Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2024  22:33:57

Μνήμη του σπουδαίου ποιητή της ήττας της Αριστεράς Μανόλη Αναγνωστάκη.(1925- 23.6.2005) «Καλά τη φέραμε τη ζωή μας ως εδώ, το θέμα είναι τώρα τι λες». Κύριο

Ο μεγάλος Έλληνας ποιητής που πίστευε βαθιά ότι «σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις, να μην τις παίρνει ο άνεμος» κάποια στιγμή αναρωτήθηκε «τώρα τι λες;» ενώ γνώριζε καλά ότι και η σιωπή είναι μια μορφή έκφρασης.

«Αυτή η ανεξέλεγκτη και χειμαρρώδης αντιστασιολογία, πόσω μάλλον από ανθρώπους που όψιμα ανακάλυψαν αυτό το ορυχείο, ομολογώ ότι με εκνευρίζει λίγο. Κυρίως με ενοχλεί ο στόμφος, τα μεγάλα λόγια, η καθυστερημένη επίδειξη τίτλων και ευσήμων που για μένα ελάχιστοι τα δικαιούνται. Η ιστορία πλαστογραφήθηκε, εξευτελίστηκε, παραποιήθηκε».

Σαν χθες, 23 Ιουνίου 2005, έφυγε από τη ζωή ένας από τους σπουδαιότερους μεταπολεμικούς ποιητές. Ο Μανόλης Αναγνωστάκης δεν υπήρξε μεγάλος μόνο για το ποιητικό του έργο, αλλά και για την έντονη πολιτική του δράση.

Κατά τη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής κι ενώ σπούδαζε στη σχολή της Ιατρικής εντάχθηκε στην ΕΠΟΝ. Την διετία 1943-1944 διατέλεσε αρχισυντάκτης του περιοδικού «Ξεκίνημα», του εκπολιτιστικού ομίλου του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και την ίδια περίοδο εμφανίστηκαν τα πρώτα του γραπτά στο περιοδικό «ΠειραΪκά Γράμματα».
Το 1948 φυλακίστηκε για τη δράση του στο φοιτητικό κίνημα με αποτέλεσμα να καταδικαστεί σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο. Το 1951 βγήκε από τη φυλακή με τη γενική αμνηστία.

Επηρεασμένος από τα γεγονότα του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου και την δικτατορία ο λόγος του βρίσκεται πάντα στο πλευρό των αδικημένων. Είναι στοργικός και συχνά οι εξομολογήσεις του φανερώνουν μια πικρία για την Αριστερά χωρίς ποτέ όμως να απομακρύνεται από το όραμα της. Χαρακτηρίζεται ως ο «ποιητής της ήττας».
Μεταφυσικοί υποτονισμοί, μελαγχολία, διάψευση είναι μόνο κάποια από τα χαρακτηριστικά της ποίησης του.
Τα πρώτα χρόνια επηρεάζεται από τους συμβολιστές, κάποιοι τον συγκρίνουν με τον Καρυωτάκη, περισσότερο στο ύφος και λιγότερο στο περιεχόμενο. Αργότερα προσανατολίζεται προς τον ρεαλισμό χρησιμοποιώντας ελεύθερο στίχο, καθημερινό που όμως δεν ξεφεύγει από την δραματικότητα.

Αυτός είναι και ο λόγος που μαζί με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο τον θεωρούν εισηγητή του «ποιητικού ρεαλισμού».
Η μνήμη παίζει κυρίαρχο λόγο στο έργο του και συχνά όσα περιγράφει αποτελούν προσωπικά βιώματα. Επιστρέφει σε εκείνον και μοιράζει τη ζωή του στους αναγνώστες, στα «αδέρφια» του όπως συχνά θα τον ακούσουν να λέει. Ο κοινωνικός-πολιτικός προβληματισμός συνυπάρχει σε ένα σύμπαν υπαρξιακό.
Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, ενώ μελοποιήθηκαν από συνθέτες, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Θάνος Μικρούτσικος, ο Μιχάλης Γρηγορίου, ο Γιάννης Μαρκόπουλος και ο Δημήτρης Παπαδη

«Γράφω ποιήματα άνετα και αναπαυτικά για όλες τις λογοκρισίες. Αποστρέφομαι τετριμμένες εκφράσεις όπως: σαπίλα ή καθάρματα ή πουλημένοι. Εκλέγω σε πάσα περίπτωση την αρμοδιότερη λέξη. Αυτή που λέμε ποιητική: στιλπνή, παρθενική, ιδεατώς ωραία» περιγράφει με νοήματα την υψηλή αισθητική της ύπαρξής του, ενώ πίστευε βαθιά ότι «σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις. Να μην τις παίρνει ο άνεμος».

«Ειλικρινά θαυμάζω και σέβομαι τους πολυγράφους ποιητές, τους χαλκέντερους, τους αφοσιωμένους στην ποίηση, αυτούς που όλα θέλουν να τα κάνουν ποίηση, αλλά ομολογώ ότι κάπου δεν με συγκινούν. Όχι επειδή δεν πιστεύω ότι τα πάντα μπορούν να γίνουν ποίηση, δεν υπάρχουν ποιητικά και αντιποιητικά θέματα, αλλά δεν πιστεύω ότι ο ποιητής μπορεί να συγκινείται εξίσου απ' όλα» ξεκαθαρίζει ο ποιητής.
«Θεωρώ τον εαυτό μου και μια παρέα φίλων μου ότι ευτυχήσαμε, όντας μαθητές σ' ένα σχολείο όπως το Πειραματικό τότε»

«Θεωρώ τον εαυτό μου και μια παρέα φίλων μου ότι ευτυχήσαμε»
«Η διαμόρφωση του λεγόμενου κλίματος της Θεσσαλονίκης»

Κατά τη διάρκεια της Κατοχής συμμετείχε στην ΕΠΟΝ. Τη διετία 1943-1945 ήταν αρχισυντάκτης του περιοδικού Ξεκίνημα, που ανήκε στον εκπολιτιστικό όμιλο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Είχε έντονη πολιτική δράση στο φοιτητικό κίνημα για την οποία φυλακίστηκε το 1948, ενώ το 1949 καταδικάστηκε σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο. Βγήκε από τη φυλακή με την γενική αμνηστία το 1951.

«Τι ερημιά υπήρχε από την πνευματική πλευρά στη Θεσσαλονίκη» συνεχίζει ο ποιητής στην ίδια κουβέντα με τον Βίττι. « Μια διάλεξη, μια έκθεση ζωγραφικής ή μια παράσταση ήταν μεγάλο γεγονός που το συζητούσαμε 15-20 μέρες και προγραμματίζαμε πώς θα πάμε να την παρακολουθήσουμε στο θέατρο Διονύσια. Όλα αυτά έπαιζαν κάποιο ρόλο στη διαμόρφωση του λεγόμενου κλίματος της Θεσσαλονίκης.

»Σε κάποια ενδοστρέφεια, σε μια απομόνωση από τον περίγυρο ο οποίος ήταν οπωσδήποτε σε χαμηλότερο επίπεδο απ' ό,τι ήταν στην Αθήνα ή σε μια πιο προηγμένη πόλη της Ευρώπης. Εγώ προσωπικά ήρθα σε πνευματική επαφή, κουβεντιάσαμε για ποιητές και συγγραφείς, δεκαοχτώ χρονών και πλέον, δηλαδή σε πολύ μεγάλη ηλικία».
«Νοσταλγούσαμε τόσο να χαρίσουμε τις αβέβαιες πλάνες μας στ΄ όνειρο / Όμως ποιος δε λογάριασε τα λευκά καλοκαίρια που πλήγωσαν τα χρόνια μας»

Ανάμεσα στην ιατρική και την ποίηση -πάντα
Την περίοδο 1955-1956 ειδικεύτηκε ως ακτινολόγος στη Βιέννη και κατόπιν άσκησε το επάγγελμα του ακτινολόγου για ένα διάστημα στη Θεσσαλονίκη, ενώ το 1978 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
Ήταν ενταγμένος για κάποια χρόνια στο ΚΚΕ και μετά τη διάσπαση του, το 1968, εντάχθηκε στην πτέρυγα του ΚΚΕ εσωτερικού. Κατά την επταετή Χούντα ανέπτυξε έντονη αντιδικτατορική δράση, ενώ το 1984 υπήρξε υποψήφιος ευρωβουλευτής με το ΚΚΕ Εσωτερικού.

Δημοσίευσε κείμενά του για πρώτη φορά στο περιοδικό Πειραϊκά Γράμματα (1942) και αργότερα στο φοιτητικό περιοδικό Ξεκίνημα (1944), του οποίου υπήρξε και αρχισυντάκτης για μία περίοδο. Συνεργάστηκε με την εφημερίδα Αυγή και τα περιοδικά Ελεύθερα Γράμματα, Φιλολογικά Χρονικά, Νέα Ελληνικά, Διάλογος, Επιθεώρηση Τέχνης, Εποχές, Ο Αιώνας μας και Θούριος, όπου έγραψε δοκίμια, μελέτες και κριτικές βιβλίων.
Ποιήματά του, καθώς και κριτικές δημοσιεύτηκαν αργότερα σε αρκετά περιοδικά. Την περίοδο 1959-1961 εξέδιδε το περιοδικό Κριτική, ενώ υπήρξε μέλος της εκδοτικής ομάδας των Δεκαοκτώ κειμένων (1970), των Νέων Κειμένων και του περιοδικού, Η Συνέχεια (1973).

Νοσταλγούσαμε τόσο να χαρίσουμε τις αβέβαιες πλάνες μας στ΄ όνειρο / Όμως ποιος δε λογάριασε τα λευκά καλοκαίρια που πλήγωσαν τα χρόνια μας / Ποιος δεν επίστεψε πως δεν είχαμε ακόμα πληρώσει το χρέος μας ολάκερο / Και βρίσκουμε την κρίσιμη τούτη στιγμή αιχμάλωτους / όρκους στη νιότη μας, αισθήματα πιο πλούσια από τ΄ άναμμα της σάρκας /Ξέρεις πια πως ξεχάσαμε τ΄ αμέριμνα παιδιά που σπαταλούσαν το γέλιο τους / Ξέρεις πως θά ΄ρθει μια μέρα που θα φορέσουμε αλογάριαστα ολόγυμνοι τον εαυτό μας / Συντροφεύοντας τις ακριβές μας αμφιβολίες, ξαγρυπνήσαμε ατέλειωτες νύχτες χωρίς δίπλα μας νά ΄ναι κανείς ν΄ ακούσει την αγωνία της φωνής μας / Αγαπήσαμε μια τρικυμία καινούργια, κι όμως γιατί ν΄ αναβάλλουμε πάντα την ώριμη χρονολογία; Και μένουμε δυο νικημένοι μ΄ ολιγόπιστα μάταια φερσίματα. (Εποχές, 1945)

Το 1986 του απονεμήθηκε το Α΄ Βραβείο ποίησης για το έργο του «Τα Ποιήματα 1941-1971» και το 2002 το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας από τα Κρατικά Λογοτεχνικά Βραβεία, ενώ το 1997 ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Συνθέτες όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Θάνος Μικρούτσικος, ο Δημήτρης Παπαδημητρίου και ο Μιχάλης Γρηγορίου έχουν μελοποιήσει αρκετά ποιήματά του, ενώ έργα του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα γαλλικά, τα γερμανικά και τα ιταλικά.

Αντί επιλόγου
«Και η σιωπή ορισμένες φορές και σε ορισμένες περιπτώσεις είναι κι αυτή μια έκφραση» επισήμανε ο Μανόλης Αναγνωστάκης στην εκπομπή «Παρασκήνιο» της ΕΡΤ, το 1983. Κάτι που επιβεβαίωσε και με το τόσο μεστό και νομοτελειακό ποίημά του, «Στόχος» του 1970.
Καλά φάγαμε, καλά ήπιαμε.
Καλά τη φέραμε τη ζωή μας ως εδώ.
Μικροζημιές και μικροκέρδη συμψηφίζοντας.
Το θέμα είναι τώρα τι λες.

Προσθήκη σχολίου

Βεβαιωθείτε ότι εισάγετε τις (*) απαιτούμενες πληροφορίες, όπου ενδείκνυται. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.

Πολυμέσα

Cookies make it easier for us to provide you with our services. With the usage of our services you permit us to use cookies.
Ok Decline