Για ποιο από τα τρία ήταν τάχα ένοχος ο Γιάννης Οικονόμου; Δεν ήταν οικείος ο επί σχεδόν δύο χρόνια κυβερνητικός εκπρόσωπος στο κυβερνητικό επιτελείο; Δεν ήταν μήπως άξιος εμπιστοσύνης; Τι του έλειπε και αποφάσισε το Μαξίμου να αναλάβει τόσο νωρίς το κόστος της αντικατάστασής του; Δεν τον εμπιστεύονταν ή δεν τους άκουγε;
Μάλλον τίποτε από τα δύο. Την απάντηση τη δίνει ο ίδιος ο αντικαταστάτης του Οικονόμου. Με την τέταρτη παλινόρθωση Χρυσοχοΐδη στην Κατεχάκη, το Μαξίμου ομολογεί ότι είχε βρει τον κατάλληλο άνθρωπο στην κατάλληλη θέση πριν από πέντε χρόνια. Τον είχε βρει, αλλά κακώς τον απέπεμψε. Το «κακώς» προκύπτει αντικειμενικά από την ανάγκη επανεπιστράτευσης του Χρυσοχοΐδη στο ίδιο πολιτικό και επιχειρησιακό τερέν, όπου έχτισε πριν από είκοσι –και βάλε– χρόνια το προσωπικό του brand.
Η ασφάλεια από προνομιακό πεδίο κατέληξε για την κυβέρνηση αδυναμία – και δημοσκοπική σκιά σε μια στιγμή που έχει ανάγκη να κρατήσει συσπειρωμένο το συντηρητικό κοινό της, γιατί ετοιμάζεται να δοκιμάσει την εμπιστοσύνη του με άλλες μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες.
Για τη μακρά διολίσθηση στην ασφάλεια δεν μπορεί να έφταιξε ούτε ο αντικατασταθείς ούτε ο αποκατασταθείς. Ο κύκλος που διαγράφηκε στο Προστασίας του Πολίτη –από Χρυσοχοΐδη σε Χρυσοχοΐδη– οδηγεί αβίαστα στο συμπέρασμα ότι έφταιξαν οι ενδιάμεσες επιλογές, όχι μόνο στα πρόσωπα της πολιτικής και φυσικής ηγεσίας των Σωμάτων Ασφαλείας. Στα τρία χρόνια που μεσολάβησαν δεν βρέθηκε καθοδηγητικό δόγμα για τις υπηρεσίες αυτές –δεν βρέθηκε πολιτικό μάνατζμεντ– που να μπορεί να λειτουργεί ανεξάρτητα από τα πρόσωπα.
Σε ένα κράτος χωρίς θεσμική μνήμη ακόμη και στις πιο πυρηνικές του λειτουργίες, χρειάζεται τελικά «ανασχηματισμός». Η συνέχεια του κράτους –το όποιο απόθεμα εμπειρίας και διοικητικής τεχνογνωσίας– ενσαρκώνεται από τον υπουργό που κάποτε τα κατάφερε (και τα ξανακατάφερε).
Η δυνατότητα στοιχειωδώς αξιοκρατικής διαχείρισης του προσωπικού, με κριτήρια επαγγελματικής επάρκειας, στην ηγεσία του σώματος είναι ταυτισμένη με το πρόσωπο. Η επούλωση ενός υπηρεσιακού φρονήματος διαρκώς τραυματιζόμενου από την περιρρέουσα πολιτική κουλτούρα («μπάτσοι – γουρούνια – δολοφόνοι») εξαρτάται από το πρόσωπο. Τη στεγανοποίηση των υπηρεσιών σε απόπειρες κομματικών και εξωκομματικών εισπηδήσεων και οιονεί ιδιωτικοποίησης των υπηρεσιών φύλαξης καλείται να την εγγυηθεί το πρόσωπο.
Οι ανασχηματισμοί, ενίοτε, δεν είναι απλώς αναδασμοί αξιωμάτων και πολιτικών φιλοδοξιών. Γιατί στα ρηχά κράτη ο θεσμός είναι το πρόσωπο.