Ειδικότερα, η Ιεραρχία (στις 16/11/18) απέρριψε τη συμφωνία του Αρχιεπισκόπου με τον πρωθυπουργό για την αλλαγή του καθεστώτος μισθοδοσίας του κλήρου. Ο διάλογος, που αποφασίστηκε να γίνει κατόπιν, περιορίστηκε στα άλλα ζητήματα του προσχεδίου της 6ης Νοεμβρίου. Στη χθεσινή συνεδρίαση της Ιεραρχίας ο κ. Ιερώνυμος είπε ότι οι παρεμβάσεις της πολιτείας σε θέματα της Εκκλησίας και ιδιαίτερα στα περιουσιακά - οικονομικά ήταν επιζήμιες καθώς ήταν μονομερείς.
Μάλιστα, προς απόδειξη των λόγων του, απαρίθμησε «περιπτώσεις εκτροπών των κατά καιρούς συμφωνιών με το Δημόσιο». Χαρακτηριστικά, όπως είπε ο κ. Ιερώνυμος, «η έκτασις στην οποία έχει ανεγερθεί το Ασκληπιείον της Βούλας έχει παραχωρηθεί από την Εκκλησία. Η προθεσμία 100 ετών λήγει σε λίγο. Δεν είναι εύκολο θέμα, χρειάζεται πολλή προετοιμασία και κατανόηση». Επίσης, σε μια άλλη περίπτωση, «η Ιερά Μονή Πελαγίας της Μητρόπολης Θηβών και Λεβαδείας επώλησε έκταση 15.000 στρεμμάτων το 1930. Ωστόσο, το συμβόλαιο της αγοραπωλησίας ακυρώθηκε δικαστικά το 1931. Και όμως το υπουργείο Γεωργίας συνεχίζει να το κατέχει».
Στο πλαίσιο αυτό, ο κ. Ιερώνυμος πρότεινε στην Ιεραρχία ο διάλογος με την πολιτεία να συνεχιστεί. «Πιστεύω ότι ο καρπός των συνεδριάσεων δεν είναι ανάλογος με τους κόπους της επιτροπής διαλόγου. Είναι πολύ λίγος και πτωχός. Την ευθύνη όμως, αν κρίνουμε δίκαια, δεν φέρει η επιτροπή αλλά το σώμα της Ιεραρχίας μας, που περιόρισε ασφυκτικά μέχρι πνιγμού το δικαίωμα της ελεύθερης συζήτησης και των άλλων πτυχών του θέματος, όπως εκείνο των οργανικών θέσεων των κληρικών μας και της εκκλησιαστικής περιουσίας μετά το έτος 1952», συμπλήρωσε ο κ. Ιερώνυμος. Μάλιστα, επέκρινε όσους μητροπολίτες ήταν επικριτικοί στη συμφωνία ότι δεν έκαναν αντιπροτάσεις.
Από την πλευρά τους, οι ιεράρχες εστίασαν στους χειρισμούς του θέματος από την κυβέρνηση. Χαρακτηριστικά, ο μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος ανέφερε ότι «η αρχική δέσμευση της κυβέρνησης και του αρμόδιου υπουργού ήταν ότι θα δινόταν νομοσχέδιο με την αιτιολογική του έκθεση, ώστε να γνωρίζουμε ακριβώς το περιεχόμενό του στην τελική του μορφή και έτσι να μπορεί να αξιολογηθεί νομικά».