Το 2020 ξεκίνησε ένα μεγάλο πρόγραμμα αποκατάστασης του ψηφιδωτού, το οποίο απεικονίζει τη μάχη της Ισσού.
Οι διαστάσεις του φτάνουν τα 5,83 επί 3,13 μέτρα και, όπως υποθέτει κανείς, είναι βαρύ – ζυγίζει επτά τόνους. Είχαν χρειαστεί 16 βόδια για να το μεταφέρουν από την Πομπηία, όπου ανακαλύφθηκε το 1831, μέχρι τη Νάπολη. Στη διαδρομή, το κιβώτιο που το περιείχε έπεσε από το κάρο, χωρίς ευτυχώς να προκληθεί ζημιά, όχι όμως και χωρίς να ανησυχήσουν όσοι υποστήριζαν τότε ότι το περίφημο ψηφιδωτό του Μεγάλου Αλεξάνδρου έπρεπε να παραμείνει στην πολυτελή ρωμαϊκή οικία όπου εντοπίστηκε.
Συνολικά 12 χρόνια είχαν διαρκέσει οι διαμάχες για την κατά χώρα διατήρηση ή τη μετακίνησή του και αυτά δεν ήταν τα μόνα του προβλήματα: το μωσαϊκό τοποθετήθηκε αρχικά οριζόντια, στο πάτωμα μιας αίθουσας του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου της Νάπολης, όπου και σήμερα στεγάζεται· όμως, το 1916 στηρίχθηκε κάθετα σε έναν τοίχο και αυτή η κάπως αφύσικη στάση άρχισε μάλλον να το καταπονεί.
Μέσα στις δεκαετίες επίσης, και παρά τις προσπάθειες συντήρησής του, το ψηφιδωτό, που χρονολογείται στον 2ο π.Χ. αιώνα και πιθανότατα αποτελεί αναπαραγωγή παλιότερης ζωγραφιάς του Φιλόξενου του Ερετριέως ή του Απελλή, απέκτησε και κάποιες ορατές ή αόρατες στο ανθρώπινο μάτι ρωγμές, μικρά εξογκώματα ή βαθουλώματα, οξειδώσεις στα μεταλλικά στοιχεία του ξύλινου πλαισίου που το προστάτευε από το 1916, καθώς και διάφορες άλλες φθορές στις ψηφίδες του και στα κονιάματα. Η διασημότερη ίσως απεικόνιση του προσώπου του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο οποίος εδώ νικάει τον Δαρείο Γ΄ της Περσίας πιθανότατα στη μάχη της Ισσού (333 π.Χ.), παραμένει βέβαια ορατή και γοητευτική. Ομως, το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Νάπολης αποφάσισε, μετά τις απαραίτητες διαγνωστικές έρευνες, να ξεκινήσει το 2020 ένα μεγάλο πρόγραμμα αποκατάστασης και ανάλυσης του μωσαϊκού.
Είχαν εκτιμηθεί κατά μεγάλη προσέγγιση και παλιότερα, ωστόσο η επιστημονική ομάδα που το ανέλυσε υπολόγισε ότι οι ψηφίδες του μωσαϊκού είναι περίπου 1,9 εκατ. Στις υποθέσεις τους για την προέλευση των ψηφίδων, οι ειδικοί οδηγήθηκαν σε λατομεία περιοχών, όπως οι Απουανικές Αλπεις της Ιταλίας, η Σικελία, η Ιβηρική Χερσόνησος, η Τυνησία, αλλά και το Ακρωτήριο Ταίναρο. Από κάθε περιοχή προήλθαν βέβαια συγκεκριμένα πετρώματα, διαφορετικής χημικής σύστασης και με τα χρώματά τους να είναι συνολικά δέκα – ενδεικτικά, εκτιμάται ότι από το Ταίναρο προέρχονται οι ψηφίδες σκούρου κόκκινου χρώματος, από τις Απουανικές Αλπεις εκείνες του λευκού, από την Τυνησία του κίτρινου, από την Πορτογαλία του έντονου ροζ κ.λπ.
Οι τελευταίες έχουν τη σημασία τους καθώς, όπως εξηγούν οι δεκαέξι επιστήμονες που ανέλυσαν το μωσαϊκό σε πρόσφατο άρθρο τους στην επιστημονική επιθεώρηση PLOS One, οι ποικίλες αποχρώσεις στην επιφάνεια του έργου επιτεύχθηκαν με συνδυασμό διαφορετικών ψηφίδων. Ιδιαίτερη προσοχή δόθηκε στο πρόσωπο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, στο οποίο χρησιμοποιήθηκαν αρκετές αποχρώσεις του ροζ.
Τα ψηφιδωτά της Πομπηίας δεν έχουν αναλυθεί από χημική σκοπιά στον βαθμό που αναλύθηκε το συγκεκριμένο ψηφιδωτό, αναφέρουν στο άρθρο τους οι ερευνητές. Η δε αποκατάστασή του από το Αρχαιολογικό Μουσείο της Νάπολης συνεχίζεται και έχει επικεντρωθεί στα κονιάματα και στην πίσω όψη του. Τα συμπεράσματα που θα προκύψουν από αυτές τις αναλύσεις –αρκετά δεδομένα βρίσκονται ήδη στη διάθεση των ερευνητών– θα εμπλουτίσουν περαιτέρω τις γνώσεις μας για το σημαντικότερο, όπως έχει χαρακτηριστεί, μωσαϊκό των ρωμαϊκών χρόνων.