Πέρασε κιόλας ένας χρόνος από τον θάνατο του Τόλη Βοσκόπουλου – διάστημα ικανό, υποτίθεται, για ν' αρχίσουμε να κακολογούμε ή να εγκωμιάζουμε έναν αποθανόντα δίχως ενοχές ή αναστολές, μολονότι τον τελευταίο καιρό, με τη σαρωτική επικράτηση των social media, θεωρούμε υπεραρκετό και το πέρασμα μιας... ώρας. Σε τίποτε από τα παραπάνω δεν σκοπεύω να καταθέσω εδώ τον ταπεινό μου οβολό. Δεν τον γνώρισα προσωπικά, ούτε μου άρεσαν ποτέ τα τραγούδια του. Αν κι έτυχε να συνυπάρξω επί μια περίπου τριετία στα βουλευτικά έδρανα με την τελευταία του σύζυγο και ν' ακούσω εκμυστηρεύσεις την ίδια σχεδόν περίοδο από τον άλλο μεγάλο του έρωτα, την «ξανθή αγαπημένη Παναγιά», ουδέποτε σχημάτισα την εντύπωση πως έμαθα κάτι που θα μπορούσε να συμβάλει καθοριστικά στην αγιοποίηση ή στη δαιμονοποίησή του. Για τον Βοσκόπουλο έχουν γραφτεί μύρια όσα εξόχως αντιφατικά και, αν θέλετε την άποψή μου, μάλλον ισχύουν όλα και ταυτοχρόνως.
Διατηρώ ωστόσο μια ζωηρή ανάμνηση από τα παιδικά μου χρόνια. Είμαι δέκα ή έντεκα χρόνων, έχουμε δικτατορία και παρακολουθώ μια μαυρόασπρη τηλεοπτική του συνέντευξη στη θηριώδη οικογενειακή μας Loewe Opta. Είναι η εποχή όπου τραγουδιστές και ποδοσφαιριστές ξεκινούν να βγάζουν «τρελά λεφτά», ως ετεροχρονισμένη δικαίωση για αναρίθμητους συναδέλφους τους που δούλεψαν σκληρά επί δεκαετίες μεροδούλι-μεροφάι και ως εναλλακτική διέξοδο για όποιον δεν ήθελε να λιώσει τα βρακιά του στο διάβασμα. Η ερώτηση λοιπόν του δημοσιογράφου προς τον Βοσκόπουλο (ένα από τα πρώτα αστέρια της «νύχτας» εκείνον τον καιρό) είναι αναμενόμενη, όπως αναμενόμενη είναι και η απάντησή του: ναι, βγάζει πολλά λεφτά, πάρα πολλά λεφτά... Το μόνο που δεν ήταν αναμενόμενο – ούτε τότε, πόσω μάλλον σήμερα – ήταν το βλέμμα του. Ενα ανεπιτήδευτα χαμηλωμένο, συνεσταλμένο βλέμμα, τόσο αναπάντεχο ώστε να στοιχειώνει τη μνήμη μου ακόμη και μισόν αιώνα αργότερα. Το βλέμμα κάποιου που ντρέπεται για το «επίτευγμά» του: σαν να μην κερδίζει δίκαια αυτά τα «εύκολα λεφτά», σαν να τα υπεξαιρεί από όσους μοχθούν και τα δικαιούνται...
Χωρίς να θέλω να ηθικολογήσω περισσότερο από όσο έχω ηθικολογήσει ήδη, νομίζω πως κάπου εκεί «κρίθηκε το παιχνίδι». Πολύ πριν πλημμυρίσουμε influencers με ακατοίκητους εγκεφάλους και καλλιτέχνες με γνώμη επί παντός επιστητού, δόθηκε μια άλλη μάχη: η μάχη της συστολής. Από τη στιγμή που χάθηκε αυτή η συστολή, η αίσθηση ότι τα «εύκολα λεφτά» δεν επιβραβεύουν υποχρεωτικά και κάποιες διανοητικές πέρα από τις τεχνικές σου δεξιότητες, μπορεί κάλλιστα να πιστοποιούν απλώς ότι «όμοιος ομοίω αεί πελάζει», ήταν πλέον ζήτημα χρόνου να καλύψει το κενό της συστολής η έπαρση και να πάρει τη θέση της αυτογνωσίας ο αυτοθαυμασμός.
Οσο και να ψάξουμε, δεν πρόκειται πια να εντοπίσουμε πουθενά τη συστολή στο βλέμμα του Βοσκόπουλου, τουναντίον, σε κάθε μας βήμα θα σκοντάψουμε πάνω στη λοιδορία εκείνου που βγάζει «εύκολα λεφτά» απέναντι σ' εκείνους που δεν βγάζουν, του «ξύπνιου» απέναντι στα «κορόιδα». Συχνά δηλώνουμε υπερήφανοι για την «άλλη Ελλάδα», την Ελλάδα που αθόρυβα και κοπιαστικά διαπρέπει... εκτός Ελλάδας, αλλά πείτε μου, με το χέρι στην καρδιά, πόσοι από εμάς κατά βάθος θα ήθελαν ν' ακολουθήσουν το δικό της δύσβατο μονοπάτι; Πώς να σε δελεάσει η στέρηση και η προσπάθεια σε μια χώρα όπου καθημερινά ανεβαίνει στο βάθρο η ευκολία και η σαχλαμάρα; Οσον καιρό η ντροπή συνοδεύει την αποβλάκωση ως σιωπηρή επίπληξη, τίποτε δεν κρίνεται ανεπιστρεπτί• την ημέρα όμως που η απενοχοποίηση δίνει άφεση κι ελευθέρας στην αποβλάκωση, η συστολή στο βλέμμα του Βοσκόπουλου χάνεται για πάντα.