Στο μεταξύ, στη μικρή Ελλάδα ζούμε εδώ και λίγες εβδομάδες την τεράστια εισπρακτική επιτυχία της ταινίας «Υπάρχω» με θέμα τη ζωή του Στέλιου Καζαντζίδη, σε σκηνοθεσία του Γιώργου Τσεμπερόπουλου, με τον Χρήστο Μάστορα στον κεντρικό ρόλο. Εως αυτή τη στιγμή, μιλάμε για περίπου 600.000 εισιτήρια...
Δεν πρόκειται φυσικά να προβώ σε κάποια τελείως άκαιρη σύγκριση, ούτε ανάμεσα στα δύο πρόσωπα ούτε ανάμεσα στις δύο ταινίες. Στέκομαι μονάχα στη σαγήνη που μπορεί να ασκήσει η μουσική.
Εντάξει· ο Ντίλαν έγινε ο αναμορφωτής της λεγόμενης «φολκ» μουσικής της Αμερικής· ο Καζαντζίδης άφησε τη δική του σφραγίδα στην ελληνική λαϊκή μουσική. Και, βέβαια, φολκ και λαϊκό είναι δύο έννοιες πολύ κοντινές – όσο και μακρινές, δεδομένου ότι το αμερικανικό φολκ μπορεί να γίνει το προσωπικό λαϊκό του καθενός μας, πολύ πέρα από τα αμερικανικά σύνορα. Θυμίζουμε, ο Μπομπ Ντίλαν είναι ένας τραγουδοποιός που τιμήθηκε με το Βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας. Ο Καζαντζίδης αφορά μόνον εμάς (κι ούτε καν όλους μας).
Εδώ μπαίνουμε σε συζητήσεις περί πολιτισμικής κυριαρχίας της αμερικανικής κουλτούρας και της αγγλικής γλώσσας ευρύτερα, αλλά αυτό δεν μας αφορά τώρα. Το έργο του Ντίλαν είναι εξάλλου από μόνο του παγκόσμιας εμβέλειας. Και μπορεί τα τραγούδια του να άνθησαν σε πολύ συγκεκριμένες εποχές πολιτικής διαμαρτυρίας, όμως επιδεικνύουν μια πολύ ιδιαίτερη διαχρονική αντοχή. Πολλοί ακούν και σήμερα Ντίλαν και συγκινούνται. Πόσοι ακούν, π.χ., τη συμπαθέστατη Τζόαν Μπαέζ και νιώθουν το ίδιο;
Την ίδια στιγμή, για πολλούς Ελληνες, ακόμα και σήμερα, έτη φωτός μακριά από την τραγωδία της προσφυγιάς και από τη ζόρικη εμπειρία της μετανάστευσης σε ορυχεία του Βελγίου, η καζαντζιδική θρηνωδία έχει μια επιρροή, καλώς ή κακώς. Το ίδιο και το ξέφρενο τσιφτετέλι του. Αλλά ακόμα και εκεί, συχνά θρηνεί: το 1969 ηχογραφεί, με δεύτερη φωνή τη Λίτσα Διαμάντη, το «Δε σου έλειπε τίποτα». Το διονυσιακό αρμόνιο, με το ιλιγγιώδες ανατολίτικο σόλο του, συνυπάρχει με στίχους όπως: «Οσες μέρες ζω στον κόσμο/ τόσες πίκρες έχω πιει/ μα την πιο μεγάλη πίκρα/ μου την έδωσες εσύ/ εσύ, εσύ, εσύ».
Ωραία όλα αυτά περί μουσικής, θα μου πείτε. Ομως αυτό έχει να κάνει και με την περσόνα «Καζαντζίδης»: την εκρηκτική πληθωρικότητά του. Αν ζούσε σήμερα και είχε λογαριασμό στα σόσιαλ μίντια, και ως αδικημένος και προδομένος κατακεραύνωνε Εβραίους παραγωγούς και συναδέλφους του μουσικούς, θα γινόταν viral. Ασχέτως μουσικής...