Τη σκηνή την περιγράφει ο ρώσος συγγραφέας Σεργκέι Ντοβλάτοφ (1941-1990) στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του «Η βαλίτσα», που εκδόθηκε το 1986 και αναφέρεται εκτενώς στη ζωή στην ΕΣΣΔ τη δεκαετία του 1960. Δεν έχουν αλλάξει πολλά από τότε – ή μάλλον άλλαξαν, αλλά όλες οι κατακτήσεις που σημειώθηκαν άρχισαν να ανατρέπονται από τότε που ο Βλαντίμιρ Πούτιν ανέλαβε την εξουσία, για να φτάσει σήμερα η Ρωσία να έχει όλα τα χαρακτηριστικά ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος. Μετά την εισβολή στην Ουκρανία, έτσι, άρχισαν να φεύγουν από τη χώρα πολλοί ρώσοι διανοούμενοι. Και το έκαναν όπως ο Ντοβλάτοφ: ρίχνοντας άρον άρον μερικά πράγματα σε μια βαλίτσα και κλείνοντας πίσω τους την πόρτα πριν τους πάρει χαμπάρι η FSB.
H Λουντμίλα Ουλίτσκαγια δεν θα εγκατέλειπε από μόνη της Μόσχα. Είναι 79 ετών, ο (τρίτος) σύζυγός της είναι 87, έχουν ζήσει πολλά, είναι κουρασμένοι. Μια μέρα του περασμένου Μαρτίου, όμως, ο μεγάλος τους γιος εισέβαλε στο σπίτι και τους είπε να τα μαζέψουν το ταχύτερο δυνατό. Η δική τους βαλίτσα ζύγιζε επτά κιλά. Και χώρεσε εννιά δεκαετίες ζωής.
H δημοσιογράφος της El País την επισκέφθηκε στο νέο της σπίτι, στο Βερολίνο. Μύριζε, λέει, πουράκια και προσωρινότητα. «Αυτό δεν είναι το σπίτι μου, αυτά δεν είναι τα πράγματά μου, όλα αυτά μού είναι ξένα», δικαιολογήθηκε η συγγραφέας. Καφέ δεν της πρόσφερε, ούτε καν ένα ποτήρι νερό. Και της ξεκαθάρισε από την αρχή δύο πράγματα. Πρώτον, ότι σταμάτησε να γράφει. «Απολάμβανα σε όλη μου τη ζωή αυτό που έκανα, τώρα δεν το απολαμβάνω πια, κι έτσι σταμάτησα». Δεύτερον, ότι από τότε που γεννήθηκε απεχθάνεται την πολιτική. «Οχι μόνο δεν με ενδιαφέρει, αλλά με απωθεί κιόλας. Πέρασα όλη μου τη ζωή αποφεύγοντάς την, όπως αποφεύγω και κάθε σχέση με την εξουσία».
Είναι σίγουρη όμως για ένα πράγμα: ότι η χώρα της είναι άρρωστη. Και δεν το λέει τώρα, το λέει από το 2014, όταν η Ρωσία ξεκίνησε τον πόλεμο στην Ανατολική Ουκρανία. Ετσι είχε τιτλοφορήσει ένα κείμενο που έγραψε για το περιοδικό Der Spiegel όταν επισκέφθηκε το Ζάλτσμπουργκ για να παραλάβει το Κρατικό Βραβείο Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας της Αυστρίας: «Η χώρα μου είναι άρρωστη». Ηδη από εκείνο το κείμενο αποχαιρετούσε την Ευρώπη. «Ο μεγάλος μας πολιτισμός», έγραφε, «ο Τολστόι μας, ο Τσέχοφ, ο Τσαϊκόφσκι και ο Σοστακόβιτς, οι καλλιτέχνες μας, οι συγγραφείς, οι επιστήμονες και οι φιλόσοφοί μας, στάθηκαν ανίκανοι να σταματήσουν τους τρελούς που μας κυβερνούν».
Οκτώ χρόνια και μερικούς πολέμους αργότερα, η Λουντμίλα Ουλίτσκαγια δηλώνει ότι «βρισκόμαστε σε έναν ολοκληρωτικό πόλεμο». Τι έχει ο Πούτιν στο κεφάλι του; «Δεν μπορώ να καταλάβω. Σίγουρα όμως έχει την αίσθηση πως κρατάει τον κόσμο στα χέρια του. Και από μια άποψη είναι έτσι. Η Ρωσία είναι μια πυρηνική δύναμη. Μια παρανοϊκή πυρηνική δύναμη».
Γεννήθηκε στα Ουράλια από γονείς που είχαν εκτοπιστεί εκεί λόγω του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Ο παππούς και η γιαγιά της είχαν καταδικαστεί σε καταναγκαστικά έργα στα Γκουλάγκ επειδή ήταν υπερβολικά Εβραίοι και υπερβολικά διανοούμενοι. Η πρώτη της ανάμνηση ήταν να την κρατά στα χέρια της η μητέρα της όταν άφησαν το σπίτι όπου γεννήθηκε για να γυρίσουν στη Μόσχα. Η δεύτερη, ο προπάππος της να διαβάζει την Τορά. Πριν γίνει συγγραφέας, δούλευε στο Ινστιτούτο Γενικής Γενετικής της Ακαδημίας Επιστημών. Μετά την εισβολή των ρωσικών τανκς στην Τσεχοσλοβακία, το 1968, η ποιήτρια και φίλη της Νατάλια Γκορμπανέφσκαγια οργάνωνε διαδηλώσεις διαμαρτυρίας στις πλατείες. Την ίδια στιγμή, οι επιστημονικές ακαδημίες οργάνωναν «δύο λεπτά μίσους» κατά των υποκινητών των διαδηλώσεων, στα οποία η Ουλίτσκαγια έπρεπε να παρίσταται. Σε μια συνεδρίαση, καθόταν κοντά στην πόρτα κι όταν ξεκίνησε η ψηφοφορία έκανε να φύγει, αλλά η πόρτα ήταν κλειστή. Διέσχισε έτσι όλη την αίθουσα εν μέσω παγερής σιωπής. Την άλλη μέρα απολύθηκε. Εχασε τη δουλειά της, το εργαστήριό της και το πάθος της ζωής της. Δεν ξαναδούλεψε για το Κράτος.
Αυτή ήταν η μία της ανταρσία. Την άλλη την έκανε μερικά χρόνια αργότερα, όταν χώρισε τον δεύτερο άνδρα της και πατέρα των παιδιών τους. Δεν είχε δουλειά, τα παιδιά ήταν μικρά, αλλά τα μεγάλωσε μόνη της, όπως τόσες και τόσες γυναίκες στη Σοβιετική Ενωση μετά τη δημογραφική σφαγή του ανδρικού πληθυσμού στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Οι δύο γυναίκες βγαίνουν στο μπαλκόνι. «Δεν βλέπω λουλούδια», παρατηρεί η δημοσιογράφος, «σκέφτεστε να πάρετε;» «Οχι. Ούτε στη Μόσχα είχα. Είναι μεγάλη εξάρτηση: σε αναγκάζουν να ασχολείσαι μαζί τους κι όταν λείπεις πρέπει να ζητάς από κάποιον να τα φροντίζει. Κι εμένα δεν μ' αρέσει να ζητάω».
Λουντμίλα Ουλίτσκαγια (1943 – )
Ναμπόκοφ, πάντα Ναμπόκοφ
Συγγραφέας δέκα βιβλίων που έχουν μεταφραστεί σε 30 γλώσσες (στα ελληνικά κυκλοφορούν τέσσερα από αυτά), έγινε η πρώτη γυναίκα που τιμήθηκε με το βραβείο Booker στη Ρωσία το 2001. Προς το τέλος της συνέντευξής της στην «El Pais» παραδέχεται ότι δεν είναι αλήθεια πως σταμάτησε να γράφει. Να, πριν από λίγες μέρες τελείωσε ένα διήγημα, εκτυλίσσεται στο Βερολίνο, σε μια στάση λεωφορείου. Αλλά δεν ξέρει αν θα το δημοσιεύσει. Κατά τα άλλα, διαβάζει βιβλία ρώσων αντιφρονούντων που μετανάστευσαν στη Γερμανία πριν από εκατό ακριβώς χρόνια, το 1922. «Και Ναμπόκοφ, πάντα Ναμπόκοφ. Είμαι μια ηδονίστρια. Απολαμβάνω τόσο πολύ τις λέξεις, που μου είναι αδιάφορη η πλοκή ή οι φιλοσοφικές αναζητήσεις του συγγραφέα. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι η δουλειά που κάνει με τις λέξεις. Και στον Ναμπόκοφ η δουλειά αυτή είναι καταπληκτική».