Σε αντίθεση με την Ισπανία, η δική μας χώρα απέκτησε τους αποσυνάγωγους του συστήματος από την απροσδόκητη εισροή το 1922 περισσότερων από 1,3 εκατομμυρίων μικρασιατών προσφύγων, ενώ γνώρισε κατοχή εξοντωτική για τους εθνικούς αστικούς πληθυσμούς.
Η σύμπτωση της μεταπολεμικής Ελλάδας με τον Ψυχρό Πόλεμο – με την προσπάθεια, από τη μία πλευρά, της Σοβιετικής Ενωσης να συμπεριληφθεί η χώρα στο βαλκανικό αριστερό στρατόπεδο και των ΗΠΑ, από την άλλη, να διατηρήσουν την Ελλάδα στο δυτικό – είναι χαρακτηριστικά που δεν εντοπίζονται στις αντιθέσεις της προπολεμικής και μεταπολεμικής Ευρώπης. Μολονότι το χιτλερικό καθεστώς υπήρξε εν μέρει προϊόν εκλογικής επιτυχίας, η κατοχή από τον ναζιστικό ολοκληρωτισμό όλων των δραστηριοτήτων του κράτους, μετέτρεψαν έναν εν δυνάμει γερμανικό εμφύλιο σε παγκόσμιο πόλεμο. Ο Ψυχρός Πόλεμος συνεχίστηκε ανάμεσα στο σοβιετικό και το φιλελεύθερο δυτικό σύστημα με τεράστιες στρατιωτικές δυνάμεις που σωρεύτηκαν στα δύο στρατόπεδα και αποτέλεσαν το βασικό κριτήριο υπεροχής όταν αποδείχθηκε ότι τόσο η οικονομία όσο και η πολεμική τεχνολογία ευνοούσαν τους Δυτικούς.
Η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού συμπαρέσυρε και το στρατόπεδο των χωρών που βρίσκονταν υπό σοβιετική κηδεμονία. Σε αντίθεση με τις άλλες χώρες του δυτικού συνασπισμού, η Ελλάδα γνώρισε την ειρήνη το 1949 και όχι το 1945. Ακολούθησε το δικό της πρότυπο της ταραγμένης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας με ένα ποσοστό του πληθυσμού υπό εγκλεισμό ή υπό επιτήρηση. Η συγκεκριμένη λειτουργία του κράτους ως χωροφύλακα επέτρεψε μεν την ανασυγκρότηση αλλά όχι και τη δίκαιη κατανομή των ελευθεριών. Μετά τη σύγκρουση της Ενωσης Κέντρου με τον βασιλέα Κωσταντίνο και κυρίως με την έλευση της Δικτατορίας την 21η Απριλίου του 1967, η Ελλάδα επέστρεψε στην κοινοβουλευτική δημοκρατία με καθυστέρηση μιας επταετίας.
Ολες οι κατοπινές πολιτικές εξελίξεις επηρεάστηκαν από αυτή την καθυστέρηση. Ο ερχομός του ΠαΣοΚ υπό τον επαναπατρισθέντα Ανδρέα Παπανδρέου, έφερε έναν έντονο αναχρονισμό στο πολιτικό του πρόγραμμα. Ο απόδημος Ανδρέας αναφερόταν σε ξερονήσια όταν αυτά είχαν πάψει να υπάρχουν στην Ελλάδα. Οι μεταδικτατορικές γενιές των φοιτητών επιδίδονταν με καθυστέρηση στην ανασύσταση του φοιτητικού κινήματος που είχε αναπτυχθεί το 1968 στο Παρίσι, το Λονδίνο και τις μεγάλες ιταλικές και γερμανικές πόλεις. Στη Δυτική Ευρώπη οι εμφύλιοι είχαν αποσοβηθεί πριν από τρεις τουλάχιστον δεκαετίες και η κομμουνιστική Αριστερά ακολουθούσε παντού πτωτική τάση. Στην Ελλάδα, τη γενιά του Εμφυλίου διαδέχθηκε σε ριζοσπαστισμό η γενιά του Πολυτεχνείου και μια προνομιακή δυναστεία που 30 χρόνια αργότερα μάθαινε για τους ιδρυτές γονείς από τα ετήσια τηλεοπτικά μνημόσυνα. Ο θεματοφύλακας των αγωνιστών του Πολυτεχνείου είχε περάσει διαδοχικά από το ΚΚΕ, στο ΚΚΕ εσωτερικού, στο ΠαΣοΚ, στον Συνασπισμό και στον ΣυΡιζΑ.
Οι φοιτητές μιας προνομιακής Αριστεράς εισέπρατταν το αέναο χρέος της κοινωνίας στους προγόνους τους υπό τη μορφή της ανοχής στην αιώνια φοίτηση και ενίοτε και στις καταλήψεις. Οι εκπρόσωποι του σοσιαλισμού στη Βουλή των Ελλήνων δεν διέθεταν πια τη συμπαράσταση των ανατολικών συμμάχων που ακολούθησαν εντελώς διαφορετική κατεύθυνση μετά την πτώση της Σοβιετικής Ενωσης αλλά ούτε καν τη μνήμη των Δικαίων της αντίστασης κατά της κατοχής.
Επί χρόνια, η Δεξιά εξαγόραζε κάποια πολιτική επιτυχία, τις ενοχές της για το αστυνομικό κράτος και τις ευθύνες της για την έλευση της Δικτατορίας με την παραδοχή ενός ένδοξου παρελθόντος στους ηττημένους του Εμφυλίου. Οι ηττημένοι εκείνοι δεν υπάρχουν πια. Και κάθε προσπάθεια επαναφοράς της μνήμης τους έχει χάσει το νόημά της.
Ο κ. Θάνος Βερέμης είναι ιστορικός, ομότιμος καθηγητής ΕΚΠΑ.