-Σε λίγες ημέρες, συγκεκριμένα στις 24 Σεπτεμβρίου, αναμένεται να συναντηθούν οι ηγέτες των δυο χωρών, Ελλάδας και Τουρκίας, στο περιθώριο της τακτικής Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ. Η συνάντηση αυτή έχει προγραμματιστεί, οπότε δεν περιμένουμε εκπλήξεις σε αυτό το σημείο. Εκπλήξεις μπορούμε να περιμένουμε μόνον στο τι θα συζητηθεί ανάμεσα στους δυο ηγέτες, τον κ. Μητσοτάκη και τον κ. Ερντογάν.
Αν και σε αυτό το σημείο οι συζητήσεις των δύο έχουν προκαθοριστεί σε μεγάλο βαθμό από τις επαφές που έχουν προηγηθεί από τα αρμόδια υπουργεία των Εξωτερικών, τα οποία συνήθως καταρτίζουν την ατζέντα και το περιεχόμενο των συζητήσεων. Για τέτοιες συναντήσεις τίποτα δεν αφήνεται στην τύχη του, καθώς μια αποτυχία της συνάντησης μπορεί να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στις εύθραυστες ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Πράγματι ένα απρόσμενο ολίσθημα στις συζητήσεις μπορεί να έχει σοβαρά επακόλουθα και να καταστρέψει την ατμόσφαιρα νηνεμίας που επικρατεί εδώ και σχεδόν δυο χρόνια στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Φυσικά δεν γνωρίζουμε το περιεχόμενο των συζητήσεων και, συνεπώς, η ανάλυση που ακολουθεί θα έχει χαμηλή, έως μηδενική, προβλεψιμότητα.
Διανύουμε μια εποχή που το κύριο μέλημα των δυο χωρών είναι η εγκατάσταση εμπιστοσύνης (όχι αποκατάστασης, διότι ποτέ δεν υπήρξε, μεταπολεμικά τουλάχιστον αυτή) ανάμεσα στα δυο κράτη, οι ακτές των οποίων βρέχονται από τη θάλασσα του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου.
Από τη δεκαετία του 1950 οι σχέσεις των δυο κρατών πήραν την κατιούσα, με πρώτο επεισόδιο το Κυπριακό και τα γεγονότα στην Κωνσταντινούπολη, που εμπλουτίστηκαν μετά τις διαφορές στη θάλασσα (1973) και την επακόλουθη συσσώρευση διεκδικήσεων εκ μέρους της Τουρκίας, η οποία σε ορισμένες περιπτώσεις άγγιζε τα όρια του παραλόγου και του εξωφρενικού (βλ. η παράλογη αξίωση της Τουρκίας για τη διασύνδεση της κυριαρχίας των ακραίων ανατολικών νησιών της Ελλάδας με το καθεστώς της αποστρατιωτικοποίησης).
Το μάθημα που πήραμε από αυτή τη συσσώρευση είναι ότι δυστυχώς όσο τα κύρια προβλήματα θα παραμένουν άλυτα, η Τουρκία θα προσθέτει νέες διεκδικήσεις, ή θα τροποποιεί τις παραδοσιακές προς όφελός της. Αυτό κατάλαβαν έγκαιρα δυο ηγέτες, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Κώστας Σημίτης, το έργο των οποίων διακόπηκε βίαια, με τις εκλογικές διαδικασίες του 1980 για τον πρώτο και το 2004 για τον δεύτερο, με αποτέλεσμα να παραμείνει έωλο το έργο τους, από την αλλαγή πολιτικής των κυβερνήσεων που ακολούθησαν.
Σε κάθε περίπτωση, όλα τα παραπάνω αποτελούν ιστορία χαμένων ευκαιριών, που δεν μας δίδαξαν πολλά. Το ζήτημα είναι πως μια πιθανότητα να εγκατασταθεί πλήρης εμπιστοσύνη ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία προϋποθέτει την πραγματική επίλυση των διαφορών μας με αυτήν.
Διαφορετικά όλα τα άλλα είναι ημίμετρα και έχουν χρόνο λήξης, καθώς κάθε κίνησή μας στο Αιγαίο ή στην Ανατολική Μεσόγειο, χωρίς την προηγούμενη κοινοποίησή της στην Τουρκία ή χωρίς την άδεια της Τουρκίας, κινδυνεύει με στρατιωτικές ενέργειες στην περιοχή, όπως έδειξε το πρόσφατο επεισόδιο της Κάσου, όπου μια απολύτως νόμιμη ελληνική ενέργεια κινητοποίησε το τουρκικό Πολεμικό Ναυτικό. Και λέω απολύτως νόμιμη γιατί το γεγονός είναι ότι οι έρευνες του ιταλικού πλοίου έγιναν στην ανοιχτή θάλασσα.
Αλλά και στην περίπτωση που η Τουρκία επικαλείται το παράνομο τουρκο-λιβυκό μνημόνιο, και σε αυτή την περίπτωση η ελευθερία των θαλασσών είναι ζωντανή, πράγμα που επιτρέπει την ελεύθερη ναυσιπλοΐα και την ελεύθερη πόντιση καλωδίων και αγωγών στην επιφάνεια της υφαλοκρηπίδας. Αρα και μελέτες για την πόντιση ακολουθούν την ίδια λογική.
Αλλά μας παρέσυρε η ιστορία και παραμελήσαμε το παρόν. Τι θα συζητηθεί στη Νέα Υόρκη. Το πιθανότερο σενάριο είναι οι δυο ηγέτες να επιβεβαιώσουν την ευαρέσκειά τους για το καλό κλίμα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, με τον ελληνα πρωθυπουργό να υπενθυμίζει στον τούρκο ομόλογό του το επεισόδιο στην Κάσο και να ζητάει να μην επαναληφθούν τέτοιες ενέργειες σε απολύτως νόμιμες δραστηριότητες της Ελλάδας, και να προχωρήσουν σε κάτι που πρέπει να δικαιολογήσει στην κοινή γνώμη της Τουρκίας και της Ελλάδας μια συνάντηση κορυφής από καιρό προγραμματισμένη.
Ποιο θα είναι το περιεχόμενο αυτού του «κάτι» θα πρέπει να περιμένουμε την άλλη εβδομάδα για να μάθουμε. Πάντως αποκλείω να είναι κάτι σχετικά με το Κυπριακό, που δείχνει να κινείται τις τελευταίες μέρες στην κατεύθυνση όχι της επανάληψης των συνομιλιών, αλλά της προκριματικής τους φάσης. Μπορεί πάντως η ελληνική πλευρά να θέσει την ανάγκη αμοιβαίων υποχωρήσεων, λ.χ. τη μεταβολή της τουρκικής αδιάλλακτης στάσης για δυο κράτη σε μια μετριοπαθέστερη θέση της πραγματικής πολιτικής ισότητας των δυο κοινοτήτων, που μπορεί να επιτευχθεί με τις συνομιλίες των δυο κοινοτήτων, ξεκινώντας από τα πεπραγμένα του Κραν Μοντανά, που τόσο άδικα κατέρρευσε.
Στις ελληνοτουρκικές διαφορές δεν βλέπω τι άλλο σοβαρό μπορεί να συμβεί, στη φάση της προσέγγισης στην οποία βρισκόμαστε, παρά μια δέσμευση των δυο πλευρών για τη συνέχιση του καλού κλίματος.
Αφού η περίπτωση μιας ουσιαστικής συζήτησης για τα πραγματικά προβλήματα, δηλ. η επίλυση της οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών, έχει τεθεί στο συρτάρι, απομένει η βελτίωση της λειτουργίας των υπαρχουσών μηχανισμών προσέγγισης, και ιδιαίτερα του πολιτικού διαλόγου, που φαίνεται να μην αποδίδει, ιδιαίτερα ως αντικαταστάτης των διερευνητικών επαφών, οι οποίες σκοπό είχαν την πιθανή επίλυση των δευτερευουσών διεκδικήσεων της Τουρκίας, όπως είναι οι γκρίζες ζώνες ή το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης της Ελλάδας.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να γίνει μια επισήμανση που δεν έχει συζητηθεί αρμοδίως: μια διεύρυνση της αιγιαλίτιδας στα ακραία ελληνικά νησιά θα έχει ως αποτέλεσμα να φέρει την τουρκική υφαλοκρηπίδα πλησιέστερα στις ακτές των Κυκλάδων και την ηπειρωτική Ελλάδα. Αυτό θα συμβεί σε περίπτωση που η Ελλάδα επεκτείνει στα 12 ν.μ. την αιγιαλίτιδα ζώνη της, κάτι το οποίο θα αφήσει μικρό χωρικό διάστημα για την Τουρκία να οριοθετήσει υφαλοκρηπίδα, και κάθε τέτοια οριοθέτηση θα φέρει πιο κοντά τα δικαιώματα της Τουρκίας στα ελληνικά παράλια.
«Συνελόντι ειπείν», το τι περιμένουμε από τη συνάντηση της Νέας Υόρκης δεν μπορεί να είναι εντυπωσιακό. Στην καλύτερη των περιπτώσεων θα πρέπει η νέα αυτή επαφή των δυο ηγετών να μην αποθαρρύνει τις προσδοκίες βελτίωσης των σχέσεων. Αν και εγώ επιμένω ότι ο μόνος δρόμος για την πραγματική προσέγγιση είναι ο δρόμος της επίλυσης των ζητημάτων, κι όχι η αποφυγή τους.»
Ο κύριος Χρήστος Ροζάκης είναι ομότιμος καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών, πρώην υφυπουργός.