Τετάρτη 1 Μαϊου 2024  02:46:28

Αντιγόνη Λυμπεράκη: Ανθρωπιστική κρίση και σύγχυση

Θα μπορούσα να πω ότι αυτό το νομοσχέδιο συγχέει την έννοια της ανθρωπιστικής κρίσης -που έχει ένα πολύ συγκεκριμένο περιεχόμενο στη διεθνή συζήτηση και βλέπουμε στα διεθνή νέα τα βράδια στην τηλεόραση τι σημαίνει ανθρωπιστική κρίση, κατά κανόνα σε άλλες ηπείρους- με την απότομη μείωση εισοδήματος, που είναι αυτό που έχει συμβεί στην Ελλάδα, μια μείωση εισοδήματος που ήταν γρήγορη, ήταν απότομη, ήταν ραγδαία, ήταν δραματική, ήταν κατά μέσο όρο 25%.

Στην πραγματικότητα, συγχέοντας αυτές τις δύο έννοιες, δημιουργεί μια ασαφή δεξαμενή δικαιούχων, γιατί ίσως το σημαντικότερο πρόβλημα είναι ότι μιλάει εν ονόματι των ανθρώπων που βρίσκονται σε ακραία φτώχεια και ανθρωπιστική κρίση, αλλά πουθενά δεν ορίζει με ποια κριτήρια κάποιος εντάσσεται σε αυτή την κατηγορία.

Δημιουργείται, λοιπόν, μια πολύ γενναιόδωρη, μεγάλη δεξαμενή αναξιοπαθούντων που περιμένουν να δουν τον εαυτό τους μέσα σε αυτά τα μέτρα και αυτό που στην πραγματικότητα κάνει είναι ότι χρησιμοποιεί λίγους πόρους, για να αντιμετωπίσει μια ομάδα που έφτιαξε, επειδή δεν μπορούσε να προσδιορίσει τους πραγματικούς δικαιούχους και -ακόμα χειρότερο- η ασάφεια τροφοδοτείται απ' αυτήν την παραπομπή σε υπουργικές αποφάσεις του βασικού στοιχείου της κοινωνικής πολιτικής που είναι τα κριτήρια, οι τρόποι μέτρησης, οι μηχανισμοί.

Ατυχώς, το πνεύμα, αλλά και το γράμμα του νομοσχεδίου δείχνουν πως επικρατεί μια μεγάλη σύγχυση για το τι είναι κοινωνική πολιτική. Για να σας το θυμίσω, λοιπόν, κοινωνική πολιτική είναι η απαρέγκλιτη εφαρμογή απρόσωπων κανόνων και κριτηρίων που έχουν από πριν συμφωνηθεί. Προκειμένου η κοινωνική υποστήριξη που δέχονται οι άνθρωποι που βρίσκονται σε μεγάλη δυσκολία να είναι κοινωνικό δικαίωμα και όχι πελατειακή παραχώρηση, πρέπει να τηρούνται απρόσωποι κανόνες, οι οποίοι είναι γνωστοί από πριν, αλλιώς, έχουμε κοινωνική πολιτική τύπου Εβίτα Περόν. Τι έκανε η Εβίτα Περόν; Έβαζε τα καλά της, έφερνε και το Διοικητή της κεντρικής τράπεζας δίπλα με ένα σεντούκι με λεφτά και δεχόταν τους φτωχούς της χώρας. Ο καθένας της έλεγε την πικρή του ιστορία, το δράμα του και ανάλογα με το πώς αισθανόταν του έλεγε «πάρε τόσα», έκλεινε το μάτι στον κεντρικό τραπεζίτη, άνοιγε το σακούλι και έδινε το ποσό.

Πρέπει να σας πω ότι παλιότερα, στα βυζαντινά χρόνια, δεν χρειάζονταν καν κάποιος να πει την πικρή του ιστορία. Μπορούσε να πάει στις μεγάλες θρησκευτικές εορτές, εκεί που πέρναγε ο αυτοκράτορας πάνω στο άλογό του, που από την πολλή κατάνυξη πετούσε κέρματα δεξιά και αριστερά, και σε γενικές γραμμές όλο και κάποιος αναξιοπαθών θα υπήρχε εκεί για να τα εισπράξει.

Ευτυχώς από τότε το νόημα της κοινωνικής πολιτικής έχει αλλάξει και στην Ευρώπη και σε όλον τον κόσμο. Κοινωνική πολιτική σημαίνει χρήση κριτηρίων που έχουν οριστεί από πριν. Αυτό, δυστυχώς, φαίνεται ότι δεν μπορεί να το καταλάβει η Κυβέρνηση.

Στα μέτρα για την καταπολέμηση της ακραίας φτώχειας που εισηγείται δεν υπάρχει η αγωνία να ενταχθούν σε ένα συντονισμένο σχέδιο. Πρέπει να πω ότι με παρηγόρησε πολύ η παρέμβαση της κυρίας Υπουργού πριν από λίγο, όπου είπε προφορικά ότι «θα μαζέψουμε γνώσεις, θα καταγράψουμε, θα συνδυάσουμε, θα συσχετίσουμε, θα προσπαθήσουμε». Όλα αυτά είναι πάρα πολύ χρήσιμα πράγματα και χαίρομαι πάρα πολύ που το ακούω γιατί καταλαβαίνω ότι δεν πήγαν τελείως εις μάτην όλες οι προτάσεις που κάναμε στις Επιτροπές και εμείς και οι φορείς. Πρέπει, όμως, να αποτυπώνονται και στο γράμμα και στο πνεύμα του νομοθετήματος.

......Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχει ιεράρχηση και στόχευση. Και αν δεν υπάρχει ιεράρχηση και στόχευση και σαφή κριτήρια, ανοίγει ορθάνοιχτα η πόρτα για να γίνει η παροχή ενός ακόμη πελατειακού επιδόματος, το οποίο απευχόμαστε και θα θέλαμε πάρα πολύ να μην το δούμε.
Στην πραγματικότητα, όταν λέει το νομοσχέδιο «θα παρθεί μια υπουργική απόφαση που θα καθορίζει τα κριτήρια» είναι σαν να ζητάει από τη Βουλή «λευκή επιταγή» του τύπου «δεν ξέρω σε ποιους και πώς θα τα δώσω, αλλά θα το μάθω, θα το αποφασίσω και εν τω μεταξύ εσείς εγκρίνετε». Δεν είναι αυτός ο καλύτερος τρόπος να αντιμετωπίζει κανείς θέματα κοινωνικής πολιτικής.

Εμείς, «Το Ποτάμι», υποστηρίζουμε ότι η ακραία φτώχεια είναι ένα διαρθρωτικό κοινωνικό πρόβλημα και για την αντιμετώπισή της χρειάζεται μια μόνιμη και διαρθρωτική λύση. Δεν χρειάζονται πυροτεχνήματα.

Αυτό που πραγματικά έχει ανάγκη η χώρα μας είναι να φτιάξουμε επιτέλους, με μεγάλη καθυστέρηση σε σχέση με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους εταίρους μας, έναν ουσιαστικό κοινωνικό ιστό ασφάλειας και ένα πρώτο βήμα θα ήταν η θέσπιση ενός καλά σχεδιασμένου ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος.

Δυστυχώς, το σχέδιο νόμου χαρακτηρίζεται από τέσσερα «χωρίς». Είναι ένα σχέδιο νόμου χωρίς κριτήρια, είναι ένα σχέδιο νόμου χωρίς δομές εφαρμογής, είναι ένα σχέδιο νόμου χωρίς ιεράρχηση και προτεραιότητες και, τέλος, είναι ένα σχέδιο νόμου χωρίς αξιολόγηση -γραπτώς, άλλο το προφορικό. Σε αυτό το σχέδιο νόμου δεν μπορούμε να δώσουμε θετική ψήφο εμείς, «Το Ποτάμι».

Θα ήταν εύκολο, για λόγους επικοινωνιακής διαχείρισης της θέσης μας, να πούμε: «Κοινωνική ευαισθησία; Κι εμείς μέσα». Θα μας παρηγορούσε κιόλας η ιδέα ότι, εντάξει, μέσα στους πολλούς που θα το πάρουν οπωσδήποτε και κάποιοι θα είναι πραγματικά φτωχοί και στο τέλος-τέλος της γραφής μιλάμε για μία παρέμβαση η οποία, όσο κακά στοχευμένη και να είναι, δεν θα ρίξει και έξω τα οικονομικά της χώρας. Άλλωστε, εμείς, «Το Ποτάμι», έχουμε πει ότι τα καλά τα υποστηρίζουμε και δεν έχουμε κάποιο λόγο να έχουμε μία ενιαία, άκαμπτη γραμμή για τα νομοθετήματα που έρχονται.

Παρ' όλα αυτά, θέλω να σας δώσω τους λόγους γιατί εμείς, σε αυτό το πρώτο νομοσχέδιο για την κοινωνική πολιτική -που εμείς τη θεωρούμε όχι απλώς αναγκαία αλλά και εργαλείο όχι μόνο κοινωνικής ευημερίας αλλά και οικονομικής ανάπτυξης- γιατί λοιπόν για αυτό το νομοσχέδιο δεν μπορούμε να δώσουμε θετική ψήφο.

-Ο πρώτος λόγος που δεν μπορούμε να δώσουμε θετική ψήφο είναι επειδή πιστεύουμε ότι πρέπει να σταματήσει επιτέλους η χρήση της κοινωνικής πολιτικής για να κάνουμε άλλα πράγματα, να σταματήσει το «κλείσιμο» του ματιού και η σχετική υποκρισία. Χρησιμοποιείται, κατά κόρον, και στη χώρα μας στο παρελθόν, η επίδειξη κοινωνικής ευαισθησίας σαν άλλοθι για πιθανή πελατειακή διανομή, χωρίς προσυμφωνημένα και σαφή κριτήρια. Γι' αυτό τα κριτήρια μας νοιάζουν.

-Ο δεύτερος λόγος είναι ότι δεν θέλουμε να δώσουμε «πράσινο φως» στον αναχρονισμό. Δεν μπορούμε να δεχτούμε ότι μηχανισμός διανομής αυτών των λίγων και σημαντικών πόρων θα είναι η Εκκλησία ή άλλοι αδιαφανείς μηχανισμοί που θα βάζουν τα δικά τους κριτήρια, τα οποία μπορεί να υποψιαστεί κάποιος ότι δεν είναι ακριβώς τα ίδια με τα κριτήρια του κράτους.

-Ο τρίτος λόγος είναι γιατί δεν υπάρχει πουθενά ρητή διαβεβαίωση ότι αυτοί που θα ωφεληθούν από αυτές τις παροχές θα είναι φτωχότεροι από εκείνους που πληρώνουν φόρους, για να δημιουργηθούν αυτές οι παροχές. Σε κάθε εποχή αυτό είναι πολύ σημαντικό να διασφαλίζεται και σε εποχές κρίσης και φοβερής φορολογικής αφαίμαξης είναι ακόμα πιο σημαντικό.

-Τέλος, δυσανασχετούμε με τη διπλή εργαλειακή χρήση της επίκλησης της ακραίας φτώχιας και της ανθρωπιστικής κρίσης. Γίνεται μία επίκληση στο διεθνές ακροατήριο, όπου διεκτραγωδείται η κατάσταση των ακραία φτωχών -τους οποίους δεν μπορούμε όμως να προσδιορίσουμε εμείς ποιοι είναι, άρα ούτε και πόσοι- ελπίζοντας ότι έτσι θα κινητοποιηθεί ο ανθρωπισμός των Ευρωπαίων και έτσι θα ελαφρυνθούν οι όροι δανεισμού της χώρας μας. Αυτή είναι κακή χρήση των φτωχών μιας χώρας.

Στο εσωτερικό, καθώς δεν υπάρχει διασφάλιση ότι τα χρήματα και οι υπηρεσίες θα πάνε σε αυτούς που έχουν πραγματικά τη μεγαλύτερη ανάγκη -και όχι σε κάποιους που νομίζουμε ότι έχουν μεγαλύτερη ανάγκη από εμάς ή από τους φίλους μας- δημιουργείται ένα ρεύμα πιθανής νεοπελατειακής διαχείρισης ή έστω απλή κατάθεση ενσήμων κοινωνικής ευαισθησίας, τα οποία ενδεχομένως να θέλει να τα χρησιμοποιήσει η Κυβέρνηση πολύ σύντομα, όταν αρχίσει να κυβερνά.

Εμείς, στο «Ποτάμι», δεν έχουμε λόγο να συμμετέχουμε σε αυτή την ομαδική ψυχοθεραπεία, γιατί εμείς στο «Ποτάμι» πιστεύουμε ειλικρινά στην κοινωνική πολιτική και έχουμε και πάρα πολύ λεπτομερείς και πλήρεις προτάσεις για την αντιμετώπιση της ακραίας φτώχιας.

Εν κατακλείδι, αν δίναμε θετική ψήφο επί της αρχής θα σήμαινε ότι θεωρούμε ότι με αυτό το νομοσχέδιο κάνουμε ως Βουλευτές και Βουλεύτριες το καθήκον μας απέναντι στους φτωχούς αυτής της χώρας.

Πολύ φοβάμαι ότι με αυτό το νομοσχέδιο δεν υπηρετούμε τους φτωχούς ανθρώπους αυτής της χώρας. Το χειρότερο από όλα είναι ότι προωθώντας αυτά τα αποσπασματικά μέτρα -και δεν θα πείραζε να ήταν αποσπασματικά, αν εντάσσονταν σε έναν συνολικότερο σχεδιασμό που κάπως προφορικά τον ψιλοακούμε, γραπτά δεν το διαβάζουμε- μπορεί να χρησιμοποιηθούν στο τέλος- τέλος για να αποτρέψουν τη μεγαλύτερη από τις σημαντικές μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται η χώρα μας, τη μεταρρύθμιση της κοινωνικής πολιτικής με άξονα έναν ιστό ασφάλειας και με πρώτο –αν θέλετε- εργαλείο ένα σωστό και καλά σχεδιασμένο ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα.

(H καθηγήτρια Οικονομικών στο Πάντειο Αντιγόνη Λυμπεράκη είναι βουλευτής Αθηνών του κόμματος ΠΟΤΑΜΙ).

 

Προσθήκη σχολίου

Βεβαιωθείτε ότι εισάγετε τις (*) απαιτούμενες πληροφορίες, όπου ενδείκνυται. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.

Πολυμέσα

Cookies make it easier for us to provide you with our services. With the usage of our services you permit us to use cookies.
Ok Decline