Η έκθεση αναλύει το πώς τροφοδοτείται ο πληθωρισμός της «τραπεζικής απληστίας», τονίζοντας την αντίφαση των αποφάσεων στο τραπεζικό σύστημα, σε κεντρικό επίπεδο από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και σε εθνικό από τις τράπεζες. «Η ΕΚΤ δρομολόγησε τις αυξήσεις των επιτοκίων αναφοράς της με στόχο την τιθάσευση του πληθωρισμού και την επαναφορά του στο 2% μεσοπρόθεσμα», όπως αναφέρεται σχετικά, αλλά «συνέβαλε παράλληλα σε πολλές περιπτώσεις, στη δημιουργία ενός άλλου πληθωρισμού: του πληθωρισμού κερδών των τραπεζών, ή του πληθωρισμού της «τραπεζικής απληστίας», μέσω του ενισχυμένου καθαρού επιτοκιακού εισοδήματος και των υψηλών τιμών στο περιθώριο επιτοκίου».
Είναι χαρακτηριστικό ότι μέσα σε έξι μήνες το 2023 (Ιανουάριος-Ιούνιος) το καθαρό επιτοκιακό εισόδημα ξεπέρασε τα 4 δισ. ευρώ, όταν όλο το 2022 ήταν λιγότερο από 5,5 δισ. ευρώ, όπως αναφέρεται. Σε άλλο σημείο, προστίθεται ότι η σύγκριση στο καθαρό επιτοκιακό εισόδημα των 9μήνων 2022 και 2023 αποδίδει αύξηση κατά 56,1% στα 6,04 δισ. ευρώ έναντι 3,87 δισ. ευρώ. Η έκθεση κάνει λόγο για «κολοσσιαίες αυξήσεις του καθαρού επιτοκιακού περιθωρίου (ΝΙΜ) και του περιθωρίου επιτοκίου (interest rate spread)».
Καυτηριάζονται επίσης οι επιλογές των ελληνικών τραπεζών για «γαλαντόμες μερισματικές πολιτικές» αντί να χρησιμοποιήσουν τα «επιβλητικά κέρδη της διετίας 2022-2023 (εκτιμώνται κοντά στα €7,53 δισεκ.) για να ενισχύσουν τα εποπτικά κεφάλαιά τους και να επιταχύνουν την απόσβεση του αναβαλλόμενου φόρου (Greek National Productivity Board 2023, KEPE)».