Η εκλογή του, έναν χρόνο μετά την έντονα σχολιασμένη απόρριψη της υποψηφιότητάς του το 2023, έρχεται να αποκαταστήσει μια απόφαση που είχε προκαλέσει τότε ευρεία αντίδραση στον ακαδημαϊκό και πνευματικό κόσμο.
Ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, ένας από τους πλέον επιδραστικούς Έλληνες διανοούμενους, έχει μακρά πορεία στη διδασκαλία και τη συγγραφή. Γεννημένος στην Αθήνα το 1937, σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές σε Χαϊδελβέργη, Μόναχο, Παρίσι και Γέιλ. Αφυπηρέτησε από το ΕΚΠΑ το 2004, ενώ δίδαξε επί σειρά ετών σε πανεπιστήμια της Ελλάδας, της Ευρώπης και της Αμερικής. Διετέλεσε πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών και μέλος σημαντικών επιστημονικών και κοινωνικών φορέων.
Το συγγραφικό του έργο είναι πλούσιο και βαθιά θεωρητικό, με έμφαση στην κοινωνική ανάλυση και τη θεωρία της παγκοσμιοποίησης. Ανάμεσα στα πιο γνωστά του έργα συγκαταλέγονται «Ο Αόρατος Λεβιάθαν», «Η Γυμνή Βασίλισσα» και «Η επινόηση της ετερότητας», στο οποίο υπογραμμίζει:
«Όλες οι θεμελιώδεις αξιακές προδιαγραφές της νεωτερικότητας βρίσκονται σε συνεχή και εκρηκτική μετατόπιση [...] Το "δικαίωμα στη διαφορά" φαίνεται να αποσυνδέεται από την κοινωνική δικαιοσύνη και το δικαίωμα στην άμεση επιβίωση [...] το όνειρο για έναν καλύτερο κόσμο παραμένει ανοιχτό και ανολοκλήρωτο».
Για την προσφορά του, ο Τσουκαλάς έχει τιμηθεί ως Επίτιμος Διδάκτωρ από τα Πανεπιστήμια Κρήτης και Πελοποννήσου, ενώ έχει λάβει το Αριστείο «Ιωάννης Καποδίστριας» για τις Επιστήμες, τα Γράμματα και τις Τέχνες. Η σκέψη του ενέπνευσε και συνεχίζει να εμπνέει γενιές κοινωνιολόγων και πολιτικών επιστημόνων.
Σε παλαιότερη συνέντευξή του είχε επισημάνει με χαρακτηριστική οξυδέρκεια: «Η Ιστορία είναι πολύ πιο πανούργα από όσους πιστεύουν ότι την ελέγχουν [...] Κάνουν λάθος. Η Ιστορία θα αλλάξει τα πράγματα».