Ενα εξαιρετικά ενδιαφέρον θέμα είναι το ζήτημα των πληθυσμιακών μετακινήσεων που οδήγησαν στους συσχετισμούς εκείνης της εποχής. Αυτό που έχει ιδιαίτερη, κατά τη γνώμη μου, σημασία είναι πως η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων της Ιωνίας αλλά κι αυτών που ζούσαν στην Κωνσταντινούπολη είχαν μετακινηθεί εκεί μετά το 1850. Στην Ιωνία μάλιστα μεταξύ 1907 και 1914 είχαν μεταφερθεί από την Ελλάδα και τα νησιά γύρω στις 140.000 άνθρωποι, δηλαδή το 37% περίπου του συνόλου. Αυτό σημαίνει πως οι Ελληνες αυτοί μετακινήθηκαν στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αφού είχε ολοκληρωθεί η ελληνική επανάσταση και είχε ιδρυθεί το ελληνικό κράτος! Για λόγους προφανώς βιοποριστικούς, εκατοντάδες χιλιάδες Ελληνες στην πράξη ακύρωσαν τη λογική της εξέγερσης του γένους, που ήταν η αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού, με την εθελοντική τους ένταξη και πάλι κάτω από την εξουσία των Οθωμανών.
Αυτό το γεγονός σε μεγάλο βαθμό εξηγεί και τους λόγους πως στα εδάφη αυτά, αντίθετα με τους ιστορικούς πληθυσμούς στον Πόντο και στη Βιθυνία, ο κόσμος ήταν απόλεμος και αδύνατον να συγκροτηθεί στρατιωτικά με στόχο να υπεραμυνθεί την κρίσιμη στιγμή υπέρ βωμών και εστιών. Το πρόβλημα ήταν τεράστιο για τους επιτελείς των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων που προσπαθούσαν να σχεδιάσουν τρόπους αντίδρασης απέναντι στους τούρκους εθνικιστές της εποχής. Πολλοί επίσης παράγοντες της δημόσιας ζωής της χώρας είχαν εκφρασθεί επιφυλακτικά ή και απόλυτα αρνητικά (λ.χ. ο Ιωάννης Μεταξάς) για μια ελληνική στρατιωτική παρουσία στη Μικρά Ασία. Υπήρχε τεράστιος φόβος για τις τύχες των Ελλήνων των περιοχών αυτών, αν κάτι δεν πήγαινε καλά. Πληθυσμιακά επίσης οι Ελληνες δεν ήσαν πουθενά (με την εξαίρεση ίσως στο Αϊβαλί) πλειοψηφία. Η ιδέα λοιπόν της προσάρτησης ήταν δεδομένο πως είχε τεράστια εμπόδια να υπερπηδήσει.
Ιδιαίτερη σημασία είχε η στάση των Δυνάμεων και μάλιστα των συμμάχων της χώρας μας. Οπως έχει διδάξει η ιστορία όταν η Τουρκία βρίσκεται κοντά στη Ρωσία η Δύση δύσκολα μας στηρίζει. Ετσι και τότε. Παρά το μίσος κατά των Μπολσεβίκων, οι Δυτικοί δέχθηκαν τη διπρόσωπη στάση του Κεμάλ, ανέχθηκαν την οικονομική και με οπλικό υλικό στήριξή του από τη Ρωσία ενώ και οι ίδιοι, κυρίως η Γαλλία και η Ιταλία, βοήθησαν ουσιαστικά τους Τούρκους. Η δική μας ευθύνη βρίσκεται στη διαβεβαίωση πως μπορούσαμε μόνοι μας να εκπληρώσουμε τις υποχρεώσεις και τους στόχους μας στη Μικρασία. Οταν αναγκασθήκαμε αργότερα να ζητήσουμε βοήθεια, το κλίμα είχε αλλάξει και η ψυχρότητα των «φίλων» μας ήταν πλέον φανερή.
Ολες οι τότε ελληνικές πολιτικές δυνάμεις είχαν εκφρασθεί ανοιχτά υπέρ του εγχειρήματος της Μικράς Ασίας. Παρά τα αντιθέτως λεγόμενα, όλες οι παρατάξεις είχαν τότε προεκλογικά υποσχεθεί συνέχιση της εκστρατείας. Δεν υπήρχε λοιπόν περίπτωση αποχώρησης μετεκλογικά του στρατού. Το κρίσιμο ζήτημα ήταν η απόφαση της προέλασης προς την Αγκυρα. Οπου ουσιαστικά ουδείς τότε (στην Κιουτάχεια, όπου συμφωνήθηκε) αντετάχθη. Ούτε ο βασιλιάς ούτε κάποιος από το Επιτελείο (ο στρατηγός Παπούλας μόνο εξέφρασε κάποιες ασθενείς επιφυλάξεις). Μόνο ο Μεταξάς ήταν απόλυτα αντίθετος, αλλά βρισκόταν στην Ελλάδα κι εκτός του κύκλου των αποφάσεων. Η ιστορική έρευνα ίσως μελλοντικά αποκαλύψει κι άλλες πτυχές της τραγωδίας ώστε να στηριζόμαστε στη γνώση κι όχι σε συναισθηματικά φορτισμένους μύθους.