Παρασκευή 26 Απριλίου 2024  19:20:24

Αθανασία Αναγνωστοπούλου: Κανάλια και πολιτισμός

Σέβομαι τον Κανονισμό της Βουλής, ο οποίος, ωστόσο, προϋποθέτει ένα μίνιμουμ σεβασμού μεταξύ συναδέλφων. Επί τρεις μήνες σχεδόν διαπιστώνω ότι η πλειοψηφία των Βουλευτών παίζουμε σχεδόν το ρόλο της «γλάστρας» στην πασαρέλα του ναρκισσισμού των αστέρων-τηλεαστέρων, οι οποίοι ξεπερνούν κατά πολύ ήδη τον ήδη πολύ χρόνο που τους δίνει ο Κανονισμός. Πρόκειται για μια απλώς χυδαία οπτικοποίηση της Βουλής.


«Δεν κοιτάζουμε την τηλεόραση. Η τηλεόραση μας κοιτάζει. Το βλέμμα της, ποιοτικό ή μη, έχει αναλάβει να μας ακινητοποιήσει», κατά τη διατύπωση του Χρήστου Βακαλόπουλου. Από τη στιγμή που η τηλεόραση, δημόσια ή μη, έχει εξ ορισμού το ρόλο να ακινητοποιεί είναι πάρα πολύ σημαντικό το ποιος και πώς ορίζει το πλαίσιο λειτουργίας της, το πλαίσιο και τους κανόνες δημοκρατικής λειτουργίας της.

Η δημόσια τηλεόραση, επειδή διαμορφώνει και διαμορφώνεται στο πλαίσιο του δημόσιου χώρου, λειτουργεί αντιφατικά. Ακινητοποιεί, αλλά ταυτόχρονα παράγει κινητικότητα, γιατί το σύστημα της δημόσιας τηλεόρασης, της δημόσιας ραδιοτηλεοπτικής υπηρεσίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τις δημοκρατικές, κοινωνικές και πολιτιστικές ανάγκες, αλλά και επιταγές κάθε κοινωνίας.

Αυτό σημαίνει ότι η δημόσια ραδιοτηλεόραση συνδιαμορφώνεται από πολλούς παράγοντες και είναι υποχρεωμένη να υπόκειται στις διαλεκτικές σχέσεις, όπως αυτές συγκροτούνται στον δημόσιο χώρο.

Το «μαύρο» στην ΕΡΤ, λοιπόν, τον Ιούνιο του 2013 ήταν ευθύ χτύπημα στον δημόσιο χώρο, κυρίως, όμως, ευθύ χτύπημα στην ίδια την κοινωνία, στην ίδια την έννοια του πολίτη. Απαξιώθηκε με τον ίδιο τρόπο που απαξιώθηκαν όλοι οι δημόσιοι θεσμοί, εκπαιδευτικοί, υγειονομικοί κ.λπ.. Ενοχοποιήθηκαν οι εργαζόμενοι συλλήβδην και αντιμεταρρυθμίστηκε- καταργήθηκε, αντί να βελτιωθεί-μεταρρυθμιστεί η ΕΡΤ.

Παρακολουθώντας τις εισηγήσεις της Αντιπολίτευσης σήμερα και χθες και παρά τα επιμέρους θέματα, τα οποία μπορεί να αποτελέσουν έδαφος για γόνιμη συζήτηση, διαπίστωσα το πολιτικό και ιδεολογικό χάσμα που μας χωρίζει. Κατά την Αντιπολίτευση, κυρίως για τη Νέα Δημοκρατία, όπως το διατύπωσε ο κ. Βορίδης, η δημόσια τηλεόραση είναι σχεδόν άχρηστη και αυτό γιατί για τον κ. Βορίδη η ελευθερία είναι προϊόν ιδιωτικής ασυδοσίας, είναι πεδίο περιχαράκωσης ατόμων. Για την Αριστερά, όμως, η ελευθερία είναι πολιτική έννοια και βάσει αυτής διαμορφώνεται η ίδια η έννοια του πολίτη.

Με το άνοιγμα της ΕΡΤ, εκτός από την πρόσληψη των εργαζομένων που βίαια απολύθηκαν, αυτή η Κυβέρνηση αναλαμβάνει την ευθύνη, όπως πρέπει να κάνει κάθε Κυβέρνηση, να ορίσει τους κανόνες δημοκρατικής λειτουργίας του δημόσιου χώρου για την πληροφόρηση, τον πολιτισμό και τη διάχυση των προϊόντων λόγου και τέχνης.
Έτσι, η δημόσια ραδιοτηλεόραση γίνεται ξανά ένα πεδίο συνεχούς διαβήματος για εκδημοκρατισμό τόσο του δημόσιου χώρου, όσο και των πολιτών. Αυτό θεραπεύει κατ' αρχάς το παρόν νομοσχέδιο.

Η δημόσια ραδιοτηλεόραση δεν είναι ποιοτική γενικώς και αορίστως επειδή έχει κάποια δείγματα πολιτισμού, τα οποία μπορεί να προβάλλονται και ως μουσειακό είδος. Η δημόσια ραδιοτηλεόραση είναι ποιοτική όταν γίνεται πεδίο εκδημοκρατισμού, όταν γίνεται η αιχμή του δόρατος για την επικοινωνία και τον διάλογο με το κοινό ενός νέου μεταρρυθμιστικού και γι' αυτό σαφούς ιδεολογικού στίγματος, το οποίο, όμως, είναι ανοιχτό στη δημόσια κριτική και δεν είναι καλυμμένο πίσω από έναν ιδεολογικοποιημένο, ιδιωτικό αχταρμά.

Θυμόμαστε οι παλαιότεροι την τομή που δημιούργησε το 1981 και μέσα από τη δημόσια τηλεόραση όταν το τότε ΠΑΣΟΚ ανέλαβε να διαχύσει ένα νέο ιδεολογικό στίγμα «Εθνική Αντίσταση-Εμφύλιος», όταν ανέλαβε, δηλαδή, να διαμορφώσει πολυφωνικά τον δημόσιο χώρο και να περιορίσει, να βάλει ένα αντίπαλο δέος στο εθνικόφρον στίγμα μέχρι εκείνη την εποχή.

Το πρόβλημα με την ΕΡΤ που έγινε αμαρτωλή ήταν ότι στη συνέχεια εξελίχθηκε σε αμαρτωλό ένα κομματικό σύστημα ολόκληρο, το οποίο είχε μια διαλυτική ιδεολογική ετερογένεια χωρίς στίγμα, καθώς συνυπήρχαν στο εσωτερικό της όχι απλώς ανομοιογενή προγράμματα, αλλά μία αισθητική των πελατειακών σχέσεων με μία ποιοτική σοβαροφάνεια, που δεν ερέθιζε, δεν εξέπληττε, δεν ενθουσίαζε, δεν προκαλούσε, δεν χειραφετούσε, δηλαδή, τους πολίτες όπως έκανε η δημόσια τηλεόραση σε κάποιες μεγάλες στιγμές της.

Το πρόγραμμά της, λοιπόν, δεν κατόρθωσε να αποτελέσει συνολική πρόταση για τον πολιτισμό, γιατί το ίδιο το κράτος δεν ήθελε να έχει καμμιά πρόταση για τον πολιτισμό σε δημόσια κρίση.

Ειδικά τα τελευταία χρόνια η ΕΡΤ ήταν ένα συνονθύλευμα χωρίς αιχμή και άποψη, όπου τα μεγάλα δείγματα πολιτισμού συμμετείχαν με τα σκουπίδια.
Οι Κυβερνήσεις, λοιπόν, που ήταν στην εξουσία έμπαιναν στον κόπο να επεξεργαστούν ένα πρόγραμμα για τον πολιτισμό, για να το διαχύσουν στο δήμο, να το θέσουν προς κρίση, αλλά χρησιμοποιούσαν την ΕΡΤ για πελατειακές σχέσεις και εξυπηρετήσεις ημετέρων, έτσι όπως έκαναν με όλους τους άλλους δημόσιους θεσμούς. Σε αυτό το πλαίσιο χάνονταν και σημαντικές δημιουργίες πολιτισμού.

Το αφήγημα ενός νεοφιλελεύθερου ευρωπαϊκού μεγαλοϊδεατισμού, που ήταν χρήσιμο για την τότε πολιτική εξουσία, κυρίως της περιόδου Σημίτη, το ανέλαβαν με προνομιακή ανάθεση από την πολιτική εξουσία τα ιδιωτικά κανάλια, γιατί αυτά δεν υπόκειντο στην κρίση του δήμου, επομένως ούτε και οι Κυβερνήσεις πίσω από αυτά.

Έτσι, με τα μεγάλα ιδιωτικά κανάλια διαμορφώθηκαν οι όροι για έναν ιδιωτικοποιημένο δημόσιο χώρο, τον οποίον αυτά λυμαίνονταν και λυμαίνονται ακόμα σε προνομιακές και αδιαφανείς σχέσεις με το πολιτικό σύστημα. Προσέξτε, δεν εννοώ εδώ όλα τα ιδιωτικά κανάλια, γιατί για παράδειγμα για τα περιφερειακά κανάλια, παρά τη λογική του ανταγωνισμού, δεν επιφυλάχθηκε η ίδια μοίρα.

Ως προς τον πολιτισμό, τα ιδιωτικά κανάλια, αναπαρήγαγαν με lifestyle τρόπους το ιδιωτικό κιτς, που είχε εγκαινιάσει η χούντα: «Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια». Αναπαρήγαγαν έτσι όλες τις ευκολίες ακινητοποίησης του ατόμου και όχι κεντρίσματα για την κινητοποίηση των πολιτών.
Ρατσισμός, σεξισμός, ξενοφοβία και κατά τα μνημονιακά χρόνια ένας εκφοβιστικός επαρχιώτικος ευρωπαϊσμός έδωσαν το ιδεολογικό στίγμα τα τελευταία χρόνια. Η ιδιωτική τηλεόραση διαμορφώνει ιδιωτικοποιημένο δημόσιο χώρο, χωρίς τη δυνατότητα παρέμβασης του δήμου και αυτό ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο τόσο στις εκσυγχρονιστικές, όσο και στις μνημονιακές κυβερνήσεις.

Με το παρόν νομοσχέδιο η Κυβέρνηση δεν αναπαράγει τη λογική της ΝΕΡΙΤ. Διεκδικεί να εξασφαλίσει έναν πολυφωνικό δημόσιο χώρο για την πληροφόρηση και τον πολιτισμό, για τον οποίο άλλωστε θα κριθεί. Θα κριθεί για το κατά πόσο εξασφαλίζει την πολυφωνία και τη δημοκρατική λειτουργία, όπως υπόσχεται το νομοσχέδιο.

Κυρίες και κύριοι, η δημοκρατία δεν εξασφαλίζεται παρά με έναν τρόπο: Τον διαρκή έλεγχο από τους πολίτες, με την προϋπόθεση όμως ότι υπάρχουν πολίτες. Η σημερινή Κυβέρνηση αναλαμβάνει ακριβώς αυτή την ευθύνη.

Αυτή η εγκατάλειψη του πολιτισμού, του περιεχομένου της πληροφόρησης και της αισθητικής στα χέρια των ιδιωτών με κλείσιμο της ΕΡΤ έχει παράγει μια κουλτούρα διάχυτη και στη Βουλή. Μια κουλτούρα «Αδωνοποίησης» του Κοινοβουλίου, όπου το ιδεολογικό στίγμα χάνεται κάτω από κραυγές, σόου, ή κάτω φωνές δήθεν σύνεσης και ρεαλισμού.

Ιδεολογικές αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις, όπως είναι η πολιτική, μετατρέπονται σε προσωπικά σόου, όπου σεξιστικές εκφράσεις, εκκλήσεις για ρεαλισμό, για εθνική σωτηρία, θέλουν να αποϊδεολογικοποιήσουν την πολιτική, παράγοντας ένα συνονθύλευμα κατ' εικόνα της ιδιωτικής τηλεόρασης, όπου όλοι οι καλοί χωράνε και όλοι είναι το ίδιο.

Πιστεύω βαθιά ότι το Κοινοβούλιο νομοθετεί και γι' αυτό είναι ο κατ' εξοχήν χώρος σκέψης, η οποία παράγεται σε ένα πλαίσιο ιδεολογικής αντιπαράθεσης. Σε αυτή τη Βουλή αποφεύγεται η ιδεολογική αντιπαράθεση.

Ολοκληρώνω, κύριε Πρόεδρε και σας ζητώ συγγνώμη για την καθυστέρηση, λέγοντας ότι άκουγα τον κ. Βενιζέλο κατά τις προγραμματικές δηλώσεις της Κυβέρνησης, όταν είχε πει στην αγόρευσή του: «Η ιστορία είναι πάνω από όλα, πάνω και από τη Δημοκρατία».
Στην αρχή μου είχε φανεί μια συνήθης μεγαλοστομία του κ. Βενιζέλου στην οποία συμπυκνώνονται πολλές μεγαλοστομίες του. Στη συνέχεια, αντιλήφθηκα ότι με αυτή τη διατύπωση έθεσε με τον πιο σαφή όρο το ιδεολογικό όριο ανάμεσα στη Δεξιά και την Αριστερά. «Η ιστορία είναι πάνω από όλα, το έθνος είναι πάνω από όλα, η πατρίδα είναι πάνω από όλα. Δεν μπορείτε να κάνετε τίποτα».

Αυτές είναι μερικές από τις διατυπώσεις του κ. Βενιζέλου και πολλών άλλων εδώ.
Όλα, όμως, αυτά τα «πάνω από όλα» σημαίνουν ότι υπάρχει και ένα «κάτω από όλα» και αυτό είναι η κοινωνία και οι πολίτες, είμαστε όλοι εμείς που αισθανθήκαμε βαθιά προσβεβλημένοι όλα αυτά τα χρόνια τα μνημονιακά.

Για τη Δεξιά υπάρχει πάντα ένα πράγμα: το ευγενές έθνος, το οποίο πρέπει να υπακούει, η κοινωνία και οι πολίτες. Και στο όνομα αυτού του ευγενούς έθνους κάνουμε συμμαχίες με τις μεγάλες δυνάμεις, τις οποίες θεωρούμε ότι πρέπει να κάνουμε και αυτό είναι πατριωτικό.
Εμείς, όμως, διεκδικούμε το δικό μας ιδεολογικό στίγμα και λέμε ένα πράγμα, ότι δεν υπάρχει έθνος χωρίς κοινωνία και δεν μπορεί να κάνει κανείς προνομιακές συμμαχίες με οποιαδήποτε μεγάλη δύναμη, χωρίς να έχει υπόψη του την κοινωνία. Αυτό, λοιπόν, το δικό μας ιδεολογικό στίγμα το διεκδικούμε και με τη Δημόσια Τηλεόραση και εδώ στο Κοινοβούλιο.

(Η ιστορικός και καθηγήτρια στο Πάντειο Αθανασία Αναγνωστοπούλου είναι βουλευτής Αχαίας του ΣΥΡΙΖΑ).

 

Προσθήκη σχολίου

Βεβαιωθείτε ότι εισάγετε τις (*) απαιτούμενες πληροφορίες, όπου ενδείκνυται. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.

Πολυμέσα

Cookies make it easier for us to provide you with our services. With the usage of our services you permit us to use cookies.
Ok Decline