Στη σημερινή εποχή αν και βρισκόμαστε λίγο πιο μπροστά από προηγούμενες δεκαετίες, μεγάλο μέρος του πληθυσμού δεν χρησιμοποιεί τη σωστή ορολογία για να αναφερθεί σε ένα άτομο το οποίο ανήκει στη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα.
Να αναφέρουμε πως τα αρχικά ΛΟΑΤΚΙ+ σημαίνουν: Λεσβία, Ομοφυλόφιλος, Αμφιφυλόφιλος, Τραν, Queer και Ίντερσεξ άτομα.
Η βασική ΛΟΑΤΚΙ+ ορολογία που υπάρχει είναι η ακόλουθη:
Έκφραση φύλου: Αφορά στις εξωτερικές εκδηλώσεις του φύλου, όπως το όνομα, τις αντωνυμίες, τα ρούχα, το κούρεμα, τη συμπεριφορά, τη φωνή ή τα χαρακτηριστικά του σώματος.
Cisgender: Είναι ο όρος που χαρακτηρίζει τα άτομα τα οποία δεν είναι τρανς.
Trans: Είναι ένας όρος ομπρέλα, που αναφέρεται σε άτομα με μια ταυτότητα φύλου η οποία διαφέρει από αυτή που τους αποδόθηκε κατά τη γέννηση. Περιλαμβάνει άτομα όπως τρανς άνδρας, τρανς γυναίκα, non-binary, agender, genderqueer, genderfluid.
Ισότητα στο γάμο: Εθνική νομοθεσία για τον γάμο η οποία περιλαμβάνει και ομόφυλα ζευγάρια.
Intersex: Άτομα που γεννιούνται με χαρακτηριστικά φύλου που δεν ανήκουν συγκεκριμένα σε αρσενικές ή θηλυκές κατηγορίες ή ανήκουν ταυτόχρονα και στις δύο.
Cis-σεξισμός: Είναι οι διακρίσεις που υφίστανται τα άτομα όπως και ο αποκλεισμός που τους καταπιέζει, λόγω της έκφρασης φύλου τους.
Ετεροκανονικότητα: Είναι η πεποίθηση πως η ετεροφυλοφιλία είναι η μόνη πιθανή σεξουαλικότητα και ο μόνος τρόπος για να είσαι «κανονικός».
Λεσβία: Η γυναίκα που έλκεται σεξουαλικά ή και συναισθηματικά από γυναίκες.
Γκέι: Ένας άνδρας που έλκεται σεξουαλικά ή και συναισθηματικά από άνδρες. Τη λέξη γκέι μπορούμε να πούμε και για μια γυναίκα.
Questioning: Είναι μια προσωπική διαδικασία διερεύνησης της ταυτότητας φύλλου, της έκφρασης φύλου και του σεξουαλικού προσανατολισμού.
Bisexual / Αμφιφυλόφιλα: Άτομα που αισθάνονται σεξουαλική ή/και συναισθηματική έλξη για πάνω από ένα φύλα.
Ασέξουαλ: Άτομα που δεν βιώνουν καμία ή βιώνουν πολύ λίγη σεξουαλική έλξη.
Σεξουαλικός προσανατολισμός: Αναφέρεται στη συναισθηματική και σεξουαλική έλξη, και στενές και σεξουαλικές σχέσεις με άτομα διαφορετικού ή ίδιου φύλου ή με περισσότερα από ένα φύλα.
Demisexual: Άτομα που βιώνουν σεξουαλική έλξη μόνο μετά τη δημιουργία ενός ισχυρού συναισθηματικού δεσμού με ένα άλλο άτομο.
Φυλοδιαφορετικός-ή-ό: Ο όρος αυτός μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να χαρακτηρίσει ένα άτομο του οποίου η ταυτότητα φύλου διαφέρει από την τυπική ταυτότητα φύλου και τους έμφυλους ρόλους και νόρμες που αποδίδονται κατά τη γέννηση.
Φυλομετάβαση: Περιλαμβάνει ιατρικά και νομικά βήματα όπως το να μιλήσει το άτομο στην οικογένεια χρησιμοποιώντας ένα διαφορετικό όνομα και νέες αντωνυμίες, το διαφορετικό ντύσιμο, η αλλαγή του ονόματος ή/και του φύλου σε νομικά έγγραφα, ορμονοθεραπεία και ενδεχομένως (αν και όχι πάντα) ένας ή περισσότεροι τύποι χειρουργικών επεμβάσεων.
Pansexual: Άτομα που έχουν ρομαντική, σεξουαλική ή συναισθηματική επιθυμία για άτομα ανεξαρτήτως ταυτότητας φύλου.
Queer: Όρος που είναι συμπεριληπτικός στα άτομα που δεν είναι ετεροφυλόφιλα ή/και cisgender -περιλαμβάνει λεσβίες, ομοφυλόφιλους άνδρες, αμφιφυλόφιλα και τρανς άτομα.
Επαναπροσδιορισμός φύλου: Αναφέρεται στη διαδικασία μέσω της οποίας τα άτομα επαναπροσδιορίζουν το φύλο με το οποίο ζουν, προκειμένου να εκφράσουν καλύτερα την ταυτότητα φύλου τους.
Gender queer: Άτομα που δεν ταυτίζονται με το αρσενικό/θηλυκό δίπολο αλλά βρίσκονται κάπου έξω ή μεταξύ αυτού.
Αλλαγή φύλου: Είναι πολύ συχνή η χρήση του όρου ΄΄αλλαγή φύλου΄΄ κι όμως είναι λάθος. Το ορθό είναι επαναπροσδιορισμός φύλου ή φυλομετάβαση και αυτό δείχνει ότι το άτομο εκφράζει την ταυτότητα φύλου που έχει, δεν την αλλάζει αυτή είναι η ταυτότητά του. Δεν υπάρχει αλλαγή.
Misgendering: Το Misgendering (όταν μιλάς σε/για κάποιο άτομο χρησιμοποιώντας διαφορετικό φύλο από το φύλο αυτού του ατόμου) είναι κακοποιητικό διότι καταργεί τον αυτοπροσδιορισμό του τρανς ατόμου, καθώς ο συνομιλητής του δεν ενδιαφέρεται για το πως αισθάνεται το τρανς άτομο αλλά να μην δυσκολευτεί ο ίδιος.