στράτευση, όσοι αισθάνονται γνησίως προδομένοι επειδή ο προσφιλής τους καλλιτέχνης έγινε – λέει – οψίμως δεξιός, μάλλον ουδέποτε είχαν καταλάβει το πνεύμα του έργου του. Το οποίο έργο ανέκαθεν στεκόταν πάνω «από ανοησίες και ψευτιές και μουρλές πολιτικές».
Ηταν «αλήτικο, ελλαδίτικο...». Εξ απαλών ονύχων ο Διονύσης Σαββόπουλος εννοούσε τον κόσμο, ιδίως δε τον τόπο μας, ως ιπτάμενο μεταξύ ουρανού και γης. Για αυτό και τον ποθούσε «σαν αχόρταγο παιδί». Για αυτό και στην τόσο ευρύχωρη ποίησή του σμίγουν ο Ντίλαν και ο Πεντζίκης. Και ο συγκλονιστικός εκείνος πρώτος έλλην αεροπόρος και χορευτής στις Δελφικές Γιορτές των Σικελιανών, «ελληνοράπτης και φαντασιομέτρης» – για τον Θάνο Μούρραη-Βελλούδιο μιλάω, αναζητήστε τον και θα πλουτίσετε.
Αλλο με τριβελίζει εμένα. Αλλο με τρώει. Γιατί ο Σαββόπουλος έχει, εδώ και κάμποσα χρόνια, σταματήσει να συνθέτει; Τι τον οδήγησε να κηρύξει το έργο του περαιωθέν, να ανακοινώσει ότι εφεξής θα πορεύεται αποκλειστικά ως ερμηνευτής τραγουδιών, δικών του και ξένων;
Ο δημιουργός, θα πείτε ίσως, κάποτε ολοκληρώνει. Μακάρι να έχει γνώθι σαυτόν, ώστε να το πάρει πρέφα. Και τόλμη για να το παραδεχθεί, για να μην καταντήσει να μιμείται τον παλιό εαυτό του, ξεθωριασμένο είδωλο μιας άλλης εποχής. Ο Μίκης Θεοδωράκης το είχε εκφράσει με συγκινητική ειλικρίνεια. «Μπορώ να φτιάξω», είχε πει, «χίλια ακόμα τραγούδια. Δεν θα πηγάζουν όμως από μέσα μου, από την ψυχική μου ανάγκη. Θα είναι κατασκευές. Και δεν το καταδέχομαι...».
Επιτρέψτε μου να εγείρω ένσταση. Τι είναι ο καλλιτέχνης; Ενα βλέμμα είναι στην ύπαρξη, στην ανθρώπινη κατάσταση. Βλέμμα απροσδόκητο, ανατρεπτικό, δυναμιτιστικό μακάρι. Μας δείχνει ό,τι δεν διακρίνεται. Ο,τι λανθάνει ή διαφεύγει. Με τα υλικά των ζωών μας πλάθει ο καλλιτέχνης το δικό του σύμπαν, που αντανακλά σαν μεγεθυντικός καθρέφτης την πραγματικότητα. Οταν μιλάμε δε για αριστουργήματα, το έργο ξεπερνά την εποχή του, διαρκεί στους αιώνες.
Σκουριάζει το βλέμμα; Στερεύει η έμπνευση καθώς περνούν τα χρόνια; Ειλικρινά δεν βρίσκω λόγο. Στην πρώτη νιότη σου σε ερεθίζει οτιδήποτε συμβαίνει γύρω σου και εντός σου, λαχταράς να μεταβολίσεις κάθε εμπειρία σε τέχνη. Στη μέση ηλικία έχεις πλέον ελέγξει τα μέσα σου. Κατακτάς μια λιτότητα, η οποία κατά το γήρας εξελίσσεται σε σοφία. Σε μια σοφία σπαραχτική. Τη βρίσκουμε στις τελευταίες νουβέλες του Φίλιπ Ροθ. Στα ύστερα ποιήματα του Σεφέρη. Στις ταινίες, ακόμα ακόμα, που σκηνοθετεί ο ογδοντάρης, ο ενενηντάρης Κλιντ Ιστγουντ. Ο καλλιτέχνης λογικά πρέπει να δημιουργεί ως τη στερνή πνοή του.
Τα γεγονότα με διαψεύδουν. Οι μουσικοί, στην πλειονότητά τους, συνθέτουν τα εμβληματικά κομμάτια τους προτού γκριζάρουν. Οι αφηγητές των λέξεων και των εικόνων επίσης. Τριαντάρης δημοσίευσε ο Ροΐδης την «Πάπισσα Ιωάννα». Στην ίδια περίπου ηλικία ο Καραγάτσης τον «Γιούγκερμαν». Στα 26 σκηνοθέτησε ο Ορσον Γουέλς τον «Πολίτη Κέιν», ενώ ο Ρεμπό εγκατέλειψε την ποίηση μόλις εικοσάρισε. Οι εξαιρέσεις του Καβάφη, του Ελύτη – που εξακολούθησε να γράφει και μετά το Νομπέλ – μάλλον επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
Γιατί συμβαίνει αυτό; Την πειστικότερη εξήγηση μου την έδωσε κάποτε ο χαρισματικός παραγωγός Ηλίας Μαροσούλης. «Βαραίνει πάνω τους το παρελθόν...», μου είπε. «Ο,τι καινούργιο και να τραγουδήσει ο Πάριος, πάντα θα του ζητούν στο τέλος της βραδιάς, στο τσακίρ κέφι, τα «Μάτια μπλε». Το «Απορώ με την καρδιά μου»...». Ομοίως και οι Ρόλινγκ Στόουνς. Στις συναυλίες που ακόμα κάνουν, τα στάδια πυρπολούνται με το «Σατισφάξιον». Του 1965.
Δεν σκουριάζει το βλέμμα. Απαιτεί απλώς το κοινό από τον καλλιτέχνη να μένει πιστός στη νεανική εικόνα του. Οπως τον έχουν αγαπήσει, συνηθίσει. Από την ικανότητα του δημιουργού να αντιστέκεται στις προσδοκίες των θαυμαστών του εξαρτάται η διάρκεια της δημιουργίας.