Μου άρεσε τόσο πολύ που όταν ο Ολυμπιακός μετακόμισε στη Ριζούπολη, ζήτησα από τους γονείς μου να ξαναπάω, αυτή τη φορά σε ένα ντέρμπι «αιωνίων». Δεν αντιλήφθηκα από την πρώτη στιγμή πως ο πατέρας μου, που θα με συνόδευε, θα έπρεπε να είναι κάπως προσεκτικός. Ηταν φυσιολογικό να τσακωνόμαστε στα ντέρμπι, την ημέρα του αγώνα όμως ήξερα πια πως δεν πρέπει να αναφέρω δυνατά τι ομάδα είναι.
Και εκείνος έπαιξε τον ρόλο του, χειροκροτώντας ευγενικά τα γκολ που έφεραν την ήττα του Παναθηναϊκού δίπλα σε μια δεκατριάχρονη που ούρλιαζε από ενθουσιασμό. Την επόμενη φορά οι ρόλοι άλλαξαν: παρακολούθησα ανέκφραστη στη Λεωφόρο μια ισοπαλία που μου στοίχισε, γιατί, όπως πάντα, περίμενα κάτι καλύτερο. Τα στοιχειώδη μέτρα ασφαλείας είχαν ως αποτέλεσμα την επιστροφή στο σπίτι χωρίς δράματα και τραύματα.
Η πραγματικότητα των γηπέδων είναι μια συζήτηση. Δεν είναι όμως αυτή η κυρίαρχη στην υπόθεση της δολοφονίας του Μιχάλη Κατσουρή. Οι οπαδοί της Ντιναμό Ζάγκρεμπ, άλλωστε, δεν θα αναρωτιούνταν αν κάποιος χειροκροτάει ευγενικά ή όχι πριν τον μαχαιρώσουν. Το επιχειρησιακό φιάσκο της Ελληνικής Αστυνομίας έφερε στην επιφάνεια ένα ερώτημα που επανέρχεται τελευταία σε όλη την Ευρώπη – κάθε φορά που οι ακροδεξιοί κάνουν αισθητή την παρουσία τους στα γήπεδα, έχουν ήδη κερδίσει τον χώρο τους στην κοινωνία.
Είναι εύκολο να αποδώσουμε τη βία και τη χρήση των συμβόλων σε ένα τσούρμο άμυαλων τύπων που συνειδητοποίησαν ξαφνικά πως κάπου ανήκουν, όμως τέτοιου είδους επιλογές έχουν ξεκάθαρο προσδιορισμό. Οι ίδιοι άνθρωποι, είτε καταλαβαίνουν τι κάνουν είτε όχι, ασπάζονται και προωθούν εντός του κύκλου τους μια ατζέντα που έχει και κοινοβουλευτικά στηρίγματα – όχι μόνο εδώ, παντού. Το πρώτο βήμα για τη λύση ενός προβλήματος είναι η παραδοχή της ύπαρξής του. Και σίγουρα δεν είναι τόσο απλή όσο ένα απόγευμα incognito στην έδρα του αντιπάλου.