Αν και στο πεδίο έχει αποφύγει να κλιμακώσει καταφεύγοντας σε κάποιον ανορθολογισμό . Έχουμε πάντως περάσει σε μια νέα φάση στη θεώρηση/προσέγγιση της Τουρκίας για την Ελλάδα. Πού μπορεί να οφείλεται αυτή η νέα επιθετικότερη (λεκτική) προσέγγιση; Τρεις υποθέσεις μπορούν να διατυπωθούν:
Πρώτη υπόθεση: ακραία ρητορική, θεώρηση και επιχειρηματολογία προωθούνται ως αναβαθμισμένη έκφραση της αναθεωρητικής – επεκτατικής στρατηγικής με κύριο στόχο της ενοχοποίηση και μείωση της Ελλάδας απέναντι στη Δύση κυρίως («χώρα που παραβιάζει το διεθνές δίκαιο» και άλλα ανεδαφικά). Επέτειοι όπως τα εκατό χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή, η εγκαθίδρυση του σύγχρονου τουρκικού κράτους και υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης (1923) παρέχουν ισχυρές συμβολικές ευκαιρίες για την εντατικοποίηση της τοξικής αναθεωρητικής ρητορικής. Οι επικείμενες προεδρικές εκλογές το 1923 (ή και νωρίτερα) αποτελούν έναν πρόσθετο λόγο όξυνσης της εθνικιστικής ρητορικής καθώς συσπειρώνουν το εκλογικό σώμα γύρω από πρόεδρο – κυβέρνηση. Στην όξυνση της ρητορικής πλειοδοτεί βέβαια ο υπουργός άμυνας Χ. Ακάρ, στον οποίο αποδίδεται προσωπική ατζέντα διαδοχής του προέδρου Ερντογάν. Στο ερώτημα εάν θα επιχειρήσει να μετατρέψει την ακραία ρητορική σε δράση στο πεδίο δεν μπορεί να δοθεί κατηγορηματική απάντηση. Αν και οι συνθήκες και το κλίμα που έχει δημιουργήσει ο πόλεμος της Ουκρανίας στη Δύση δεν επιτρέπουν εύκολα τέτοιου είδους νέες περιπέτειες. Και ο ορθολογισμός δεν έχει εγκαταλείψει πλήρως τον πρόεδρο Ερντογάν.
Δεύτερη υπόθεση: αντίδραση σε υποτιθέμενη... ελληνική επιθετικότητα! Η Τουρκία έχει καταληφθεί τελευταία από την εντελώς αβάσιμη πρόσληψη ότι η Ελλάδα ετοιμάζει... πόλεμο εναντίον της. Εχει καταστεί, κατά την άποψή της, «στρατηγικός της αντίπαλος». Τούρκος μετριοπαθής πανεπιστημιακός μού λέγει ότι μεγάλο μέρος της πολιτικής elite όντως πιστεύει αυτή την (παράλογη) ιδέα! Και επικαλείται γι' αυτό τους βαρείς εξοπλισμούς που έχει δρομολογήσει η Ελλάδα, την άρνησή της να προσέλθει σε διάλογο (όπως για τα ΜΟΕ, κ.λπ.). Σε σύμπραξη δε με ΗΠΑ, Γαλλία, κ.ά., η Ελλάδα θέλει να περικυκλώσει την Τουρκία και να την αποκλείσει από την Αν. Μεσόγειο ή, όπως λέγεται, «να τη στραγγαλίσει». Ολα αυτά, αν και δεν έχουν βέβαια καμιά βάση στην πραγματικότητα, μπορούν να γίνουν αυτοεκπληρούμενες προφητείες και να οδηγήσουν σε σύγκρουση. Υπάρχουν πολιτικές δυνάμεις εντός Τουρκίας που θεωρούν τον πόλεμο με την Ελλάδα ως αναπόφευκτο (αρχηγός μικρού κόμματος MYP Αχμέτ Γιλμάζ λ.χ.).
Τρίτη υπόθεση: πρόκειται για τη σχετικώς ήπια ερμηνεία που λέγει ότι η Τουρκία επιδίδεται στην ακραία λεκτική αντιπαράθεση με απειλές και εκφοβισμούς με στόχο να πετύχει τη διαπραγμάτευση με την Ελλάδα πάνω στις θεμιτές και αθέμιτες/εξωφρενικές θέσεις προκειμένου να διασφαλίσει ένα σχετικώς αποδεκτό πακέτο λύσεων σε κάποια θέματα (Αιγαίο μη ελληνική λίμνη, παρουσία της σε Αν. Μεσόγειο, κ.λπ.).
Οι τρεις αυτές υποθέσεις δεν είναι εναλλακτικές. Αλλά, είτε έτσι είτε αλλιώς, βαθαίνουν σε επικίνδυνο βαθμό τον φαύλο κύκλο αντιπαράθεσης σε μια περίοδο επικοινωνιακού κενού μεταξύ των δύο χωρών που όντως μπορεί να ξεφύγει σε δυσάρεστες καταστάσεις.
Ο καθηγητής Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι πρώην πρεσβευτής – σύμβουλος του ΥΠΕΞ και μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής του ΕΛΙΑΜΕΠ. Tελευταίο του βιβλίο: «Επιτεύγματα και στρατηγικά λάθη της εξωτερικής πολιτικής της μεταπολίτευσης» (Θεμέλιο)