Σε γενικές γραμμές η Παγκόσμια Τράπεζα ορίζει την ακραία φτώχεια το να ζει κανείς με λιγότερα από 2,15 δολάρια την ημέρα: κάτι λιγότερο, βάσει της τρέχουσας ισοτιμίας, από δύο ευρώ. Αυτό θεωρείται το ελάχιστο που χρειάζεται ένας άνθρωπος για να επιβιώσει.
Όμως στις πλούσιες χώρες, όπως στη Γερμανία, τα όρια γίνονται όλο και πιο επικίνδυνα ρευστά.
Εν μέσω της ραγδαίας αύξησης του πληθωρισμού -ιδίως σε τρόφιμα και ενέργεια- και έκρηξης της στεγαστικής κρίσης οι ανισότητες στην «ατμομηχανή της Ευρώπης» διευρύνονται.
Εν προκειμένω, ο ορισμός της φτώχειας είναι σχετικός, με βάση τις μέσες συνθήκες διαβίωσης.
Όσο πιο ευημερούσα είναι κατά μέσο όρο μια κοινωνία, τόσο υψηλότερο είναι το κόστος ζωής. Και όσο μεγαλύτερες είναι οι ανισότητες, όσο υψηλότερη είναι η λεγόμενη σχετική φτώχεια και ο κίνδυνος κοινωνικού αποκλεισμού.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ο «πήχης» αυτός ορίζεται όταν το εισόδημα ενός ατόμου είναι μικρότερο από το 60% του μέσου εθνικού όρου. Εάν είναι λιγότερο από 50%, τότε εμπίπτει στην κατηγορία της ακραίας φτώχειας.
Σε αυτές τις δύο ομάδες λοιπόν βρίσκεται σήμερα τουλάχιστον ένας στους πέντε Γερμανούς, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Ομοσπονδιακής Στατιστικής Υπηρεσία, στο Βισμπάντεν.
Συνολικά, υπολογίζεται ότι πέρυσι αριθμούσαν 17,3 εκατομμύρια ανθρώπους, αντιστοιχώντας στο 20,9% του πληθυσμού της Γερμανίας.
Εκ πρώτης όψης πρόκειται για μια στάσιμη κατάσταση σε ετήσια βάση.
Εκφράζονται ωστόσο σαφείς επιφυλάξεις για την πραγματική σημερινή έκταση του φαινομένου.
Στην έρευνα εξάλλου οι ερωτήσεις για το εισόδημα «αναφέρονται στο προηγούμενο έτος της έρευνας, στην προκειμένη περίπτωση στο 2021», διευκρίνισε η Ομοσπονδιακή Στατιστική Υπηρεσία.
Αν και ήταν έτος πανδημίας της COVID-19, οι χαλεποί καιροί του υψηλού πληθωρισμού προφανώς δεν έχουν ληφθεί υπόψη...
«Κάθε πέρσι και καλύτερα»
Έτσι, στη καλύτερη των περιπτώσεων, το 6,1% των Γερμανών -ήτοι 5,1 εκατομμύρια άτομα- τελεί υπό σημαντική υλική και κοινωνική στέρηση.
Αυτό σημαίνει ότι οι συνθήκες διαβίωσής τους ήταν σημαντικά περιορισμένες, λόγω έλλειψης χρημάτων.
Δεν είναι σε θέση να πληρώσουν ενοίκιο ή τους λογαριασμούς κοινής ωφέλειας.
Να βγουν για ένα γεύμα ή ποτό με φίλους ή την οικογένεια μια φορά το μήνα.
Να καλύψουν τα έξοδα για ένα ταξίδι διακοπών μιας εβδομάδας.
Το 9,7% του πληθυσμού κάτω των 65 ετών, τουτέστιν 6,1 εκατομμύρια άτομα σε παραγωγικές ηλικίες, ζει σε νοικοκυριά με πολύ χαμηλή συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό, κάτω του 20%.
Κοντολογίς τα μέλη τους είναι είτε άνεργα, είτε υποαπασχολούμενα.
Μπορεί για παράδειγμα σε ένα νοικοκυριό με δύο άτομα 18 έως 64 ετών το ένα να μην εργάζεται και το άλλο να απασχολείται συνολικά μόνο τους τέσσερις μήνες το χρόνο.
Όμως και σε αυτές τις περιπτώσεις, τα όρια της φτώχειας βάσει των εισοδηματικών κριτηρίων παραμένουν ρευστά.
Το όριο που θέτει η γερμανική Ομοσπονδιακή Στατιστική Υπηρεσία για ένα άτομο που ζει μόνο του ήταν για το οικονομικό έτος 2021 στα «1.148 ευρώ καθαρά το μήνα, συμπεριλαμβανομένων κοινωνικών παροχών».
Όμως υπάρχουν διαφορές από κρατίδιο σε κρατίδιο στη Γερμανία. Στη Βάδη-Βυρτεμβέργη, για παράδειγμα, το όριο της φτώχειας είναι στα 1.220 ευρώ, περίπου 200 ευρώ υψηλότερο από ό,τι στη Θουριγγία.
Η εικόνα γίνεται ακόμη πιο θολή για νοικοκυριά με παιδιά, που λαμβάνουν επίδομα τέκνων.
Όλο και πιο δύσκολη γίνεται η κατάσταση και για τους συνταξιούχους.
Ένας στους πέντε άνω των 65 ετών στη Γερμανία πλέον απειλείται από τη φτώχεια, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία.
Έρευνα του Ιδρύματος Bertelsmann, δε, προβλέπει ότι μέχρι το 2036 η φτώχεια λόγω γήρατος αναμένεται να επηρεάσει το 20% των Γερμανών.
Σταθερά επιδεινούμενο φαινόμενο
Έρευνες ήδη καταγράφουν κατακόρυφη αύξηση της ζήτησης σε γερμανικές τράπεζες τροφίμων.
Υπολογίζεται ότι πλέον υποστηρίζουν πάνω από 2 εκατομμύρια ανθρώπους, καταγράφοντας υψηλό 30ετίας.
Η κατάσταση είναι σταθερά επιδεινούμενη, πλην όμως με επιταχυνόμενους ρυθμούς, παρατηρεί η Paritätische Gesamtverband: μια οργάνωση-«ομπρέλα» για την κοινωνική πρόνοια, με έδρα το Βερολίνο.
Παρά το γεγονός ότι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 46% τα τελευταία 15 χρόνια στη Γερμανία, επισημαίνει, η φτώχεια αυξήθηκε επίσης απότομα κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.
Το ίδιο πιστοποιεί πρόσφατη έκθεση του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών.
«Το ποσοστό των φτωχών έχει αυξηθεί σημαντικά την τελευταία δεκαετία», αναφέρει, με τους πληττόμενους πολίτες να ζουν με καθημερινές στερήσεις, από τη διατροφή και τη στέγαση, έως την υγειονομική περίθαλψη.
Μια από τις συνέπειες, επισημαίνεται, είναι μια κλιμακούμενη έλλειψη εμπιστοσύνης σε πολιτικούς και σε επίσημους φορείς.
Όχι τυχαία, εδώ και ένα χρόνο κάνει θραύση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης το hashtag #IchBinArmutsbetroffen (#ΜεΕπηρεάζειηΦτώχεια), που εξελίχθηκε σε κίνημα ακτιβιστών, πυροδοτώντας κύμα αλληλεγγύης.
Αυτή ωστόσο δεν επαρκεί για την εξάλειψη της φτώχειας.
Το δε γερμανικό κράτος, που επαίρεται ότι διαθέτει ένα ισχυρό δίχτυ κοινωνικής ασφάλειας, προχώρησε πρόσφατα σε αλλαγές ως προς το λεγόμενο «Bürgergeld»: το «Εισόδημα του Πολίτη».
Το δικαιούνται όσοι είναι σε θέση να εργαστούν και δεν μπορούν να καλύψουν τις δαπάνες διαβίωσής τους, μεταξύ αυτών νέοι και μονογονεϊκές οικογένειες.
Αυξήθηκε στα 502 ευρώ μηνιαίως, από 449 που ήταν μέχρι πρότινος, με πιο αυστηρές προϋποθέσεις και με περικοπές για όσους είναι άνεργοι και αρνούνται -ή αδυνατούν, λόγω οικογενειακών υποχρεώσεων- να δεχτούν κάποια θέση εργασίας ή συμμετοχή σε σεμινάρια επαγγελματικής κατάρτισης.
Πολλοί χαρακτήρισαν το μέτρο «ασπιρίνη» απέναντι στις απαιτήσεις της καθημερινότητας, που γίνεται για όλο και περισσότερους ακόμη πιο σκληρή.
Πολλώ μάλλον όταν υπολογίζεται πάνω από το ένα τέταρτο του συνόλου των φτωχών Γερμανών έχουν μια θέση εργασίας.