Κατά τα φαινόμενα με τα ίδια δεδομένα περίπου θα βαδίζουμε και προς το τρίτο χρόνο από τον προσεχή Ιούλιο. Το πρόβλημα δεν είναι ούτε ο μεθεπόμενος Ιούλιος εκείνος του 2023 ή νωρίτερα για τις νέες βουλευτικές εκλογές,που θα γίνουν με την απλή αναλογική του ΣΥΡΙΖΑ αλλα η παρατεταμένη προεκλογική περίοδος 3-4 μηνών,,επειδή η χώρα θα χρειασθεί δεύτερες εκλογές καθαρού τοπίου με την ενισχυμένη αναλογική της ΝΔ,.
Προς το παρόν παραμένουν ισχυρά τα δεδομένα σταθερότητας και λαϊκής αποδοχής, δημοκρατικής νομιμότητας. Φαινόμενο πρωτοφανές για Κυβέρνηση και σε μεγάλο βαθμό για την Αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία συνεχίζει να γνωρίζει συνεχή πτώση. Η ήττα της στις βουλευτικές εκλογές θεωρείται αναπόφευκτη. Καμμιά Κυβέρνηση, νομίζω μόνο μια το 1961, δεν κέρδισε τις επόμενες εκλογές με μεγαλύτερη πλειοψηφία.Πολύ περισσότερο όταν δεν μιλάμε για ποσοστά απλώς αλλά για αριθμούς ψήψων κάθε φορά (που είναι κάτι τελείως διαφορετικό) τα οποία κερδίζονταιι ή χάνονται, που μεταστρέφονται'ή μένουν στο σπίτι τους.
Οι νεοδημοκράτες του λεγόμενου σταθερού κορμού, οι οποίοι υπολογίζονται σε ένα ποσοσό 35% στις καλές ημέρες, έχουν επιδείξει όλες τις προηγούμενες συμπεριφορές από τη μάχη έως τον καναπέ, που δικαιολογούν μια δική μου διδακτική εμπειρία: Οι εκλογές από τη Νέα Δημοκρατία πράγματι κερδίζονται από «κεντρώους»¨και κάθε είδους εισοδιστές σαν συμπλήρωμα (και ποτέ ως δυναμική στον χώρο της παράταξης) αλλά χάνονται κατά μεγάλο έτος από τους δυσαρεστημένους- αποστασιοποιημένους νεοδημοκράτες.
Όπως προκύπτει, χαρακτηριστικά, από την τελευταία πανελλαδική δημοσκόπηση της εταιρείας Pulse που διενεργήθηκε για τον ΣΚΑΪ, στην πρόθεση ψήφου (με αναγωγή επί των εγκύρων) η Ν.Δ. προηγείται με 38% έναντι του ΣΥΡΙΖΑ, που συγκεντρώνει ποσοστό 24,5%. Η μεταξύ τους διαφορά, που φθάνει στις 13,5 μονάδες, που άλλοτε προσέγγιζε το 20%. Ακολουθούν το ΚΙΝΑΛ με 7%, το Κομμουνιστικό Κόμμα με 6%, η Ελλ. Λύση με 4,5% και το ΜέΡΑ25 με 3%. Ωστόσο, υπάρχουν τρία μικρά ρήγματα. Κάποιο άλλο από τα μη κοινοβουλευτικά κόμματα επιλέγει συνολικά το 7,5% του εκλογικού σώματος, ενώ αναποφάσιστοι και αρνούμενοι να απαντήσουν δηλώνουν οι πολίτες σε ποσοστό 9,5%. Αρκετό μέρος αυτών προέρχεται από τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά και τη ΝΔ, από τους ψηφοφόρους τους του 2019. Γιατί έχουν χαλαρώσει αυτοί ψηφοφόροι του 2019; Μακάρι να πρόκειται για κάτι σύνηθες,περιστασιακό.
Επιπρόσθετο ενδιαφέρον ως προς τα δύο μεγάλα κόμματα έχει και το ποιοτικό στοιχείο της προέλευσης ψήφου. Η Ν.Δ. εμφανίζεται με όχι τόσο μεγάλη, όπως παλαιότερα, συσπείρωση (76%) πρώην ψηφοφόρων της, ενώ έχει και αξιοπρόσεκτο ποσοστό (8,5%) εισροών νέων ψηφοφόρων. Τα καταγραφόμενα ποσοστά για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι 69% και 3,5% αντίστοιχα. Η συσπείρωση στο 75% (κοντά δέκα μονάδες μικρότερη από τη συνήθη μετά τον Ιούλιο του 2019) αποδίδεται σε αυτούς τους διπλά «αποστασιοποιημένους δεξιούς» (που δεν έχουν ακόμα μετακινηθεί σε άλλα κόμματα),κυρίως ως σταση διαμαρτυρίας-δυσφορίας-ψυχικής απόστασης απέναντι στην μεγάλη κυριαρχία πρώην Πασόκων και άλλων «εισοδιστών» στην Κυβέρνηση, στο Μαξίμου και στην ανώτερη διοίκηση. Αρκετών ικανών και άξιων αλλά και με προσωπικές φιλοδοξίες και εύκολες υπουργικές καρέκλες ή άλλων ανώτερων θέσεων.
Με πολλούς όμως δουλικούς υπηρέτες πολλών αφεντάδων, κομματικού επί στο ΚΚΚΕ, στο Συνασπισμό, στον ΣΥΡΙΖΑ, στο ΠΟΤΑΜ, επί χρόνια από το ένα κόμμα στο άλλο, από τη μία ιδεολογία στην άλλη, κόμματα, και τελικα θεσιθήρες στη ΝΔ,που φέρονται να προκαλούν τον μέσο νεοδημοκράτη κομματικό ή όχι,που δεν μπορεί να κλείσει ούτε ένα ραντοβου Μί τους για μια του δουλειά. Με παραγκωνισμό ικανών και άξιων νεοδημοκρατών, γεγονός που συζητείται ευρύτερα, δεν καταγράφεται σε βάθος στις δημοσκοπήσεις , ενώ υποστηρίζεται ότι αποτελεί αιτία της μειωμένης απήχησης της ΝΔ –και μετεκλογικά επί 22 μήνες- στις ηλικίες από 18 έως 30 χρονών . Νέων πολιτών ισχυρής επιρροής από τις οικογένειες και τους συγγενείς τους.
-Επιπλέον αιτίες φθοράς και αρνητικών εντυπώσεων καταγράφεται από μικρές αποδόσεις στα κοινωνικά υπουργεία ( παιδεία, συγκοινωνίες, εμπόριο, δασαρχεία, πολεοδομία, κτηματολόγιο, νοσοκομεία) επαφή με υπουργεία και από τους πολύμηνους περιορισμούς, με συνεχείς τις αισιόδοξες δηλώσεις για το αντίθετο.