Την αντίδραση του ΣΥΡΙΖΑ συνόψισε γλαφυρά ο Δημήτρης Τζανακόπουλος, κάνοντας λόγο για «γιουρούσι» «κατατρομοκράτησης» και «αυταρχισμού», που δεν υπάκουε σε «καμία επιχειρησιακή ανάγκη».
Φαίνεται ότι με αυτήν τη στάση η αξιωματική αντιπολίτευση διολισθαίνει πάλι στο μειοψηφικό περιθώριο, αφήνοντας στη Ν.Δ. την αποκλειστική εκπροσώπηση όσων είδαν τις τριτοκοσμικές εικόνες από το πανεπιστημιακό κτίριο, η κατάσταση του οποίου το καθιστά κατάλληλο μόνο για φωλιά συμμοριών – και τρωκτικών.
Στην κυβέρνηση αρκεί να ανεμίζει άνετη το λάβαρο της νομιμότητας, ενοχοποιώντας τους ιδεοληπτικούς απολογητές των μπάχαλων. Εκείνοι αυτοϋπονομεύονται.
Η κυβέρνηση απλώς εισπράττει. Αλήθεια;
Οποιος ξαναδεί το βίντεο από την εστία δεν μπορεί εύκολα να πιστέψει σε αυτόν τον αυτοματισμό. Η απορία του θεατή δεν θα είναι, βέβαια, «γιατί μπήκε η αστυνομία;». Θα είναι, όμως, «γιατί δεν είχε μπει τόσον καιρό;». Γιατί, επί τρία χρόνια, η κυβέρνηση ψηφίζει τους σωστούς νόμους, αφήνοντάς τους ανεφάρμοστους ακόμη και σε κραυγαλέες περιπτώσεις βαριάς εγκληματικότητας;
Το λάβαρο που γίνεται βάρος.
Η αντίφαση γίνεται ακόμη πιο αλγεινή από τη ρητορική, που παρουσιάζει την αποκατάσταση της νομιμότητας στα πανεπιστήμια σαν ιδεολογικοπολιτική αναμέτρηση. Οσο πιο πομπώδης είναι ο βερμπαλισμός σερίφη που μετέρχονται τα κυβερνητικά στελέχη, τόσο πιο έκδηλη γίνεται η αποτυχία να μπουν τα πανεπιστήμια σε μια ακαδημαϊκή ρουτίνα αντίστοιχη των διακηρύξεων – χωρίς δακρυγόνα, ξύλο και, ενίοτε, σφαίρες.
Αυτό που στην αρχή της τετραετίας ήταν ένα ώριμο αίτημα, επί του οποίου η κυβέρνηση είχε το πολιτικό μονοπώλιο, εξελίσσεται τώρα σε φαντασμαγορικά ανεκπλήρωτη επαγγελία. Τη μία μέρα εξαγγέλλονται φιλόδοξα προγράμματα για τη νεανική στέγη. Και την επομένη αποκαλύπτεται με δραματικό τρόπο τι παρέχει σήμερα ως στέγη η πολιτεία στους φτωχότερους φοιτητές.
Η κυβέρνηση δεν έχει πια καμία ιδεολογική μάχη να δώσει ή να κερδίσει. Αυτή η μάχη ήταν ήδη κερδισμένη. Τώρα της μένει μόνο να δείξει επιχειρησιακή ευφυΐα. Και πολιτική πυγμή, όχι έναντι των ομάδων που βρίσκουν λόγο ύπαρξης στους ένστολους «στόχους» των κάμπους· αλλά έναντι των πανεπιστημιακών αρχών, που πρωταγωνιστούν στην υποτροπή της αναταραχής διά της απροθυμίας τους.
Με λίγες εξαιρέσεις, οι πρυτάνεις κρύβονται, σαν να μην τους αφορά η αντιπαράθεση. Σαν να μην είναι και οι ίδιοι μέρος του προβλήματος. Σαν να είναι ξένα τα κάστανα που πρέπει να βγουν από τη φωτιά.