Η τραγωδία των Τεμπών, το φοβερό δυστύχημα της σύγκρουσης των τρένων που πριν από δύο χρόνια σόκαρε το πανελλήνιο, συνεχίζει να βαραίνει την πολιτική ζωή της χώρας και να δοκιμάζει τις αντοχές της κυβέρνησης, πλήττοντας καίρια και τον Πρωθυπουργό τον ίδιο.
Η αξιοπιστία της κυβέρνησης έχει πέσει στα Τάρταρα και η εμπιστοσύνη στο πρόσωπο του κ. Μητσοτάκη έχει τρωθεί ανεπανόρθωτα.
Οι πολίτες στην πλειονότητά τους πιστεύουν ότι η κυβέρνηση τους έκρυψε την αλήθεια, ότι επιχείρησε να αποσείσει τις ευθύνες της και εν τέλει να τις συγκαλύψει, εφαρμόζοντας τις χειρότερες δυνατές πρακτικές επικοινωνίας απέναντι σε ένα τόσο σοκαριστικό γεγονός.
Θεωρούν επίσης ότι το σύστημα απονομής δικαιοσύνης στη χώρα μας πάσχει δραματικά, ότι οι ανακριτές και οι εισαγγελείς μεροληπτούν ασυστόλως, υπηρετούν κυβερνητικές εντολές, δεν διαθέτουν ούτε δράμι ανεξαρτησίας, παρά ενεργούν σύμφωνα με τα κελεύσματα των προϊσταμένων τους, υπηρεσιακών και πολιτικών.
Δεν είναι τυχαίο ότι στις συγκεντρώσεις της 26ης Ιανουαρίου κυρίαρχο ήταν το αίτημα για θεσμική ανασύνταξη και ανεξάρτητη Δικαιοσύνη.
Και η πάνδημη, διαπαραταξιακή και διαταξική συμμετοχή των πολιτών στις συγκεντρώσεις που οργανώθηκαν σε όλη την Ελλάδα φανέρωσε ακριβώς τα αισθήματα που τρέφουν οι πολίτες για την απονομή δικαίου στη χώρα μας.
Εντόνως αρνητικά επίσης τοποθετήθηκαν οι πολίτες και στη συνέντευξη του Πρωθυπουργού που δόθηκε μετά την απρόσμενη για την κυβέρνηση μεγάλη συμμετοχή των πολιτών στις συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας.
Η πλειονότητά τους, σε ποσοστό κοντά στο 85%, και σχεδόν το 50% των ψηφοφόρων της Νέας Δημοκρατίας αποδοκίμασαν τα όσα ο κ. Μητσοτάκης είπε στην απολογητική συνέντευξη.
Ιδιαιτέρως ενόχλησαν οι ισχυρισμοί του ότι «μετέφερε στην κοινή γνώμη όσα του είπαν περί φορτίου της εμπορικής αμαξοστοιχίας» και ότι «κάθε ενέργεια στον χώρο του δυστυχήματος έγινε για καλό σκοπό». Κοινή είναι επιπλέον η πεποίθηση ότι οι συγκεντρώσεις θα επαναληφθούν και οι αντιδράσεις θα επιμείνουν.
Γενικώς στην κοινή γνώμη επικρατεί η εντύπωση ότι οι ισχυροί, οι πολιτικοί και οι ασκούντες εξουσία απολαμβάνουν ασυλία, δεν διώκονται και δεν τιμωρούνται όποιο και αν είναι το αδίκημά τους. Οπως και να έχει πάντως, η κυβέρνηση αισθάνεται έντονη πια την πίεση της κοινωνίας.
Ισχυρό πολιτικό κέντρο, ικανό να χειριστεί την εμφανή πια κρίση εμπιστοσύνης, δεν υπάρχει στο Μέγαρο Μαξίμου και ο κ. Μητσοτάκης είναι εγκλωβισμένος σε σχήματα επικοινωνίας που τον έφεραν σε θέση αυτοδιάψευσης.
Κακά τα ψέματα, στη συνείδηση των πολιτών το σχήμα του κ. Μητσοτάκη φαντάζει απονομιμοποιημένο και αδύναμο, παρότι πριν από 20 μήνες πέτυχε διπλή νίκη στις εκλογές του 2023 και η αντιπολίτευση δεν έχει ακόμη καταφέρει να επιτύχει την ανασυγκρότησή της ώστε να διεκδικήσει με αξιώσεις την εξουσία.
Κοινώς, οδεύουμε προς ένα ιδιότυπο αδιέξοδο. Η κυβέρνηση απώλεσε το αγαθό της αξιοπιστίας. Με τον καιρό δεν θα μπορεί να κάνει βήμα, οι πολιτικές της θα αμφισβητούνται, δεν θα ξεσηκώνουν, ούτε θα συνεγείρουν τους πολίτες. Και η αντιπολίτευση επίσης είναι αδύναμη, κατακερματισμένη και επί του παρόντος ανίκανη να παρουσιάσει δυναμική και λαοφιλή εναλλακτική.
Το δυστύχημα είναι ότι το παρόν ελληνικό αδιέξοδο καταγράφεται σε καιρούς δύσκολους και αναθεωρητικούς, σε χρόνους μεγάλων μετατοπίσεων και απροσδιόριστων ακόμη αλλαγών, που θα φέρουν χωρίς αμφιβολία και τη χώρα μας σε δυσχερή θέση.
Η Ελλάδα είναι απαραίτητο να αποκτήσει σε τούτους τους ενδιαφέροντες καιρούς στιβαρή και αξιόπιστη ηγεσία. Και το ερώτημα που βασανίζει τους περισσότερους είναι πού και πώς θα τη βρει...